Του Πασχάλη Αποστολίδη,
προέδρου του Συνδέσμου Φαρμακευτικών Εταιρειών Ελλάδος (ΣΦΕΕ)
Οι περιορισμένοι δημοσιονομικοί πόροι που διαθέτει η χώρα μας για την Υγεία, εξαιτίας και της οικονομικής κρίσης, δεν είναι παρά μία μόνο από τις σοβαρές προκλήσεις που πρέπει να αντιμετωπιστούν. Όπως και στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες, έτσι και στην Ελλάδα το Δημόσιο Σύστημα Υγείας καλείται να αντιμετωπίσει τη γήρανση του πληθυσμού, τα νέα διαρκώς μεταβαλλόμενα επιδημιολογικά δεδομένα, την αύξηση των χρόνιων ασθενειών.
Επιπλέον στη χώρα μας πρέπει να αντιμετωπίσει και την αύξηση των ανασφάλιστων και της ανεργίας, τις χρόνιες παθογένειες, την ανορθολογική κατανομή των διαθέσιμων πόρων, την απουσία λειτουργικής και αποτελεσματικής πρωτοβάθμιας υγείας και δυστυχώς ο κατάλογος μπορεί να επιμηκυνθεί πολύ περισσότερο.
Όλοι αυτοί οι παράγοντες επηρεάζουν και επιβαρύνουν σε μεγάλο βαθμό και τη δημόσια φαρμακευτική δαπάνη. Την ώρα, όμως, που οι ανάγκες των Ελλήνων πολιτών πολλαπλασιάζονται, έχουμε μείωση της φαρμακευτικής δαπάνης άνω του 60% από το 2009. Για να γίνει αντιληπτό το μέγεθος αρκεί να αναφερθεί πως σήμερα η δαπάνη βρίσκεται κάτω από το 50% του ευρωπαϊκού μέσου όρου. Το κράτος, δηλαδή, καλύπτει μόνο τις μισές από τις κοινωνικές του υποχρεώσεις. Ότι η δαπάνη στην Ελλάδα δεν επαρκεί έχει διαπιστωθεί και από την ίδια την πολιτική ηγεσία, αλλά και από βιβλιογραφία.
Μάλιστα πρόσφατα, στα τέλη του 2016, ανακοινώθηκε μια πολύ σημαντική μελέτη στο ISPOR, η οποία καταδεικνύει ότι ο τρέχων φαρμακευτικός προϋπολογισμός στην Ελλάδα είναι χαμηλότερος από ό,τι υποδεικνύεται με βάση τα δημογραφικά και οικονομικά χαρακτηριστικά της αγοράς μας. Αφενός λοιπόν απαιτούνται πολιτικές ρύθμισης και εξορθολογισμού των ποσοτήτων και του μίγματος των φαρμάκων και αφετέρου χρειάζεται αύξηση της δαπάνης. Το κενό ως ένα μεγάλο βαθμό το καλύπτουν δυσανάλογα τόσο οι ασθενείς όσο και οι φαρμακευτικές επιχειρήσεις. Οι μεν πρώτοι με τη δραματική αύξηση της συμμετοχής τους που φτάνει σχεδόν το 1 δισ. ευρώ πλέον, οι δε δεύτεροι με την εξοντωτική και τοξική υπερφορολόγησή τους που αγγίζει επίσης το 1 δισ. ευρώ. Οι φαρμακευτικές εταιρείες στην Ελλάδα συνεισφέρουν στη δημόσια φαρμακευτική δαπάνη σε ποσοστό 27,3% αυτής, όταν ο ευρωπαϊκός μέσος όρος είναι στο 8,6%, δηλαδή συνεισφέρουν σε τριπλάσιο ποσοστό από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.
Σε ένα τόσο βεβαρημένο περιβάλλον, όπου το σύστημα τιμολόγησης δεν ευνοεί την καινοτομία ούτε την εξοικονόμηση πόρων, όπου η έλλειψη δομικών αλλαγών διαιωνίζει την αναποτελεσματικότητα και η συνεχόμενη «φορολόγηση» δημιουργεί θέματα βιωσιμότητας για τις εταιρείες του κλάδου με αρνητικές επιπτώσεις στην απασχόληση, δυστυχώς προωθούνται από την ηγεσία του υπουργείου Υγείας και άλλα οριζόντια μέτρα που απειλούν τη βιωσιμότητα των εταιρειών και το κυριότερο πλήττουν την πρόσβαση των ασθενών στα απαραίτητα για τη ζωή τους φάρμακα.
