Του Μάρκου Ολλανδέζου
Το 2ο εξάμηνο του 2018 βρίσκει την ελληνική παραγωγική φαρμακοβιομηχανία αντιμέτωπη με πολλά ανοικτά μέτωπα: Η πρόσφατη ανατιμολόγηση του Ιουνίου, για μια ακόμη φορά οδήγησε σε νέες μεγάλες μειώσεις στα -κυρίως γενόσημα- φάρμακα των ελληνικών φαρμακοβιομηχανιών, οι τιμές των οποίων δέχονται τεράστια ασύμμετρη πίεση τα τελευταία χρόνια. Οι μοναδικοί στην Ευρώπη στρεβλοί κανόνες τιμολόγησης που επέβαλαν οι Θεσμοί έχουν οδηγήσει σε αδυναμία παραγωγής και σε αναγκαστικές αποσύρσεις εκατοντάδες θεραπευτικά καταξιωμένα φάρμακα που χρησιμοποιούνται ευρέως εδώ και δεκαετίες.
Υποτίθεται ότι η μονομερής συμπίεση των τιμών των γενοσήμων θα οδηγούσε στην αύξηση της χρήσης τους και κατά συνέπεια στη συγκράτηση της δαπάνης. Στην πράξη, τίποτα από αυτά δεν συμβαίνει: Τα μερίδια των γενοσήμων παραμένουν ουσιαστικά καθηλωμένα -στο χαμηλότερο επίπεδο μεταξύ των χωρών της Ευρώπης- και η φαρμακευτική δαπάνη τελικά αυξάνεται, αφού η συνταγογράφηση μετακινείται σε νεότερα ακριβότερα φάρμακα για τις ίδιες ενδείξεις.
Οι πιέσεις δεν σταματούν στην τιμολόγηση, αφού στη συνέχεια, τα αποζημιούμενα φάρμακα υποχρεώνονται σε πρόσθετες υποχρεωτικές επιστροφές rebate και clawback. Σημειώνεται ότι το 2012, οι συνολικές επιστροφές της βιομηχανίας για την εξωνοσοκομειακή αγορά ήταν 298 εκατ. ευρώ, αναλογώντας στο 9,1% της δαπάνης των 3.134 εκατ. ευρώ. Το 2017, με τη δαπάνη μειωμένη στα 2.843 εκατ. ευρώ, οι επιστροφές έφθασαν στα 895 εκατ. ευρώ, δηλαδή στο 31,5%, ενώ το 2018 το σχετικό ποσό αναμένεται να ξεπεράσει το 1 δισ. ευρώ. Εάν δε συνυπολογιστούν και οι επιστροφές της νοσοκομειακής αγοράς το ποσό ξεπερνά τα 1,2 δισ. ευρώ!
Αξίζει να σημειωθεί ότι το rebate ως μέτρο διαθέτει μια σχετική εσωτερική λογική, αφού κάθε εταιρεία επιβαρύνεται ποσοστιαία ανάλογα με τις πωλήσεις της. Το clawback όμως αποτελεί παραλογισμό, αφού διαμορφώνεται από τη υπέρβαση του ορίου του προϋπολογισμού που δημιουργούν οι συνολικές πωλήσεις όλων των εταιρειών. Η υπέρβαση αυτή επιμερίζεται σε όλα τα φάρμακα, ακόμη και στα γενόσημα, που όχι μόνο δεν αυξάνουν τη δαπάνη, αλλά απεναντίας τη μειώνουν, αφού από τη φύση τους υποκαθιστούν ακριβότερες θεραπείες.
Τα ποσά αυτά του rebate και clawback είναι πολύ δύσκολο να εξοφληθούν και από το 2012 συσσωρεύονται χρόνο με τον χρόνο. Οι Θεσμοί πιέζουν για την πλήρη εξόφλησή τους, σφίγγοντας τη θηλιά για τις ελληνικές επιχειρήσεις που δεν διαθέτουν απεριόριστη ρευστότητα και πρόσβαση σε χρηματοδότηση. Η πρόσφατη απόφαση για τη δοσοποίηση των οφειλών υποχρεώνει πολλές επιχειρήσεις να πρέπει να καταβάλουν πάνω από το 50% του τζίρου τους για την αποπληρωμή εκκρεμών οφειλών, ενώ την ίδια στιγμή τα νέα rebate και clawback αυξάνονται ανεξέλεγκτα.
Πριν από δύο χρόνια η κυβέρνηση ανέλαβε την πρωτοβουλία της εκπόνησης ενός επιχειρησιακού σχεδίου για την ενίσχυση της παραγωγής φαρμάκων στη χώρα, αναγνωρίζοντας τη σημαντική αναπτυξιακή δυναμική του κλάδου. Δυστυχώς, σήμερα, ελάχιστες από τις δράσεις του εν λόγω σχεδίου έχουν υλοποιηθεί, ενώ τα μέτρα που έχουν ληφθεί από τότε ανακόπτουν κάθε αναπτυξιακή προσπάθεια της ελληνικής φαρμακοβιομηχανίας, ενός από τους ελάχιστους κλάδους της μεταποίησης με τόσο σημαντική προστιθέμενη αξία σε όρους επενδύσεων, εξαγωγών, απασχόλησης και γενικότερης συνεισφοράς στην εθνική οικονομία.
Έτσι εκτός από τις μονομερείς μειώσεις τιμών και το παράλογο clawback, η νέα νομοθεσία για την αξιολόγηση / αποζημίωση της φαρμακευτικής τεχνολογίας θέτει αδικαιολόγητα εμπόδια, που δημιουργούν καθυστερήσεις και πρόσθετο κόστος για τις ελληνικές φαρμακοβιομηχανίες που αναπτύσσουν με επιτυχία φαρμακευτικά προϊόντα αυξητικής καινοτομίας, διεκδικώντας μερίδια αγοράς στη διεθνή αγορά. Αυτό ισοδυναμεί με αναστολή ερευνητικών και επενδυτικών προγραμμάτων που χρηματοδοτούνται από εθνικούς ή ευρωπαϊκούς πόρους, με παρεμπόδιση των εξαγωγών και απώλεια σημαντικής προστιθέμενης αξίας.
Είναι δεδομένο ότι για να κλείσει επιτέλους ο φαύλος αντιαναπτυξιακός κύκλος στο φάρμακο, θα πρέπει να επανεξεταστούν οι ατελέσφοροι κανόνες της τιμολόγησης, να υπάρξει δικαιότερη κατανομή του clawback, να επιταχυνθεί η υλοποίηση των διαρθρωτικών αλλαγών για τον εξορθολογισμό της συνταγογράφησης και της ασφαλιστικής αποζημίωσης, να διασφαλιστεί η πρόσβαση των ασθενών στην πραγματική καινοτομία. Όλα τα παραπάνω αποτελούν τις ψηφίδες μιας συνολικής φαρμακευτικής πολιτικής με αναπτυξιακό πρόσημο που θα αξιοποιεί τις δυνατότητες και ευκαιρίες της εγχώριας παραγωγής φαρμάκων, προς όφελος του Έλληνα ασθενή, του συστήματος υγείας και της εθνικής οικονομίας.