Του Ανδρέα Ξανθού
Τα τελευταία χρόνια σε επίπεδο Υπουργών Υγείας στην Ευρώπη, είχαμε πολλές φορές την ευκαιρία ενός συστηματικού διαλόγου αναφορικά με την ισότιμη πρόσβαση των ασθενών στην φαρμακευτική καινοτομία, σε προσιτές τομές και με βιώσιμο τρόπο για τα συστήματα υγείας. Διεθνείς οργανισμοί, όπως ο ΠΟΥ και ο ΟΟΣΑ, υπογραμμίζουν τη σημασία της καθολικής κάλυψης και της ισότητας στην Υγεία, ως κρίσιμων δεικτών δίκαιης ανάπτυξης και κοινωνικής ευημερίας.
Παρά τις επισημάνσεις και κοινές διαπιστώσεις όμως και παρά τα πολύ χρήσιμα και θαρραλέα συμπεράσματα του Συμβουλίου Υπουργών στη διάρκεια της Ολλανδικής Προεδρίας το 2016, δεν υπήρξε η αναμενόμενη πρόοδος ούτε οι απαραίτητες πολιτικές πρωτοβουλίες αναδιαμόρφωσης του ανίσχυρου και αναποτελεσματικού ευρωπαϊκού πλαισίου για το φάρμακο. Είναι γνωστές οι εγγενείς αντιστάσεις σε κάθε προσπάθεια αναβάθμισης του ρόλου των ευρωπαϊκών οργάνων στη χάραξη κοινής φαρμακευτικής πολιτικής, αλλά είναι αδήριτη ανάγκη να κινηθούμε ταχύτερα και πιο αποφασιστικά, αναζητώντας μια νέα ισορροπία ανάμεσα στα κράτη-μέλη και τις ανάγκες των ασθενών από τη μια, και στη φαρμακοβιομηχανία από την άλλη.
Η πρώιμη πρόσβαση σε νέα, καινοτόμα φαρμακευτικά προϊόντα, η πρόσβαση σε «ορφανά» φάρμακα και η συμμετοχή σε κλινικές δοκιμές συνιστούν σημαντικές πτυχές του ζητήματος που συζητάμε. Στην Ελλάδα, παρά τους δημοσιονομικούς περιορισμούς και τα μέτρα λιτότητας, δίνουμε προτεραιότητα και έχουμε διασφαλίσει την ευχερή πρόσβαση των ασθενών στις νέες θεραπείες και στα φάρμακα υψηλού κόστους (ΦΥΚ), σύμφωνα με τα ευρωπαϊκά ρυθμιστικά πρότυπα και τις οδηγίες του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Φαρμάκων (EMA). Η προσπάθεια διευκόλυνσης των κλινικών μελετών στη χώρα μας, πέρα από σκοπούς ερευνητικούς και αναπτυξιακούς, υπηρετεί και μια στρατηγική πρώιμης πρόσβασης επιλεγμένων ασθενών σε σύγχρονες θεραπείες που δεν επιβαρύνουν οικονομικά το σύστημα υγείας.
Σε κάθε περίπτωση, η έμφαση δίνεται σε διαρθρωτικές αλλαγές που διασφαλίζουν την αξιόπιστη κλινική αξιολόγηση της προστιθέμενης θεραπευτικής αξίας των νέων φαρμάκων, τη διαπραγμάτευση βιώσιμων τιμών αποζημίωσής τους και την ορθολογική συνταγογράφηση μέσω θεραπευτικών πρωτοκόλλων και μητρώων ασθενών. Μόνο έτσι μπορεί να δημιουργηθεί ο απαραίτητος «δημοσιονομικός χώρος» για την πραγματική καινοτομία, την τεκμηριωμένη και αποτελεσματική ιατρική φροντίδα. Ωστόσο, θα θέλαμε να υπογραμμίσουμε πως η απάντηση στην πρόκληση της φαρμακευτικής καινοτομίας δεν μπορεί να δοθεί μόνο σε εθνικό επίπεδο και πως οι εθνικές προσπάθειες δεν μπορούν να υποκαταστήσουν την ανάγκη συνεργασίας σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
Η καθολική και ισότιμη πρόσβαση των Ευρωπαίων πολιτών στα αναγκαία φάρμακα προϋποθέτει:
- Διαφάνεια στα κόστη έρευνας και ανάπτυξης.
- Συστηματική και συνεχή καταγραφή δεδομένων (real world data) και ανταλλαγή πληροφοριών που αφορούν την ασφάλεια και την αποτελεσματικότητα ενός φαρμάκου.
- Κοινές αξιολογήσεις των νέων φαρμακευτικών προϊόντων.
- Ενίσχυση της διαπραγματευτικής ικανότητας και ισχύος των μεμονωμένων χωρών, μέσα από διακρατικές συμμαχίες όπως η Valetta και η Beneluxa, για την επίτευξη «δίκαιων» τιμών αποζημίωσης.
- Πολιτικές πρωτοβουλίες όπως το ψήφισμα που προτείνει η Ιταλία στο πλαίσιο της 72ης Γενικής Συνέλευσης του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας, αναφορικά με την ενίσχυση της διαφάνειας στις αγορές φαρμάκων, εμβολίων και τεχνολογιών υγείας.
- Μια Ευρώπη περισσότερο κοινωνική, αλληλέγγυα και δημοκρατική, ικανή να δίνει αποτελεσματικές λύσεις στα κοινά προβλήματα όπως η προστασία της Δημόσιας Υγείας και η οικονομικά προσιτή πρόσβαση στα φάρμακα.
Η υιοθέτηση ενός τέτοιου πλαισίου απαιτεί μεγαλύτερη πολιτική ευθύνη, τόλμη και αποφασιστικότητα από όλους μας.