Οι σημαντικές επιστημονικές εξελίξεις στη θεραπεία πολλών και σοβαρών ασθενειών δίνουν όμως στους ασθενείς όχι μόνο ελπίδα, αλλά και τη δυνατότητα επιλογής μεταξύ πολλών θεραπειών. Επιπλέον, τα νέα φάρμακα συμβάλλουν καταλυτικά στη συγκράτηση των μελλοντικών δαπανών για την υγειονομική περίθαλψη και ταυτόχρονα στηρίζουν περαιτέρω την οικονομική ανάπτυξη. Η Πολιτεία συνεπώς πρέπει να προσεγγίσει την καινοτομία ως επένδυση στην Υγεία και όχι ως κόστος, καθώς ένα καινοτόμο φάρμακο μπορεί να οδηγήσει στη δραματική μείωση του συνολικού κόστους για την υγεία. Οφείλει να συνειδητοποιήσει ότι το φάρμακο αποτελεί σημαντικό αναπτυξιακό πυλώνα της χώρας και συμβάλλει στον τομέα της εργασίας υποστηρίζοντας υψηλής κατάρτισης & εκπαίδευσης ανθρώπινο δυναμικό και συνεπώς καλείται να δώσει κίνητρα για περαιτέρω ανάπτυξη, θέσεις εργασίας και επενδύσεις.
Ούτε οι πολίτες αντέχουν άλλο και αναγκάζονται σε επικίνδυνες εκπτώσεις για την υγεία τους ούτε οι επιχειρήσεις μπορούν να λειτουργούν και να επιβιώνουν σε καθεστώς ανεξέλεγκτης φορολογικής επιδρομής. Αν δεν επιβιώσουν αυτές, αναρωτιέται κανείς τι επιπτώσεις θα υπάρξουν;
Η κρίση δεν μπορεί να λειτουργεί διαρκώς ως άλλοθι, έτσι ώστε έκτακτες λύσεις να γίνονται μόνιμες μόνο και μόνο για να μην προχωρούν οι αναγκαίες δομικές αλλαγές. Είναι έντονη και επιτακτική η ανάγκη για εφαρμογή δομικών μεταρρυθμίσεων, επαναπροσδιορισμού της φαρμακευτικής δαπάνης και συνεργασίας Κυβερνήσεων, Παρόχων και ΦΚΑ. Οι προτάσεις μας είναι γνωστές. Αναφορικά στις δομικές μεταρρυθμίσεις που πρέπει να γίνουν: δεν μπορεί να καθυστερεί άλλο η σύσταση φορέα Αξιολόγησης Τεχνολογιών Υγείας (ΗΤΑ), χρειάζεται να τεθεί σε πλήρη λειτουργία η Επιτροπή Διαπραγμάτευσης και να γίνει υποχρεωτική η εφαρμογή θεραπευτικών πρωτοκόλλων και μητρώων ασθενών, αλλά και να δοθούν σωστά κίνητρα για την αύξηση της διείσδυσης γενοσήμων.
Το κυριότερο, όμως, πρέπει να γίνει μέριμνα για αύξηση του διαθέσιμου προϋπολογισμού, καθώς προφανώς η δαπάνη που έχει οριστεί δεν επαρκεί. Ζητούμε την άμεση αύξηση της δημόσιας φαρμακευτικής δαπάνης στα 2,3 δισ. ευρώ ή την έμμεση με πρόβλεψη ειδικού κονδυλίου για την πρόληψη/εμβόλια και με αύξηση της δαπάνης στα νοσοκομεία κατά 200 εκατ. ευρώ, μιας δαπάνης που είναι απόλυτα απαραίτητη και ανεπηρέαστη από άλλους παράγοντες.
Εμείς θα επιμένουμε πως το φάρμακο αποτελεί μέρος της λύσης και όχι το πρόβλημα και θα στηρίζουμε την Πολιτεία προς την ουσιαστική αναβάθμιση του χώρου της Υγείας. Η κυβέρνηση όμως δεν πρέπει να ξεχνά πως ο λόγος που δεν μετουσιώνεται σε πράξεις δεν είναι ποτέ θεραπευτικός, αντιθέτως συντηρεί τη νοσηρότητα και δεν επιτρέπει την ίαση.