Του Δημήτρη Τζανακόπουλου,
βουλευτή ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ Α’ Αθήνας
Η ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΗ ότι η χώρα αντιμετωπίζει «θέμα δημοκρατίας» κατά την περίοδο διακυβέρνησης Μητσοτάκη δεν είναι καινούργια. Από την περίοδο, τρία χρόνια πριν, της νομοθέτησης του λεγόμενου επιτελικού κράτους με την υπερσυγκέντρωση εξουσιών και αρμοδιοτήτων στο πρόσωπο του Κυριάκου Μητσοτάκη, με την υπαγωγή σε αυτόν τον ίδιο τόσο της ΕΡΤ και του ΑΠΕ όσο και της ΕΥΠ, η κριτική αυτή ήταν στην ημερήσια διάταξη του συνόλου της προοδευτικής αντιπολίτευσης.
ΟΙ ΕΥΛΟΓΕΣ ανησυχίες όλων έχουν τελικά επιβεβαιωθεί με τον χειρότερο και πιο κατηγορηματικό τρόπο και δεν αφορούν μόνο τη λειτουργία της κυβέρνησης, αλλά του συνόλου του κρατικού μηχανισμού. Από την προπαγανδιστική λειτουργία των κρατικών και ιδιωτικών μέσων ενημέρωσης, μέχρι τις προγραφές στη δημόσια διοίκηση, από την ανεξέλεγκτη λειτουργία των κατασταλτικών μηχανισμών μέχρι τις θεσμικές παρεμβάσεις περιορισμού των δημοκρατικών ελευθεριών και από την επιχείρηση συγκάλυψης του σκανδάλου Λιγνάδη, που τελικά αποφυλακίστηκε, μέχρι την απαξίωση των ελεγκτικών μηχανισμών είναι προφανής η επιχείρηση από τη μεριά του πρωθυπουργού και των συνεργατών του να ελέγξουν ασφυκτικά το σύνολο της δημόσιας ζωής.
ΚΑΜΙΑ κοινωνική κίνηση, καμία θεσμική λειτουργία, κανένας ανεξάρτητος έλεγχος δεν επιτρέπεται εφόσον αντιβαίνουν στους ιδιοτελείς σχεδιασμούς του Κυριάκου Μητσοτάκη. Δεν είναι καθόλου τυχαίο εξάλλου που σε διεθνή μέσα ενημέρωσης αλλά και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου η Ελλάδα και το καθεστώς Μητσοτάκη φιγουράρουν δίπλα στην Πολωνία ή την Ουγγαρία του Βίκτορ Όρμπαν.
Η ΥΠΟΘΕΣΗ ωστόσο των υποκλοπών είναι αυτή που αποκάλυψε ακόμη και σε όσους αρνούνταν να δουν την πραγματικότητα, καλοπροαίρετα ή ιδιοτελώς, ασχέτως αν δημοσίως το παραδέχονται, το μέγεθος της ζημιάς που έχει προκαλέσει ο Κυριάκος Μητσοτάκης στους δημοκρατικούς και δικαιοκρατικούς θεσμούς. Η παρακολούθηση ενός πολιτικού αντιπάλου της κυβέρνησης από τις μυστικές υπηρεσίες μιας δημοκρατικής χώρας θα ήταν αυτομάτως λόγος παραίτησης της κυβέρνησης.
ΑΛΛΑ ΕΔΩ, στην Ελλάδα του 2022, ο πρωθυπουργός όχι μόνο δεν παραιτήθηκε, όχι μόνο δεν ανέλαβε την πολιτική ευθύνη, όχι μόνο επιχείρησε να τη μεταθέσει σε πρόσωπα που δεν υπάγονται άμεσα στον κοινοβουλευτικό έλεγχο όπως ο διοικητής της ΕΥΠ ή ακόμα και ο πρώην γ.γ. του πρωθυπουργού, αλλά ενορχηστρώνει ένα ακόμα μεγαλύτερο δίδυμο σκάνδαλο, το σκάνδαλο της συγκάλυψης. Στην προσπάθειά του να καλύψει ευθύνες, να αποσιωπήσει γεγονότα και να εξαφανίσει στοιχεία, ο πρωθυπουργός της χώρας δεν διστάζει να βάλει μια πραγματική βόμβα στα θεμέλια του πολιτεύματος. Κατά τους δύο τελευταίους μήνες, η ευθεία παραβίαση του Συντάγματος έγινε ο κανόνας στη λειτουργία τόσο των κοινοβουλευτικών θεσμών όσο και της ανεξάρτητης αρμόδιας ελεγκτικής αρχής για τη διασφάλιση του απορρήτου των επικοινωνιών.
ΚΑΤΑ ΤΗ διάρκεια των συνεδριάσεων της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας, αλλά κυρίως της Εξεταστικής Επιτροπής, που αποτελεί την ανώτατη μορφή άσκησης κοινοβουλευτικού ελέγχου, γίναμε μάρτυρες μιας ακραίας, σχεδόν γκροτέσκας και σίγουρα ξεδιάντροπης προσπάθειας να μη μάθουμε απολύτως τίποτα για το θέμα των παρακολουθήσεων του Νίκου Ανδρουλάκη, του Θανάση Κουκάκη, του Χρήστου Σπίρτζη και ενδεχομένως και άλλων πολιτικών προσώπων. Και αναρωτιέται κανείς από πού να αρχίσει και πού να τελειώσει.
ΜΕ ΑΠΟΦΑΣΗ της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας απορρίφθηκαν όλοι οι κρίσιμοι μάρτυρες που πρότεινε η αντιπολίτευση, με αποτέλεσμα να μην κληθεί κανένα πολιτικό πρόσωπο, ούτε καν ο παραιτηθείς λόγω των υποκλοπών κ. Δημητριάδης, κανένας από τους επιχειρηματίες που εμπλέκονται με την εταιρεία που εμπορεύεται το κακόβουλο λογισμικό predator, κανένας από τους αρμόδιους υπαλλήλους που υπέγραψαν τις επίμαχες αιτήσεις, ούτε καν η αρμόδια εισαγγελέας κ. Βλάχου, αλλά ούτε και το θύμα της πρώτης αποδεδειγμένης και παραδεδεγμένης από την κυβέρνηση υποκλοπής, ο δημοσιογράφος Θανάσης Κουκάκης.
ΤΑΥΤΟΧΡΟΝΑ, ακόμα και σε όσους μάρτυρες προσήλθαν η συμπολίτευση προσέφερε κάθε δυνατή κάλυψη αποδεχόμενη το αντιτάξιμο του «απορρήτου» ενώπιον της επιτροπής, πράγμα που οδήγησε τελικά σε ουσιαστική άρνηση μαρτυρίας τόσο από τον κ. Κοντολέοντα όσο και από τον κ. Δεμίρη, ο οποίος, σαν να μην έφταναν όλα αυτά, αρνήθηκε επιπλέον να αποστείλει κάθε έγγραφο που του ζητήθηκε από την επιτροπή. Ταυτόχρονα, εκτός Κοινοβουλίου συντελούνταν μια παράλληλη κίνηση καταστροφής στοιχείων και απομάκρυνσης υπαλλήλων που σχετίζονταν με την υπόθεση, αλλά και η «άρνηση συνεργασίας» της ΕΥΠ με την ελεγκτική της αρχή, όπως χαρακτήρισε τη στάση του κ. Δεμίρη, νυν διοικητή, ο ίδιος ο πρόεδρος της Αρχής Διασφάλισης του Απορρήτου των επικοινωνιών και πρώην αντιπρόεδρος του ΣτΕ κ. Ράμμος.
ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ τυχαίο μετά από όλα αυτά ότι το σύνολο του νομικού κόσμου, ανεξαρτήτως πολιτικής προέλευσης, μεταξύ άλλων οι καθηγητές Βενιζέλος, Δρόσος, Κοντιάδης, Σταθόπουλος, Αλιβιζάτος, με μοναδική ίσως εξαίρεση τον κ. Γεραπετρίτη, μιλούν όχι απλώς για ολισθήματα αλλά για ευθεία παραβίαση του Συντάγματος. Οι πάντοτε όμως πρόθυμοι δημοσιογράφοι, επιφυλλιδογράφοι και γενικώς δημοσιολογούντες έχουν ήδη εκδώσει την ετυμηγορία τους: «Τίποτα από όλα αυτά δεν αφορά τον κόσμο. Η υπόθεση των υποκλοπών τελείωσε». Μένει να δούμε αν θα επιβεβαιωθούν. Εμείς θα κάνουμε ό,τι μπορούμε για να τους διαψεύσουμε.