Η Τράπεζα της Ελλάδος είναι από τις πρώτες κεντρικές τράπεζες που ασχολήθηκαν ενεργά με το θέμα της κλιματικής αλλαγής, συστήνοντας την Επιτροπή Μελέτης Επιπτώσεων Κλιματικής Αλλαγής (ΕΜΕΚΑ) το 2009.
Όπως εξηγεί στη «N» η Θεοδώρα Αντωνακάκη, επιστημονική γραμματέας της ΕΜΕΚΑ, στόχος ήταν και παραμένει η ανάδειξη των κινδύνων και των ευκαιριών που εκπορεύονται από τη μεταβολή του κλίματος, καθώς οι μελέτες έχουν δείξει πως η κλιματική αλλαγή επηρεάζει σημαντικά την οικονομία και αναδεικνύεται ως βασική παράμετρος στη χάραξη των σχετικών πολιτικών.
Στην ΕΜΕΚΑ, την τελευταία δεκαετία, οικονομολόγοι του περιβάλλοντος και της ενέργειας, σε συνεργασία με κλιματολόγους, φυσικούς, βιολόγους, δασολόγους, γεωπόνους, μηχανικούς, κοινωνικούς επιστήμονες και άλλες ειδικότητες, εκπονούν μελέτες που αξιολογούν τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στην ελληνική οικονομία, αναλύουν τις οικονομικές, κοινωνικές και περιβαλλοντικές συνέπειες της κλιματικής αλλαγής στην Ελλάδα και προτείνουν τρόπους προσαρμογής της ελληνικής οικονομίας σε ένα πλαίσιο βιωσιμότητας.
Η κ. Αντωνακάκη εξηγεί επίσης ότι:
Οι μελέτες της ΕΜΕΚΑ έχουν δείξει πως το κόστος της κλιματικής αλλαγής για την ελληνική οικονομία, δηλαδή το κόστος για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής εάν δεν αντιμετωπιστεί το φαινόμενο σε παγκόσμιο επίπεδο, προβλέπεται ιδιαίτερα υψηλό. Πέρα από τις δράσεις μετριασμού της κλιματικής αλλαγής που αναλαμβάνει η Ελλάδα στο πλαίσιο των ευρωπαϊκών πολιτικών, μπορεί να υπάρξει σημαντικό όφελος και μείωση του κόστους από τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής σχεδόν κατά 30% από τις δράσεις προσαρμογής στην κλιματική αλλαγή, τις δράσεις δηλαδή που θα θωρακίσουν απέναντι στις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής και θα μετριάσουν τις ζημιές.
Η Εθνική Στρατηγική Προσαρμογής στην Κλιματική Αλλαγή, το σχέδιο της οποίας συνέταξε η ΕΜΕΚΑ σε συνεργασία με το υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας και την Ακαδημία Αθηνών, προσδιορίζει αυτές ακριβώς τις δράσεις προσαρμογής, με προτεραιότητα σε πολιτικές που έχουν θετικά αποτελέσματα για την απασχόληση και την ανάπτυξη. Στόχος είναι η προσαρμογή να έχει διπλό όφελος: προστασία από την κλιματική αλλαγή και ενδυνάμωση της οικονομίας της χώρας.
Πέρα από την προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή, χρειάζεται να οριστούν και νέες στρατηγικές ανάπτυξης. Σε αντίστοιχη έκθεση της ΕΜΕΚΑ για τον ελληνικό τουρισμό, επισημαίνεται πως η κλιματική αλλαγή θα επιφέρει ζημιά εάν συνεχιστεί το ίδιο μοντέλο ανάπτυξης και δεν επιδιωχθεί η γεωγραφική και εποχική αποκέντρωση του τουριστικού προϊόντος, κάτι που μπορεί να έχει σημαντικά οφέλη, καθώς κατά την άνοιξη και το φθινόπωρο οι κλιματικές συνθήκες αναμένεται να βελτιωθούν σημαντικά.
