Skip to main content

Με όραμα τη Θεσσαλονίκη εμπορικό κέντρο της Ν.Α. Ευρώπης

Στον Γιώργο Χατζηλίδη
[email protected]

Για το όραμά του η Θεσσαλονίκη να αναδειχθεί σε οικονομικό και εμπορικό κέντρο της Νοτιοανατολικής Ευρώπης μιλάει, στη συνέντευξή του στην ειδική έκδοση της «Ν», ο δήμαρχος Θεσσαλονίκης Γιάννης Μπουτάρης. Επιπλέον, ξεχωρίζει τα τρία σημαντικότερα επιτεύγματα της οκταετούς θητείας του στη δημαρχία Θεσσαλονίκης αλλά, παράλληλα, ασκεί και αυτοκριτική αναφερόμενος μάλιστα σε συγκεκριμένους τομείς που υπήρξε υστέρηση στο ίδιο διάστημα. Δηλώνει, επίσης, ότι η χώρα θα ωφεληθεί πολιτικά και οικονομικά από τη Συμφωνία των Πρεσπών με την πΓΔΜ, εκφράζοντας την πεποίθηση ότι ο επιθετικός προσδιορισμός «Βόρεια» που θα εμπεριέχεται στην ονομασία του κράτους, θα επεκταθεί με τα χρόνια και στον προσδιορισμό των πολιτών του. Τέλος, ο κ. Μπουτάρης, ο οποίος στα τέλη Σεπτεμβρίου θα ανακοινώσει αν θα είναι εκ νέου υποψήφιος διεκδικώντας μια τρίτη θητεία, ερμηνεύει τη στήριξη του πρωθυπουργού στο πρόσωπό του εν όψει των αυτοδιοικητικών εκλογών, τοποθετώντας την στο πλαίσιο της ανάγκης συσπείρωσης των προοδευτικών δυνάμεων απέναντι στην έξαρση εθνικιστικών και ακραίων δυνάμεων και οργανώσεων στην πόλη. 

Κάνοντας έναν μικρό απολογισμό των πρώτων δύο θητειών σας, ποια θα λέγατε ότι είναι τα δύο-τρία επιτεύγματα που αφήνουν μία παρακαταθήκη στην πόλη και ποια δύο-τρία πράγματα δεν καταφέρατε να αλλάξετε, σε ποιους δύο-τρεις τομείς διαπιστώνετε υστέρηση στη δημαρχία σας των οκτώ ετών;

«Το πρώτο επίτευγμα, το οποίο δυστυχώς πολλοί παραγνωρίζουν, είναι ότι πετύχαμε την οικονομική εξυγίανση του Δήμου. Το 2011, στις αρχές της οικονομικής κρίσης, παραλάβαμε έναν Δήμο καθημαγμένο από τα χρέη και τα οικονομικά σκάνδαλα, απολύτως ανυπόληπτο στην αγορά. Παρά τη δραματική μείωση του προϋπολογισμού σχεδόν κατά 70%, με χρηστή διαχείριση και σκληρή δουλειά σήμερα έχουμε έναν Δήμο οικονομικά υγιή και με πιστοληπτική αξιοπιστία. Κι αυτό μας δίνει τη δυνατότητα να εκμεταλλευτούμε εναλλακτικά χρηματοδοτικά εργαλεία, για να κάνουμε έργα στην πόλη. Το δεύτερο είναι ασφαλώς ο τουρισμός. Μέχρι πριν από επτά χρόνια, η Θεσσαλονίκη ήταν παντελώς άγνωστη στις ξένες αγορές. Με τη Διπλωματία Πόλεων και τη δουλειά που κάναμε σε όλα τα επίπεδα, βάλαμε την πόλη στον παγκόσμιο τουριστικό χάρτη και πλέον έχουμε υπερτριπλασιάσει τις διανυκτερεύσεις των επισκεπτών, η πλειοψηφία των οποίων έρχεται από το εξωτερικό. Και τρίτον, στηρίξαμε τους πολίτες στην πιο δύσκολη οικονομική συγκυρία, δημιουργώντας για πρώτη φορά ένα πλέγμα κοινωνικών δομών για όλες τις ευάλωτες κοινωνικές ομάδες. Προφανώς, όμως, υπάρχουν και αδυναμίες. Μία από αυτές είναι η καθαριότητα, όπου, παρά την αύξηση της ανακύκλωσης και την αποκατάσταση του στόλου των οχημάτων, δεν καταφέραμε όλα όσα είχαμε προγραμματίσει, όπως, για παράδειγμα, την υπογειοποίηση των κάδων, η οποία έχει δρομολογηθεί με σημαντική καθυστέρηση. Επιπλέον, μολονότι αλλάξαμε τον Οργανισμό Εσωτερικής Υπηρεσίας, δεν πετύχαμε τη διοικητική ανασυγκρότηση που επιδιώκαμε, εξαιτίας της γραφειοκρατίας, της αναχρονιστικής νομοθεσίας, αλλά και της νοοτροπίας κάποιων υπαλλήλων. Καθυστερήσεις είχαμε επίσης στην ανέγερση των σχολικών κτιρίων, ενώ “αγκάθι” παραμένει το κυκλοφοριακό, το οποίο διαχρονικά μας απασχολεί, έστω κι αν εκφεύγει των τυπικών αρμοδιοτήτων μας».

