Του Παναγιώτη Παπαδόπουλου,
προέδρου του Βιοτεχνικού Επιμελητηρίου Θεσσαλονίκης
Ο Σεπτέμβριος συνοδεύεται από εξαγγελίες και από μία προσπάθεια να σχηματοποιηθεί το όραμα του επερχόμενου οικονομικού έτους. Η ΔΕΘ είναι παραδοσιακά το ορόσημο αυτής της διαδικασίας, μια ευκαιρία για κυβέρνηση και αντιπολίτευση για να αναπτύξουν τα σχέδιά τους, αλλά και μία ευκαιρία των εκπροσώπων της αγοράς για να θέσουν τα αιτήματα και τις ανησυχίες τους. Στα χρόνια της κρίσης η ελληνική αγορά βιώνει κάθε Σεπτέμβριο τη μέρα της Μαρμότας. Κάθε χρόνο τις ημέρες της Διεθνούς Έκθεσης Θεσσαλονίκης επαναλαμβάνονται τα ίδια προβλήματα, τα οποία μένουν μονίμως άλυτα. Η επωδός για όλες τις λύσεις είναι η λέξη «ανάπτυξη» που επαναλαμβάνεται σχεδόν κενή περιεχομένου.
Για ποια ανάπτυξη, λοιπόν, μιλάμε; Όταν μόνο στη Θεσσαλονίκη, στην οκταετία της κρίσης αναγκάστηκαν να κλείσουν 14.180 βιοτεχνίες, την ώρα που προστέθηκαν μόλις 5.527 νέες επιχειρήσεις.
Η χωρίς τέλος κρίση είναι απόρροια του εφαρμοζόμενου μίγματος δημοσιονομικής πολιτικής, που στηρίζεται σχεδόν αποκλειστικά στην υπερφορολόγηση νοικοκυριών και επιχειρήσεων. Το ύψος των φόρων και των εισφορών που ισχύουν σήμερα στην Ελλάδα, ιδιαίτερα σε σχέση με γειτονικές ανταγωνίστριες χώρες, όπως η Βουλγαρία και η Κύπρος, είναι ένα από τα σημαντικότερα εμπόδια στην αναπτυξιακή προσπάθεια της χώρας. Το πρόβλημα όμως δεν είναι μόνο οι υψηλοί φορολογικοί συντελεστές, αλλά και το ασταθές και πολύπλοκο φορολογικό περιβάλλον, το οποίο αλλάζει διαρκώς, προς το δυσμενέστερο για την επιχειρηματικότητα.
Για να επανέλθουμε σε θετικό ρυθμό ανάπτυξης, χρειάζονται μέτρα – λύσεις και όχι ευχολόγια. Χρειάζονται όχι μόνο περισσότερες, αλλά και πιο δυναμικές επιχειρήσεις, προσανατολισμένες στην εξωστρέφεια και στην παραγωγή ανταγωνιστικών προϊόντων και υπηρεσιών.
Οι περισσότερες ανεπτυγμένες χώρες διαμορφώνουν πολιτικές για να πετύχουν αυτό τον στόχο. Σύμφωνα με έκθεση διεθνούς οίκου συμβούλων επιχειρήσεων σε 50 χώρες, το 30% αυτών που συμμετείχαν σκοπεύει να παραχωρήσει ευρύτερα επιχειρηματικά κίνητρα για να τονώσει τις επενδύσεις, ενώ το 22% σχεδιάζει να υιοθετήσει βελτιωμένα κίνητρα ειδικά στον τομέα της έρευνας και ανάπτυξης.
Η Ελλάδα, δυστυχώς, παρ’ όλο που έχει τη μεγαλύτερη ανάγκη κεφαλαίων, επενδύσεων και επιχειρηματικών πρωτοβουλιών, φαίνεται να κινείται προς την αντίθετη κατεύθυνση.
Υπό αυτές τις συνθήκες, η χώρα έχει ελάχιστες ελπίδες να προσελκύσει νέες επενδύσεις και κεφάλαια. Η λύση για την αντιστροφή της κατάστασης είναι ένα νέο μίγμα δημοσιονομικής πολιτικής, με λιγότερους φόρους και εισφορές σε βάρος της επιχειρηματικότητας και της απασχόλησης, με αποτελεσματικότερο έλεγχο των δαπανών, σε συνδυασμό με περισσότερες μεταρρυθμίσεις στο κράτος και στις αγορές, αλλά και περισσότερα κίνητρα και εργαλεία στήριξης της εξωστρέφειας και της καινοτομίας. Μόνο με αυτό τον τρόπο θα στηριχθούν οι επενδύσεις που χρειάζονται για την επανεκκίνηση της ελληνικής οικονομίας, θα δημιουργηθούν νέες επιχειρήσεις και θέσεις εργασίας.
Σε κάθε περίπτωση, δεν χρησιμεύουν σε τίποτα «δώρα» χωρίς αντίκρισμα, από το βήμα της ΔΕΘ. Δεν αποτελεί πλέον βιώσιμη επιλογή για τη χώρα ένα δημοσιονομικό μίγμα που στηρίζεται αποκλειστικά στη φορολογία και σε μέτρα που πλήττουν την οικονομική δραστηριότητα. Ας αποφασίσουμε τώρα, αν θέλουμε ανάπτυξη ή αν θα συνεχίσουμε να μετράμε λουκέτα και χαμένες θέσεις εργασίας.