Του Άγγελου Χρυσόγελου,
Αναπληρωτή καθηγητή Διεθνών Σχέσεων στο London Metropolitan University
ΣΤΗΝ ΑΥΓΗ της εποχής της μοντέρνας πολιτικής, στην Αγγλία του 18ου αιώνα, όταν αντίπαλες ομάδες αριστοκρατών διεκδικούσαν τη νομή της κρατικής εξουσίας, οι σχολιαστές συνήθιζαν να μιλούν για δυο παρατάξεις: αυτήν της «αυλής» (court) και αυτήν της «χώρας» (country). Με αυτούς τους όρους ήθελαν να καταδείξουν ότι οι ουσιαστικές ιδεολογικές διαφορές μεταξύ των δυο αντίπαλων ομάδων της εποχής, των περίφημων Τόρις και Γουίγκς, ήταν πολύ μικρές. Αντίθετα, η ουσιαστική διαφορά αφορούσε το ποια από τις δύο είχε πρόσβαση στην εξουσία, στην «αυλή» του βασιλιά, και ποια ήταν καταδικασμένη στη θέση της αντιπολίτευσης, της «χώρας», όπου το μόνο που έκανε ήταν να εκτοξεύει κατηγορίες για διαφθορά των κυβερνώντων. Τα δύο κόμματα φυσικά αντάλλαζαν ρόλους όταν, για διαφόρους λόγους, μετακινούνταν από την αντιπολίτευση στην εξουσία και το ανάποδο. Μόνο ιδεολογικό άλλοθι του ανταγωνισμού τους ήταν αναφορές σε εμφύλιους πολέμους προηγούμενων αιώνων, με τη μια πλευρά να κατηγορεί την άλλη εξίσου ως κρυφο-καθολική και πράκτορα ξένων δυνάμεων.
ΜΠΟΡΕΙ αυτό το σχήμα μιας μη ιδεολογικής αντιπαράθεσης μεταξύ αυτών που έχουν εξουσία και αυτών που τη διεκδικούν, μεταξύ μιας παράταξης ταυτισμένης με την «αυλή» του κρατικού μηχανισμού, των μεγάλων οικονομικών συμφερόντων και των κυρίαρχων ιδεολογικών και επιστημονικών ελίτ, και μιας παράταξης που απλώς υπάρχει για να εκφράζει τη δυσαρέσκεια της «χώρας», χωρίς να κομίζει κάποια άλλη διακριτή προγραμματική και ιδεολογική πρόταση, να περιγράψει τα αδιέξοδα της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας στην Ευρώπη σήμερα; Αυτό φαίνεται ένα παράξενο επιχείρημα μερικές μόλις ημέρες μετά τον θρίαμβο της Τζόρτζια Μελόνι στις ιταλικές εκλογές, που έχει θρέψει ξανά τη συζήτηση περί ανόδου της ακροδεξιάς.
ΜΙΑ ΠΙΟ ΠΡΟΣΕΚΤΙΚΗ ανάλυση της περίπτωσης της Ιταλίας όμως δείχνει ότι τα πράγματα είναι λίγο διαφορετικά. Η νίκη της Μελόνι δεν είναι στην πραγματικότητα τίποτα άλλο από την επανάληψη ενός κύκλου που ξεκινά πάντα με την εκρηκτική άνοδο ενός λαϊκιστικού κόμματος, που αυτοπαρουσιάζεται ως η μόνη πραγματική αντιπολίτευση, απέναντι σε ένα καρτέλ πολιτικών, τεχνοκρατικών και οικονομικών ελίτ (την «αυλή»), θριαμβεύει σε μια εκλογική αναμέτρηση, κερδίζει πρόσβαση στην εξουσία και τελικά απορροφάται απ’ αυτή, αφήνοντας χώρο για τον επόμενο λαϊκιστή να εκφράσει τη δυσαρέσκεια της «χώρας» με το σύστημα. Η ιστορία της Ιταλίας τα τελευταία 30 χρόνια δεν είναι τίποτα άλλο από επανάληψη αυτού του κύκλου μετατροπής των λαϊκιστών του χθες σε συστημικούς του σήμερα και ανάδυσης νέων λαϊκιστών στη θέση τους, από τον Μπερλουσκόνι στον Γκρίλο, και από τον Σαλβίνι στη Μελόνι.
ΠΕΡΑ από τη συζήτηση περί ακροδεξιάς, η νίκη της Μελόνι μπορεί εύκολα να εξηγηθεί με βάση το απλούστατο γεγονός ότι το κόμμα της ήταν το μοναδικό που δεν στήριξε την υπερκομματική και τεχνοκρατική κυβέρνηση Ντράγκι που σχηματίστηκε, με συμμετοχή και των «λαϊκιστών» των Πέντε Αστέρων και του Σαλβίνι, με σκοπό τη διαχείριση του πακτωλού χρημάτων του Ταμείου Ανάκαμψης της Ε.Ε. Η Μελόνι κέρδισε με τον ίδιο τρόπο που θριάμβευσαν τα Πέντε Αστέρια στις εκλογές του 2013 ως η μοναδική αντιπολίτευση απέναντι στη συγκυβέρνηση υπό τον Μάριο Μόντι, που είχαν επιβάλει πραξικοπηματικά Βερολίνο και Βρυξέλλες στο απόγειο της κρίσης της Ευρωζώνης, και ο Σαλβίνι στις εκλογές του 2018, ως το μοναδικό κόμμα της αντιπολίτευσης που είχε σκληρή και διακριτή στάση στο μεταναστευτικό, στο οποίο η Ιταλία είχε αφεθεί μόνη από την υπόλοιπη Ευρώπη. Από αυτήν την οπτική, δεν υπάρχει μεγαλύτερος σπόνσορας του λαϊκισμού στην Ιταλία από την ίδια την Ε.Ε.
ΟΠΩΣ και οι Μπερλουσκόνι, Γκρίλο και Σαλβίνι πριν από αυτήν, η Μελόνι δεν δείχνει να έχει πρόβλημα να αποδεχτεί τους όρους που της θέτουν οι εσωτερικοί και εξωτερικοί επικυρίαρχοι της Ιταλίας. Όπως και ο θεωρούμενος «λαϊκιστικός» συνασπισμός Πέντε Αστεριών-Λέγκας το 2018 είχε διορίσει τεχνοκράτη πρωθυπουργού (Κόντε) και σειρά υπουργών και στη συνέχεια στήριξε τον Ντράγκι, και η Μελόνι αναμένεται να στραφεί στη στρατιά οικονομολόγων, καθηγητών και στελεχών τραπεζικών ομίλων και διεθνών οργανισμών που διαθέτει η Ιταλία για να στελεχώσει την κυβέρνησή της. Στο μεγάλο θέμα της εποχής μας, τον πόλεμο της Ουκρανίας, η Μελόνι έχει πάρει θέση υπέρ του Κιέβου, διαψεύδοντας έτσι το στερεότυπο ότι όλοι οι ακροδεξιοί λαϊκιστές είναι φιλορώσοι. Και στην οικονομία, η πίεση των αγορών στο ιταλικό χρέος και ο πειρασμός της πρόσβασης στα δις του Ταμείου Ανάκαμψης θα είναι αρκετός προκειμένου η κυβέρνησή της να μην κάνει απερίσκεπτες ενέργειες. Με βάση τα παραπάνω, το μόνο ερώτημα είναι απλά ποιος θα είναι «η επόμενη Μελόνι» σε μερικά χρόνια από τώρα.
ΤΟ ΜΟΝΑΔΙΚΟ πράγμα που προσφέρει πλέον μια ιδεολογική επίφαση σε αυτό το κυνικό γαϊτανάκι εναλλαγής μεταξύ κομμάτων που μοναδικό λόγο ύπαρξης έχουν να εκφράζουν τα συμφέροντα του πολιτικοοικονομικού και ιδεολογικού συμπλέγματος της «αυλής» -το Δημοκρατικό Κόμμα της Ιταλίας, το συνονόματό του στις ΗΠΑ, η παράταξη Μακρόν στη Γαλλία κ.ά.- και αδίστακτων αντισυστημικών που εκμεταλλεύονται τη δυσαρέσκεια της «χώρας» για να κερδίσουν πρόσβαση στην εξουσία, είναι ιστορικές αναφορές σε περιόδους που απέχουν από την εποχή μας σχεδόν έναν αιώνα και αλληλοκατηγορίες για το ποιος είναι πράκτορας του Πούτιν ή του Σόρος. Ακόμα και σε αυτό, η δημοκρατία στην Ευρώπη του σήμερα θυμίζει σε πολλά την Αγγλία του 18ου αιώνα, την εποχή που η πολιτική ήταν μια θεατρική σκηνή στην οποία πρόσβαση είχαν οι λίγοι, ενώ οι πολλοί ήταν περιορισμένοι στον ρόλο του αμέτοχου θεατή.