Υπάρχει η κριτική ότι, μετά την αποχώρηση ή την αποστασιοποίηση ιδρυτικών στελεχών της Πρωτοβουλίας, η δημοτική σας ομάδα λειτουργεί πλέον συγκεντρωτικά ή προσωποκεντρικά, κάτι που  -σύμφωνα πάντα με αυτή τη θέση- είχε αρνητικό αποτέλεσμα στην παραγωγή έργου κατά τη δεύτερη θητεία σας. Τι απαντάτε; 

«Ο νόμος ορίζει ότι ο δήμαρχος είναι αυτός που παίρνει τις τελικές αποφάσεις και κρίνεται γι’ αυτές. Αυτό -και να θέλω- δεν μπορώ να το αλλάξω. Ωστόσο, είμαι πάντα ανοιχτός σε ιδέες, προτάσεις και κριτική, ακούω πολύ τους συνεργάτες μου και σε καμία περίπτωση δεν μπορούν να μου προσάπτουν συγκεντρωτισμό. Εκτιμώ ότι η κριτική που ασκείται από τους αποστασιοποιημένους οφείλεται σε προσωπικές φιλοδοξίες. Όμως, όσο κι αν προσπαθούν να βάλουν εμπόδια, εμείς συνεχίζουμε το έργο μας, με βάση το πρόγραμμα της “Πρωτοβουλίας”. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο τρόπος με τον οποίο διαμορφώσαμε το πρόγραμμα της παράταξης αλλά και το “Στρατηγικό Σχέδιο 2030” για την πόλη, συμπεριλαμβάνοντας τις προτάσεις των φορέων της πόλης και της κοινωνίας των πολιτών, είναι ενδεικτικός του πόσο ανοικτοί είμαστε στο διάλογο και του πόσο αποζητούμε την σύνθεση απόψεων».

Μετά την άνανδρη επίθεση εναντίον σας, ο πρωθυπουργός έσπευσε να σας στηρίξει και πολιτικά, στέλνοντας ένα μήνυμα ότι ο Μπουτάρης είναι το πρόσωπο που συμβολίζει την πρόοδο στη μάχη κατά της συντήρησης. Αποδέχεστε αυτόν τον ρόλο; Κρίνετε ότι η μάχη αυτή είναι αναγκαία; Μήπως, αντί για τέτοιου τύπου δίπολα, θα πρέπει να γίνουν προσπάθειες και να σταλούν μηνύματα για την ενότητα των Θεσσαλονικέων;

«Η άνοδος των ακροδεξιών οργανώσεων που έχει επιφέρει και έξαρση της βίας δείχνουν ότι σοβαρές πολιτικές αντιθέσεις είναι υπαρκτές και δεν μπορούμε να τις αγνοούμε. Αυτό σημαίνει ότι οι προοδευτικές δυνάμεις της χώρας είναι αναγκαίο να συσπειρωθούν. Άλλωστε, οι ακραιφνείς εθνικιστές και ακραίοι είναι αυτοί που επιχειρούν να διχάσουν τον κόσμο. Το αν η μάχη με τους κύκλους αυτούς μπορεί να συμβολιστεί στο πρόσωπό μου, αυτό θα το κρίνει ο κόσμος. Το μόνο βέβαιο είναι ότι η απομόνωση των ακραίων στοιχείων από την πολιτική και την κοινωνία είναι κάτι που πρέπει να ενώσει όχι μόνο τους Θεσσαλονικείς, αλλά όλους τους υγιώς σκεπτόμενους Έλληνες. Και αυτό είναι που επιδιώκουμε».

Έχετε ταχθεί με θάρρος και ξεκάθαρα υπέρ της Συμφωνίας των Πρεσπών. Ωστόσο, δεν διαπιστώνετε και εσείς μια μεγάλη αναντιστοιχία με το κοινό αίσθημα, ειδικά εδώ στη Θεσσαλονίκη και τη Βόρεια Ελλάδα; Πώς σχολιάζετε τις ανησυχίες και την κριτική ότι είναι επώδυνες και εθνικά επικίνδυνες παραχωρήσεις η αναγνώριση στην πΓΔΜ «μακεδονικής γλώσσας» και «μακεδονικής εθνότητας/ιθαγένειας»;

«Προσωπικά, κατανοώ τις αντιδράσεις που υπήρξαν, ακόμα κι όταν αυτές εκφράζονται με συλλαλητήρια, με τα οποία έχω επανειλημμένα δηλώσει ότι δεν συμφωνώ. Πιστεύω πως ο περισσότερος κόσμος θέλησε να εκφράσει με αυτόν τον τρόπο το αγνό πατριωτικό του συναίσθημα, αλλά και την αγανάκτησή του για την κρίση και για τα όσα συμβαίνουν στη χώρα τα τελευταία χρόνια. Ωστόσο, επιμένω ότι στο ζήτημα αυτό οι πολίτες είναι ανενημέρωτοι με ευθύνη όλων των πολιτικών ηγεσιών από το 1990 κι έπειτα και δεν έχουν γνώση του πώς και πόσο μπορεί να ωφεληθεί η χώρα πολιτικά και οικονομικά από τη συμφωνία. Σε ό,τι αφορά τη “μακεδονική γλώσσα”, το βουλγαρικής προέλευσης σλαβικό ιδίωμα μιλιέται και αποκαλείται έτσι τους τελευταίους αιώνες. Απλώς η συμφωνία ορίζει ρητά ότι είναι σλαβικής προέλευσης και δεν έχει σχέση με τα ελληνικά. Σχετικά με το δεύτερο ζήτημα θα πρέπει να γίνει ξεκάθαρη στους πολίτες η διαφορά ανάμεσα στην εθνότητα και την ιθαγένεια. Νομίζω πάντως ότι ο επιθετικός προσδιορισμός “Βόρεια” που εμπεριέχεται στην ονομασία του κράτους θα επεκταθεί με τα χρόνια και στον προσδιορισμό των πολιτών του».

Πιστεύετε ότι διατρέχουν κινδύνους οι ελληνικές επιχειρήσεις που έχουν στην επωνυμία ή στα προϊόντα τους τον όρο «Μακεδονία», δεδομένης και της εμπειρίας που είχατε με την Ένωση Οινοπαραγωγών Βορείου Ελλάδος;

«Τα προϊόντα που έχουν κατατεθειμένες τις ενδείξεις γεωγραφικής καταγωγής δεν πρόκειται να έχουν πρόβλημα. Να θυμίσω ότι ως Ένωση Οινοπαραγωγών κερδίσαμε τέτοιου είδους υπόθεση με κρασιά που κυκλοφορούσαν στη Γερμανία. Σε κάθε περίπτωση, η συμφωνία προβλέπει τη συγκρότηση επιτροπής, η οποία θα επιλύσει αυτά τα ζητήματα».

Ποιοι είναι οι βασικοί στόχοι σας για την τρίτη θητεία, εάν τελικά θα είστε υποψήφιος; Ποιο είναι το όραμά σας για τη Θεσσαλονίκη της επόμενης δεκαετίας;

«Ο στόχος μας είναι να συνεχιστούν οι παρεμβάσεις και τα έργα που έχουμε προγραμματίσει στο πλαίσιο του στρατηγικού σχεδίου “Θεσσαλονίκη 2030”. Πολλά από τα έργα αυτά είναι έτοιμα να ξεκινήσουν και θα τα δείτε να δρομολογούνται τους αμέσως επόμενους μήνες. Είναι έργα που εντάσσονται σε ένα ευρύτερο και συναινετικά δομημένο σχεδιασμό. Ενδεικτικά να αναφέρω την ανάπλαση της Πλατείας Ελευθερίας και της Πλατείας Φαναριωτών, τη διαπλάτυνση με ξύλινο deck της παλαιάς παραλίας και τη συνολική αξιοποίηση του παραλιακού μετώπου. Και βέβαια, το διεθνούς εμβέλειας Μουσείο Ολοκαυτώματος, το οποίο θα αποτελέσει νέο τοπόσημο της Θεσσαλονίκης και μαζί με τη δημιουργία του πάρκου μνήμης και του μητροπολιτικού πάρκου θα συμβάλει αποφασιστικά στην αναβάθμιση ενός αδικημένου κομματιού της πόλης. Όραμά μας είναι οι παρεμβάσεις αυτές, σε συνδυασμό με την ενίσχυση των βασικών υποδομών της πόλης (αεροδρόμιο, λιμάνι, μετρό) που πάντοτε επιδιώκαμε, να καταστήσουν και πάλι τη Θεσσαλονίκη οικονομικό και εμπορικό κέντρο της Νοτιοανατολικής Ευρώπης».