Του Δρ. Κώστα Ανδριοσόπουλου,
προέδρου της Επιτροπής Ενέργειας στο Ελληνοαμερικανικό Εμπορικό Επιμελητήριο, καθηγητή Χρηματοοικονομικών & Ενεργειακής Οικονομίας στο Audencia Business School, διευθύνοντος συμβούλου στην Akuo Energy Greece
Η ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΗ κρίση έφερε πάλι στο προσκήνιο τη σημασία της ενεργειακής ασφάλειας, θέτοντας στο παρασκήνιο τα άλλα δύο στοιχεία της ενεργειακής «τριάδας», την αειφορία και την οικονομικότητα. ΚΑΘΏΣ η Ευρώπη είναι αναγκασμένη να συνεχίσει στο εξής δίχως το μεγαλύτερο μέρος των προμηθειών ρωσικού αερίου, η προσπάθεια επικεντρώνεται στην εξασφάλιση επαρκών ποσοτήτων, με μεγάλο, προφανώς, οικονομικό κόστος για να αντεπεξέλθει στον δύσκολο χειμώνα που έρχεται.
ΕΝΤΟΥΤΟΙΣ, τα κράτη-μέλη και η Κομισιόν ασχολούνται ήδη ενεργά και με το τιμολογιακό σκέλος. Ήδη δρομολογείται παρέμβαση από τις Βρυξέλλες για έναν μηχανισμό που θα εφαρμοστεί στους επόμενους μήνες και θα αποκλιμακώσει τις τελικές τιμές για τους καταναλωτές, ενώ μακροπρόθεσμα η Ε.Ε. στρέφεται ολοένα και περισσότερο προς μια αλλαγή του ίδιου του μοντέλου της αγοράς, ώστε το αέριο να μην καθορίζει τόσο απόλυτα τις τιμές του ηλεκτρισμού. Στόχος είναι να ελαχιστοποιηθεί η απόλυτη εξάρτηση της τιμολόγησης αερίου και ηλεκτρισμού από το συμβόλαιο TTF, το οποίο δεν αντανακλά το πραγματικό κόστος των εισαγωγών αερίου μέσω αγωγών, αλλά ούτε και του LNG στην Ευρώπη.
ΟΛΑ ΑΥΤΑ ενώ οι εισαγωγές LNG κατάφεραν μέχρι στιγμής να στηρίξουν σε μεγάλο βαθμό τις ευρωπαϊκές ανάγκες, αν κρίνουμε από τα επίπεδα στις αποθήκες αερίου που έφτασαν τον στόχο του 80% δύο μήνες πριν από το προβλεπόμενο. Το γεγονός αυτό δημιουργεί αισιοδοξία για τη συνέχεια, αν και παραμένουν μεταβλητές, όπως ο καιρός και η χειμερινή ζήτηση, που θα κρίνουν ποια θα είναι η πορεία τον χειμώνα.
ΠΑΡΑΛΛΗΛΑ, στόχος της Ε.Ε., όπως διατυπώθηκε και με το φιλόδοξο πρόγραμμα REPower EU, είναι να μην πληγεί η κλιματική φιλοδοξία, αλλά η κρίση να γίνει έναυσμα για αυξημένες επενδύσεις στην πράσινη ενέργεια, είτε μιλάμε για ΑΠΕ, είτε για εξοικονόμηση, είτε για αποθήκευση ενέργειας, την ηλεκτροκίνηση και εναλλακτικά καύσιμα όπως το υδρογόνο.
ΣΕ ΟΛΑ αυτά τα μέτωπα η Ελλάδα είναι πλέον ενεργός πρωταγωνιστής και όχι παρατηρητής, αν κρίνουμε και από τις έγκαιρες προτάσεις που υπέβαλε στην Ε.Ε. για την αγορά ενέργειας και τα μέτρα που εφάρμοσε ήδη η κυβέρνηση στην εγχώρια αγορά. Την ίδια στιγμή, η Ελλάδα διαθέτει πλέον ένα σύγχρονο ρυθμιστικό πλαίσιο σε μια σειρά από τομείς, όπως η αδειοδότηση των ΑΠΕ και τα υπεράκτια αιολικά.
ΑΝΤΙΣΤΟΙΧΑ, η χώρα μας βλέπει τις γεωπολιτικές της «μετοχές» να αναβαθμίζονται καθώς η Ευρώπη αναζητά αφενός νέες πηγές και οδεύσεις φυσικού αερίου, αλλά και παραγωγούς ενέργειας ΑΠΕ με δυνατότητες εισαγωγής στην ευρωπαϊκή επικράτεια. Έργα όπως ο αγωγός East Med και οι διασυνδέσεις ηλεκτρισμού με Κύπρο, Ισραήλ και Αίγυπτο μπορούν να υλοποιηθούν με σημαντικά οφέλη για τη χώρα μας και για την Ευρώπη συνολικά. Την ίδια στιγμή, γειτονικές χώρες στηρίζονται στα νέα έργα LNG της Ελλάδας, όπως η αναβάθμιση της Ρεβυθούσας, το FSRU της Αλεξανδρούπολης και ο αγωγός IGB, για να καλύψουν τις δικές τους ανάγκες.
ΣΗΜΑΝΤΙΚΟ ρόλο στις παραπάνω εξελίξεις παίζει όπως είναι φυσικό και η σχέση της Ελλάδας με τις ΗΠΑ, οι οποίες εκτός από μεγάλος παραγωγός φυσικού αερίου και LNG, διαθέτουν και επενδυτές στην πράσινη ενέργεια που ενδιαφέρονται ενεργά να δραστηριοποιηθούν στην ελληνική αγορά. Το ενδιαφέρον αυτό έχει εκφραστεί τόσο από υψηλόβαθμα κυβερνητικά στελέχη όσο και από τις αμερικανικές επιχειρήσεις, που βλέπουν πλέον στην Ελλάδα έναν αξιόπιστο εταίρο με ευνοϊκό περιβάλλον και συγκριτικά πλεονεκτήματα που μπορούν να οδηγήσουν σε ενδιαφέρουσες συνέργειες.
ΠΡΟΚΕΙΜΕΝΟΥ να αποτυπωθεί το νέο ενεργειακό και επενδυτικό τοπίο, το Ελληνοαμερικανικό Επιμελητήριο και η Ελληνική Εταιρεία Ενεργειακής Οικονομίας (ΗΑΕΕ) διοργάνωσαν στις 9 Σεπτεμβρίου στη Θεσσαλονίκη το Southeast Europe Energy Forum (SEEF2022).
ΣΤΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ συμμετείχαν η ελληνική πολιτική ηγεσία, αξιωματούχοι των γειτονικών κρατών, οι Αμερικανοί πρέσβεις των χωρών της ΝΑ Ευρώπης, καθώς και στελέχη και ειδικοί από την Ελλάδα και το εξωτερικό που προσέφεραν πολύτιμες αναλύσεις για τη σημερινή κατάσταση στον ενεργειακό τομέα, αλλά και τις προβλέψεις τους για το μέλλον. Στόχος ήταν η διεξαγωγή ενός γόνιμου διαλόγου, που προσέφερε στους συμμετέχοντες πολύτιμα συμπεράσματα.