Επιπλέον, αναγνωρίζοντας τη σημασία της κλιματικής αλλαγής για την άσκηση της οικονομικής πολιτικής, η τελευταία έκδοση της ΕΜΕΚΑ «The economics of climate change», παρέχει μια ολοκληρωμένη ανασκόπηση των εξελίξεων των οικονομικών της κλιματικής αλλαγής και εστιάζει στο σχεδιασμό της οικονομικής πολιτικής για τον έλεγχο της κλιματικής εξωτερικότητας (δηλαδή των αρνητικών εξωτερικών επιπτώσεων της ανάπτυξης στην παγκόσμια ευημερία, όταν, για παράδειγμα, αυτή βασίζεται σε βλαπτικές για το παγκόσμιο περιβάλλον διαδικασίες, όπως οι εκπομπές θερμοκηπικών αερίων). Στην περίπτωση αυτή, πολιτικές μετριασμού της κλιματικής αλλαγής, όπως για παράδειγμα ο φόρος επί των εκπομπών του διοξειδίου του άνθρακα ή τα συστήματα εμπορίας εκπομπών, επιχειρούν να διορθώσουν αυτές τις αστοχίες και να βοηθήσουν τη μετάβαση σε μία οικονομία χαμηλών εκπομπών. Η έρευνα της ΕΜΕΚΑ θέτει επίσης τα θεμέλια για τη μελέτη της νομισματικής πολιτικής υπό συνθήκες υπερθέρμανσης του πλανήτη και για τη διερεύνηση του ρόλου των κεντρικών τραπεζών και των εποπτικών αρχών.
Σε αυτό το πλαίσιο, η Τράπεζα της Ελλάδος συμμετέχει στο Δίκτυο Κεντρικών Τραπεζών και Εποπτικών Αρχών για ένα Πράσινο Χρηματοοικονομικό Σύστημα (Network of Central Banks and Supervisors for Greening the Financial System – NGFS). Το NGFS είναι ένα δίκτυο κεντρικών τραπεζών και εποπτικών αρχών που έχει συσταθεί με σκοπό την ενίσχυση της παγκόσμιας προσπάθειας για την επίτευξη των στόχων της Συμφωνίας του Παρισιού και την ενδυνάμωση του ρόλου του χρηματοοικονομικού συστήματος στον αγώνα για τη βιώσιμη ανάπτυξη. Το NGFS αποσκοπεί στην ανταλλαγή εμπειρίας και βέλτιστων πρακτικών, τη συνεισφορά στη διαχείριση κλιματικών και περιβαλλοντικών κινδύνων για τον χρηματοοικονομικό τομέα και την προώθηση της χρηματοδότησης για τη μετάβαση σε μία βιώσιμη οικονομία.
Παράλληλα, η Τράπεζα της Ελλάδος στηρίζει και υιοθετεί τις Αρχές Υπεύθυνης Τραπεζικής που έχει θέσει σε διαβούλευση το UNEP FI (United Nations Environment Programme Finance Initiative). Οι Αρχές Υπεύθυνης Τραπεζικής φιλοδοξούν να καθορίσουν το ρόλο και τις ευθύνες του τραπεζικού τομέα στη διαμόρφωση ενός βιώσιμου μέλλοντος, ενώ οι τράπεζες που θα υπογράψουν τις Αρχές δεσμεύονται να ευθυγραμμίσουν τις εργασίες τους με τους στόχους της παγκόσμιας κοινότητας και να δημιουργήσουν αξία για την κοινωνία. Μεταξύ άλλων, οι Αρχές προσδιορίζουν τα κριτήρια για την υπεύθυνη και αειφόρο τραπεζική μέσα από την ολιστική εκτίμηση των κινδύνων και των ευκαιριών που πηγάζουν από τις δραστηριότητες των τραπεζών. Επίσης, οι Αρχές ενθαρρύνουν τις τράπεζες να ελέγχουν και να υπολογίζουν την επίδραση των χρηματοδοτήσεών τους και να δημοσιοποιούν τον αντίκτυπό τους, θετικό ή αρνητικό, στην κοινωνία και το περιβάλλον.
Τέλος, η Τράπεζα της Ελλάδος, μέσα και από τις δράσεις της ΕΜΕΚΑ, στηρίζει την ευαισθητοποίηση του κοινού και την εκπαίδευση για τα θέματα της κλιματικής αλλαγής. Σε αυτό το πλαίσιο, υπέγραψε πρόσφατα μνημόνιο συνεργασίας με το Μουσείο Γουλανδρή Φυσικής Ιστορίας (ΜΓΦΙ), για το σχεδιασμό και την πραγματοποίηση μεγάλου εκπαιδευτικού προγράμματος, διάρκειας τριών ετών (2019-20-21), βασισμένου στις έρευνες της ΕΜΕΚΑ. Στόχος της συνεργασίας είναι αφενός η ενημέρωση και η προετοιμασία της νέας γενιάς για την κλιματική αλλαγή και τις επιπτώσεις της και αφετέρου η εξοικείωση με τη δράση για την αντιμετώπισή της, μέσα από τα εκπαιδευτικά προγράμματα για μαθητές και οικογένειες του ΜΓΦΙ.