Του Άρη Ξενόφου*
Η Ελλάδα αλλάζει σελίδα και η προοπτική ανάπτυξης εδραιώνεται. Η πολιτική βεβαιότητα κυριαρχεί πλέον στην εσωτερική αγορά μετά από μια περίοδο αμφιβολίας το 1ο2ο τρίμηνο του 2019, λόγω των επικείμενων τότε τριών εκλογικών αναμετρήσεων. Η βελτίωση βασικών μακροοικονομικών δεικτών, η αποκατάσταση της εμπιστοσύνης στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα με την πλήρη άρση των περιορισμών διακίνησης κεφαλαίων, οι θετικές αποδόσεις στην αγορά κεφαλαίου και χρήματος με το Χρηματιστήριο Αθηνών να αποστασιοποιείται σε επίπεδο ρίσκου από την συμπεριφορά των κύριων Ευρωπαϊκών Χρηματιστηρίων και την απόδοση του Ελληνικού Ομολόγου να πέφτει σε επίπεδα ρεκόρ της τελευταίας δεκαετίας έρχονται να υπογραμμίσουν το δυναμικό βηματισμό που σταδιακά ανακτά η ελληνική οικονομία.
Σε αυτή την βάση, το ερώτημα που επαγωγικά αναδύεται στην επιφάνεια αφορά το καύσιμο εκείνο που θα αποτελέσει τον καταλύτη για μια βιώσιμη και μεσομακροπρόθεσμη αναπτυξιακή πορεία. Σίγουρα η απάντηση δεν είναι μονοδιάστατη. Πιστεύω όμως ότι σε μια χώρα χωρίς μια σημαντική, σε εύρος και αντικείμενο, βαριά βιομηχανία, με σημαντικές απώλειες ανθρώπινου κεφαλαίου (brain drain) τόσο προς το εξωτερικό όσο και εντός συνόρων (brain waste), λόγω της αδυναμίας των εγχώριων πανεπιστημιακών ιδρυμάτων και των ερευνητικών κέντρων να αξιοποιήσουν στο έπακρο την καινοτομία και την εφευρετικότητα του ελληνικού μυαλού, η προσέλκυση ξένων επενδυτικών κεφαλαίων καθίσταται κυρίαρχη αναζήτηση. Κυρίαρχη γιατί η ενίσχυση της εσωτερικής ρευστότητας (περιορισμένη σήμερα) και η εδραίωση της αναπτυξιακής προοπτικής που συνοδεύουν την προσέλκυση ξένων επενδυτικών κεφαλαίων, διαμορφώνει το υπόβαθρο εκείνο που θα καταστήσει την βιωσιμότητα του χρέους ακόμα ποιο στέρεη και το μίγμα της κυβερνητικής πολιτικής ακόμα πιο αναπτυξιακό.
Σε αυτή την πρόκληση, το ΤΑΙΠΕΔ αναπόφευκτα έρχεται να παίξει ένα κυρίαρχο ρόλο μέσω ενός προγράμματος διαχείρισης και αξιοποίησης της περιουσίας του δημοσίου που αγγίζει υποδομές, ενέργεια και μεγάλη ακίνητη περιουσία και μέσω της σταδιακής μετάλλαξης του από έναν φορέα ιδιωτικοποιήσεων (privatization agency) σε ένα εργαλείο ανάπτυξης. Το ΤΑΙΠΕΔ μέσω μιας συνειδητής αναπτυξιακής επιλογής σχεδιάζει και εκτελεί διαγωνισμούς θέτοντας στους υποψήφιους επενδυτές δύο κυρίαρχους όρους: την εκτέλεση ενός προγράμματος υποχρεωτικών επενδύσεων και την επίτευξη ενός θετικού αποτυπώματος στην κοινωνία.
Χαρακτηριστικά αναφέρω την περίπτωση του ΟΛΠ όπου η δημιουργική συμμετοχή του ΤΑΙΠΕΔ στην τελική διαμόρφωση του master plan βοήθησε, ώστε οι αρχικά προβλεπόμενες υποχρεωτικές επενδύσεις των 350 εκατ. ευρώ να ανέλθουν στο ύψος των 800 εκατ. ευρώ, την περίπτωση των 14 περιφερειακών αεροδρομίων όπου το συνολικό τίμημα της παραχώρησης προσεγγίζει τα 10 δισ. ευρώ, την περίπτωση του ΔΕΣΦΑ όπου το δεκαετές πρόγραμμα ανάπτυξης 2020-2029 προβλέπει επενδύσεις άνω των 525 εκατ. ευρώ. Ακόμη η επέκταση της σύμβασης παραχώρησης του Διεθνούς Αερολιμένα Αθηνών εκτιμάται ότι θα ξεδιπλώσει ένα δεκαετές επενδυτικό πρόγραμμα ύψους περίπου 3 δισ. ευρώ, ενώ στο Βόρειο και Νότιο Αφάντου στην Ρόδο το κατασκευαστικό έργο και το έργο ανάπλασης θα υπερβεί τα 500 εκατ. ευρώ.
Αλλά και στην κοινωνική του διάσταση το ΤΑΙΠΕΔ έχει να επιδείξει μια ανάλογη επίδοση. Ενδεικτικά αναφέρω την πρόβλεψη για ελεύθερη πρόσβαση των κατοίκων της πόλης της Θεσσαλονίκης στους χώρους αναψυχής του Οργανισμού Λιμένος Θεσσαλονίκης, στη μαρίνα της Αρετσούς όπου σύντομα ολοκληρώνεται η σχεδιαστική ωρίμανση της χερσαίας ζώνης, όπως επίσης την θετική παρέμβαση του Ταμείου για την υπογραφή συλλογικών συμβάσεων εργασίας στον ΟΛΠ και στην ΕΕΣΣΤΥ λίγο πριν την ιδιωτικοποίηση της.
Το ΤΑΙΠΕΔ από την ίδρυση του το 2011 μέχρι σήμερα έχει αξιοποιήσει περιουσιακά στοιχεία του Ελληνικού Δημοσίου αξίας 8 δισ. ευρώ με συνολικό πολλαπλασιαστικό όφελος για την οικονομία να υπερβαίνει τα 20 δισ. Η παραπάνω επίδοση, όχι εύκολη στην επίτευξη της, βασίστηκε και συνεχίζει να βασίζεται στην εμπειρία και στη γνώση που έχει συσσωρεύσει το Ταμείο με την πάροδο των χρόνων και σε ένα πλέγμα αρχών που προσδιορίζουν το πλαίσιο διαχείρισης της περιουσίας του δημοσίου. Την αρχή της διαφάνειας μέσω του σχεδιασμού ανοικτών και με σαφήνεια διατυπωμένων διαγωνιστικών κανόνων, την εφαρμογή βέλτιστων αρχών εταιρικής διακυβέρνησης κατά την διαδικασία της έγκρισης του πλειοδότη ενός διαγωνισμού, την παροχή ποιοτικών υπηρεσιών τόσο πριν όσο και μετά την ολοκλήρωση ενός διαγωνισμού, ωριμάζοντας αδειοδοτικά και επιχειρησιακά κάθε περιουσιακό στοιχείο και υποστηρίζοντας τους επενδυτές, ώστε να ξεδιπλώσουν το αναπτυξιακό τους σχεδιασμό με μεγαλύτερη ευκολία και αποτελεσματικότητα λειτουργώντας ως γέφυρα μεταξύ αυτών και των διοικητικών αξιωματούχων του δημοσίου. Δεν είναι τυχαίο εξάλλου ότι το ΤΑΙΠΕΔ το 2018-19 βραβεύτηκε από τέσσερεις διεθνείς εκδοτικούς οίκους (The European, International Investor, International Finance Magazine και European CEO) ως το καλύτερο και πιο διαφανές πρόγραμμα προσέλκυσης ξένων επενδύσεων στην Ευρώπη.
Η Ελλάδα αλλάζει σελίδα και η προοπτική ανάπτυξης εδραιώνεται. Η επιλογή της φράσης μου αυτής στην αρχή της σημερινής μου τοποθέτησης δεν έγινε τυχαία. Υποκρύπτει την αναγνώριση της επίπονης προσπάθεια του παρελθόντος για έξοδο της χώρας από την στενή εποπτεία των θεσμών, αλλά και την ανάγκη για μια νέα δημιουργική επαναξιολόγηση του σχεδιασμού που προηγήθηκε. Μια επαναξιολόγηση που θα προσεγγίσει τη διαχείριση της δημόσιας περιουσίας, είτε πρόκειται για χρηματοπιστωτικές αξίες (συμμετοχή ΕΔ στις τράπεζες), εταιρείες δημοσίου συμφέροντος, ακίνητα και υποδομές, με ένα σφαιρικό και αναγκαία συντονιστικό τρόπο, αξιοποιώντας και διαφυλάσσοντας την εμπειρία του παρελθόντος και θέτοντας το υπόβαθρο που θα επιτρέψει να αναπτυχθούν συνέργειες μεταξύ των φορέων επιφορτισμένων με τις παραπάνω προκλήσεις, να απορροφηθούν κονδύλια Ευρωπαϊκών διαρθρωτικών ταμείων και να προσελκυστούν τα “έξυπνα” επενδυτικά κεφάλαια των διεθνών αγορών (private equities, sovereign funds) που αναζητούν επιδόσεις σε ένα διεθνές περιβάλλον αυξανόμενης αβεβαιότητας και αρνητικών επιτοκίων.