Παγκοσμίως, πάνω από έξι στους δέκα (66%) καταναλωτές είναι διατεθειμένοι να δαπανήσουν περισσότερα για ένα προϊόν εάν προέρχεται από βιώσιμο εμπορικό σήμα, με το ποσοστό στους Millennials να ενισχύεται ακόμη περισσότερο (αγγίζει το 73% με βάση στοιχεία της Nielsen).
Οι καταναλωτές επιθυμούν από τις εταιρείες, των οποίων τα προϊόντα και τις υπηρεσίες επιλέγουν, να ασκούν αειφορία, ισχυρή ηθική συμπεριφορά και διαφάνεια. Οι καταναλωτές θέλουν να αγοράσουν ένα τίμιο εμπορικό σήμα, καθώς ενδιαφέρονται όλο και περισσότερο για τις ηθικές πρακτικές των μαρκών που αγοράζουν, αναφέρει η έρευνα Global Retail Trends 2018 της KPMG, σύμφωνα με την οποία, οι σημερινοί καταναλωτές έχουν μια καλά αναπτυγμένη αίσθηση του τι είναι αυθεντικό και τι προορίζεται αποκλειστικά για την προώθηση των πωλήσεων. Αυτό έχει οδηγήσει σε αύξηση των καταναλωτών που κάνουν εκτιμήσεις βασισμένες σε αξίες για το τι πρέπει να αγοράσουν και από πού. Αυτοί οι καταναλωτές πιστεύουν ότι οι αγορές τους έχουν αντίκτυπο στον κόσμο. Για παράδειγμα, το ένα τρίτο των καταναλωτών του Ηνωμένου Βασιλείου, υποστηρίζει ότι ανησυχεί πολύ για θέματα σχετικά με την προέλευση των προϊόντων. Σύμφωνα με ένα άλλο παράδειγμα, από τη YouGov και το Project Global Poverty Project, το 74% των ερωτηθέντων απάντησε πως είναι διατεθειμένο να πληρώσει υψηλότερο τίμημα για τα ρούχα του αν υπήρχε εγγύηση ότι οι εργαζόμενοι πληρώνονταν δίκαια και εργάζονταν σε ασφαλείς συνθήκες.
Η καταναλωτική συμπεριφορά αποτυπώνεται και στο ταμείο. Σύμφωνα με την έκθεση του Ethical Consumer Markets 2017, τα ηθικά τρόφιμα και ποτά παρουσίασαν αύξηση πωλήσεων 9,7% σε σχέση με το 2016. Μεταξύ των κατηγοριών με τις καλύτερες επιδόσεις στο Ηνωμένο Βασίλειο, σύμφωνα με σχετικό report του fair trade keswick ήταν το Fair trade αλκοόλ, το οποίο σημείωσε αύξηση όγκου πωλήσεων 29%, αλλά και του παγωτού και των προϊόντων ζαχαροπλαστικής, οι πωλήσεις των οποίων ενισχύθηκαν πάνω από 30%. Τα αποτελέσματα επιβεβαιώσουν τον Paul Rice, διευθύνοντα σύμβουλο του Fair Trade USA, ο οποίος υποστηρίζει πως «μια φορά πίστευαν ότι μια εταιρεία θα μπορούσε να είναι είτε κερδοφόρα είτε βιώσιμη (sustainable), αλλά όχι και τα δύο. Πλέον το μέλλον των επιχειρήσεων είναι ακριβώς το αντίθετο».
Το παγκόσμιο αποτύπωμα
Σύμφωνα με νέα έρευνα της Accenture, τo 63% των καταναλωτών παγκοσμίως προτιμά να αγοράζει αγαθά και υπηρεσίες από εταιρείες που αντιπροσωπεύουν έναν κοινό σκοπό που αντικατοπτρίζει τις προσωπικές τους αξίες και πεποιθήσεις. Η μελέτη της Accenture, η οποία πραγματοποιήθηκε σε δείγμα περίπου 30.000 καταναλωτών από όλο τον κόσμο, διαπίστωσε ότι οι εταιρείες που αντιπροσωπεύουν κάτι σπουδαιότερο από αυτό που πωλούν, ανακοινώνουν το σκοπό τους και αποδεικνύουν ότι η δέσμευσή τους είναι σοβαρή είναι πιο πιθανό να προσελκύσουν καταναλωτές και να επηρεάσουν τις αποφάσεις αγοράς, ενώ βελτιώνουν την ανταγωνιστικότητά τους.
Την ίδια στιγμή 60% των καταναλωτών θέλουν οι εταιρείες να λαμβάνουν θέση σχετικά με τα κοινωνικά, πολιτιστικά, περιβαλλοντικά και πολιτικά ζητήματα. Το 65% δηλώνει ότι οι αποφάσεις αγοράς του επηρεάζονται από τις αξίες και τις ενέργειες των ηγετών μιας εταιρείας. Οι καταναλωτές προσελκύονται από οργανισμούς που έχουν δεσμευτεί να χρησιμοποιούν καλής ποιότητας συστατικά (76%), αντιμετωπίζουν καλά τους εργαζομένους (65%) και πιστεύουν στη μείωση των πλαστικών και τη βελτίωση του περιβάλλοντος (62%).
Επιπλέον, το 62% των καταναλωτών δηλώνουν ότι η τιμή που είναι πρόθυμοι να πληρώσουν εξαρτάται από τις ηθικές αξίες και την αυθεντικότητα της εταιρείας. Τα τρία τέταρτα απαιτούν μεγαλύτερη διαφάνεια ως προς τον τρόπο με τον οποίο οι εταιρείες προμηθεύονται τα προϊόντα τους, εξασφαλίζουν ασφαλείς συνθήκες εργασίας και τη στάση τους σε σημαντικά θέματα όπως οι δοκιμές σε ζώα.
Ο διευθύνων σύμβουλος στρατηγικής της Accenture Kevin Quiring υποστηρίζει πως οι απόψεις των καταναλωτών μπορούν να αλλάξουν την οικονομική τροχιά των εταιρειών. Η δήλωση στηρίζεται στο γεγονός ότι σχεδόν ένας στους δύο καταναλωτές (47%) που συμμετείχαν στην έρευνα δήλωσε πως έχει μποϊκοτάρει μια εταιρεία ως αποτέλεσμα των ενεργειών της. Επίσης, τα δύο τρίτα του δείγματος πιστεύουν ότι οι ενέργειες διαμαρτυρίας (δηλαδή μποϊκοτάζ ή post στα κοινωνικά μέσα) μπορούν να αλλάξουν τον τρόπο με τον οποίο συμπεριφέρονται οι εταιρείες.
Η βιωσιμότητα «πουλάει»
Φυσικά προϊόντα, δίκαιο εμπόριο, οργανικά προϊόντα, όλο και περισσότερα είδη στα καταστήματα περιλαμβάνουν ισχυρισμούς για βιωσιμότητα. Ωστόσο, είναι ζητούμενο τι σημαίνουν όλες αυτές οι αξιώσεις. Η περιγραφή ενός προϊόντος ως «βιώσιμου» θα μπορούσε να σημαίνει ότι, για παράδειγμα, χρησιμοποιεί ανακυκλώσιμη συσκευασία, ή μια ολόκληρη σειρά άλλων πιθανών χαρακτηριστικών. Η κατανόηση του τρόπου και του λόγου για τον οποίο οι απαιτήσεις βιωσιμότητας κερδίζουν δυναμική σε όλες τις κατηγορίες προϊόντων είναι καθοριστικής σημασίας για την κατανόηση του τρόπου και του χρόνου που δίνουν οι καταναλωτές στις βιώσιμες επιλογές.
Στην εποχή μας οι καταναλωτές, σε μικρές και μεγάλες αγορές, έχουν όλο και περισσότερα κίνητρα για να είναι πιο συνειδητοί περιβαλλοντικά ασκώντας εξουσία και εκφράζοντας απόψεις μέσω των προϊόντων που αγοράζουν. Οι αλλαγές αυτές είναι επείγουσες και υπάρχουν πολλά στοιχεία που δείχνουν ότι σε πολλά μέρη του κόσμου, η βιωσιμότητα έχει γίνει ζήτημα ζωής και θανάτου.
Θέματα υγείας όπως το άσθμα έχουν συνδεθεί με την επιδείνωση της ποιότητας του αέρα και των υδάτων που, σε ακραίες περιπτώσεις, οδηγούν στη μειωμένη λειτουργία του εγκεφάλου ακόμη και στον θάνατο. Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας εκτιμά ότι 12,6 εκατ. άνθρωποι πεθαίνουν κάθε χρόνο από περιβαλλοντικούς κινδύνους για την υγεία. Η ρύπανση των υδάτων και της ατμόσφαιρας είναι ψηλά στην ατζέντα των καταναλωτών και σύμφωνα με τη Nielsen το 81% παγκοσμίως αισθάνεται έντονα ότι οι εταιρείες πρέπει να συμβάλλουν στη βελτίωση του περιβάλλοντος. Αυτό το πάθος για την εταιρική κοινωνική ευθύνη μοιράζεται μεταξύ των γενεών. Millennials, Gen Z και Gen X είναι οι πιο υποστηρικτικές γενιές αλλά και οι παλαιότεροι δεν απέχουν πολύ. Οι καταναλωτές σε αναδυόμενες οικονομίες – πολλοί από τους οποίους αντιμετωπίζουν περιβαλλοντικούς κινδύνους στην καθημερινή τους ζωή – δείχνουν υψηλότερες προσδοκίες από τις ανεπτυγμένες χώρες σε ότι αφορά την ανάληψη δράσης.
Αντιμετωπίζοντας την ταχεία αστικοποίηση και την αυξανόμενη ανισότητα μεταξύ των οικονομικών τάξεων, πολλοί άνθρωποι στις αναπτυσσόμενες αγορές βιώνουν την σκληρή πραγματικότητα της ρύπανσης. Ως αποτέλεσμα, η βιωσιμότητα έχει γίνει μια επείγουσα ευκαιρία για τις επιχειρήσεις που μπορούν να επανατοποθετηθούν και να συνδεθούν με τους καταναλωτές σε μέρη του κόσμου όπου συντελούνται σημαντικές αλλαγές.
Οι αναλυτές της Nielsen σημειώνουν πως οι καταναλωτές ενδιαφέρονται για τη βιωσιμότητα. Τονίζουν δε πως δεν υπάρχει αμφιβολία για τους περισσότερους καταναλωτές και εταιρείες, πως η βιωσιμότητα έχει εξελιχθεί από μια λέξη-κλειδί ή τάση σε μια σημαντική επιχειρηματική ευκαιρία. Επίσης σημειώνεται πως οι εταιρείες κάνουν βήματα για να υιοθετήσουν μια πιο ολιστική προσέγγιση διερευνώντας την αλυσίδα αξίας για την κάλυψη των εξελισσόμενων αναγκών των καταναλωτών.
Ο πόλεμος της πλαστικής σακούλας
Η στροφή των καταναλωτών σε πιο ηθικές και οικολογικές πρακτικές αποτυπώνεται και στη μείωση της χρήσης της πλαστικής σακούλας. Ειδικότερα, σύμφωνα με τα στοιχεία της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων που βεβαιώνει το ειδικό περιβαλλοντικό τέλος σε όσους χρησιμοποιούν πλαστική σακούλα, αλλά και παραγόντων της αγοράς, χρησιμοποιήθηκαν 75% λιγότερες πλαστικές σακούλες στα σούπερ μάρκετ από την ημέρα που εφαρμόστηκε το μέτρο. Όπως εκτιμούν τα στελέχη του ΙΕΛΚΑ αν συνεχιστεί αυτός ο ρυθμός κατανάλωσης τότε το 2018 θα διατεθούν περίπου 1,5 δισ. λιγότερες σακούλες σε σχέση με το 2017.
Συγκεκριμένα από την 1η Ιανουαρίου η κατανάλωσή της λεπτής πλαστικής σακούλας έχει υποχωρήσει με αποτέλεσμα η μέση κατά κεφαλήν ετήσια κατανάλωση να εκτιμάται πλέον στις 130-135 λεπτές πλαστικές σακούλες (σ.σ. πριν την εφαρμογή του μέτρου ήταν 400), όταν ο στόχος που έχει θέσει η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι 90 λεπτές πλαστικές σακούλες μεταφοράς κατά κεφαλήν, το αργότερο έως τις 31 Δεκεμβρίου του 2019.
Σημειώνεται πως από τις αρχές του 2019 η πλαστική σακούλα θα κοστολογείται σε 0,09 ευρώ (με ΦΠΑ), από 0,04 ευρώ, που στοιχίζει σήμερα.