Της Ευγενίας Δ. Τουλούπη*
Η εμφάνιση του ιού SARS-CoV2 και η πανδημία που προκάλεσε έφεραν αλλαγές σε πολλούς τομείς της ζωής μας. Όλοι επικεντρώθηκαν στην προστασία τους από τον φονικό ιό, αγνοώντας άλλους κινδύνους για την υγεία τους, αναβάλλοντας εξετάσεις, ακόμα και για σοβαρά νοσήματα.
Στον τομέα της παιδιατρικής, ο φόβος των γονιών ότι η επίσκεψη στο ιατρείο μπορεί να εκθέσει τους ίδιους και τα παιδιά τους στον κορονοϊό, καθώς επίσης και η λήψη υγειονομικών μέτρων, συμπεριλαμβανομένου του κλεισίματος των σχολείων, που δημιούργησαν μια πλαστή εντύπωση μεγάλης μείωσης λοιμώξεων, οδήγησαν στην αμέλεια του βασικού εμβολιασμού βρεφών, παιδιών και εφήβων.
Συγκεκριμένα, κατά τη διάρκεια του πρώτου lockdown, την άνοιξη 2020, ο βασικός εμβολιασμός έναντι διφθερίτιδας, αιμοφίλου, πολιομυελίτιδας, πνευμονιόκοκκου, ιλαράς, ερυθράς και παρωτίτιδας μειώθηκε κατά ποσοστό 80% στα βρέφη ηλικίας κάτω των 18 μηνών. Κατά τη διάρκεια του δεύτερου lockdown τον Νοέμβριο 2020 τα ποσοστά εμβολιασμού σε αυτή την ηλικιακή ομάδα μειώθηκαν ακόμα περισσότερο σε ποσοστό 17%20%, ενώ στα παιδιά μεγαλύτερης ηλικίας και στους εφήβους μειώθηκαν κατά 40%. Ακόμα πιο ανησυχητικά είναι τα πρώτα στοιχεία του Φεβρουαρίου 2021, με τους εμβολιασμούς των εφήβων να έχουν φτάσει σε εξαιρετικά χαμηλά, σχεδόν μηδενικά, επίπεδα. Αυτό το φαινόμενο δεν αφορά μόνο τον ελλαδικό χώρο, αλλά τα στοιχεία είναι ανησυχητικά και σε παγκόσμιο επίπεδο, τόσο στην Ε.Ε. όσο και στις ΗΠΑ.
Έχουμε, λοιπόν, οδηγηθεί σε ένα ανησυχητικό εμβολιαστικό «κενό», με αποτέλεσμα την ελάττωση του τείχους προστασίας της κοινότητας (συλλογική ανοσία ή ανοσία αγέλης). Έτσι, είναι υπαρκτός ο κίνδυνος εμφάνισης «παλαιών» και «ξεχασμένων» λοιμωδών νοσημάτων, όπως π.χ. ιλαρά (επανεμφανίστηκε από τον Οκτώβριο του 2016 μετά την εμφάνιση έντονου αντιεμβολιαστικού κινήματος), κοκκύτη, μηνιγγίτιδα κ.λπ. Το πρόβλημα θα είναι μεγαλύτερο για τη μηνιγγίτιδα Β (προκαλείται από το βακτήριο μηνιγγιτιδόκοκκος Β) που ο εμβολιασμός με το αντίστοιχο εμβόλιο είχε φτάσει στο 40% πριν από την πανδημία, η εμφάνιση της οποίας επέφερε μείωση κατά 40%.
Η μηνιγγίτιδα Β είναι μια εξαιρετικά επικίνδυνη νόσος που προσβάλλει χωρίς διακρίσεις βρέφη, νήπια, παιδιά, εφήβους, νεαρούς ενήλικες. Τα αρχικά συμπτώματα της νόσου μοιάζουν με αυτά ενός «κρυολογήματος» που θα υποχωρήσει, αλλά δυστυχώς εξελίσσεται ραγδαία και μπορεί να προκαλέσει μόνιμες αναπηρίες ή και τον θάνατο. Τα βρέφη και τα νήπια (ειδικά τα βρέφη μικρότερα του ενός έτους) αποτελούν ευάλωτη ομάδα και ακολουθούν οι έφηβοι και οι νεαροί ενήλικες.
Μόνο η έγκαιρη έναρξη και ολοκλήρωση του εμβολιασμού των παιδιών που μπορεί να ξεκινήσει από την ηλικία των 2 μηνών και άνω, αποτελεί ουσιαστική πρόληψη, δεδομένου ότι 1 στους 10 ενήλικες είναι ασυμπτωματικός φορέας του βακτηρίου και μπορεί να μεταφέρει τη νόσο με τον βήχα, το φτέρνισμα και το φιλί.
Οι παιδίατροι «κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου» και συστήνουν τον έγκαιρο και πλήρη εμβολιασμό όλων των βρεφών, παιδιών και εφήβων, καθώς και την άμεση αναπλήρωση των εμβολίων που καθυστέρησαν να χορηγηθούν. Προτρέπουν δε τους γονείς να συζητήσουν με τον παιδίατρό τους όλες τις απορίες και να λάβουν επιστημονικά τεκμηριωμένες απαντήσεις που θα βοηθήσουν στη διαμόρφωση της «εμβολιαστικής συνείδησης» στην κοινωνία. Τα εμβόλια προλαμβάνουν 2-3 εκατομμύρια θανάτους παγκοσμίως, είναι ασφαλή, αποτελεσματικά και αποτελούν την ασπίδα προστασίας μας έναντι σοβαρών και δυνητικά θανατηφόρων λοιμώξεων.
* Η κ. Τουλούπη είναι παιδίατρος M.D. Ph.D., διδάκτωρ Ανοσολογίας Ιατρικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών