Skip to main content

Ο γόρδιος δεσμός των επιχειρηματικών δανείων

The N Society

Τoυ Γιώργου Ψαράκη,
δικηγόρου Αθηνών, εταίρου στη δικηγορική εταιρεία Ψαράκης & Κεφαλάς

ΈΝΑ από τα μεγαλύτερα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι επιχειρήσεις σήμερα είναι η διόγκωση του χρέους τους προς τα πιστωτικά ιδρύματα και, πλέον, funds. Μεγάλο μέρος αυτού του προβλήματος πηγάζει από την αύξηση ή διατήρηση αμετάβλητων των επιτοκίων χορήγησης των πιστωτικών ιδρυμάτων τη δεκαετία 2009-2018. Αν και τα βασικά επιτόκια αναφοράς (ΕΚΤ, EURIBOR) μειώνονταν συνεχώς ήδη από τα τέλη του 2008, τα επιτόκια επιχειρηματικών χορηγήσεων των τραπεζών ακολουθούσαν σε άλλες περιπτώσεις σταθερή και σε άλλες ακόμα και αντίστροφη πορεία. Αυτό έχει φυσικά ως αποτέλεσμα σήμερα να ζητείται από τις επιχειρήσεις να ρυθμίσουν ποσά τα οποία είναι δυσανάλογα του πραγματικού κόστους δανεισμού τους και σε κάθε περίπτωση αντίθετα με το εποπτικό δίκαιο των τραπεζών και το δίκαιο προστασίας του καταναλωτή-δανειολήπτη. Ειδικότερα:

1. Σύμφωνα με σχετική απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος του 2004 (Επιτροπή Τραπεζικών και Πιστωτικών Θεμάτων 178/19-7-2004), όλα τα πιστωτικά ιδρύματα θα έπρεπε να εφαρμόζουν στα δάνεια κυμαινόμενων επιτοκίων, συμπεριλαμβανομένων των επιχειρηματικών δανείων, δείκτες επιτοκιακού χαρακτήρα, ευρέως διαδεδομένους και σε συνάρτηση με τις χρηματοδοτικές ανάγκες των τραπεζών, με παράδειγμα τα παρεμβατικά επιτόκια της ΕΚΤ, Εuribor, απόδοση οµολόγων, βραχυπρόθεσµων τίτλων κ.λπ. Τα πιστωτικά ιδρύματα, ωστόσο, κατά το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος τους, αγνόησαν την υποχρεωτική αυτή απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος και συνέχιζαν να εφαρμόζουν το δικό τους επιτόκιο ως επιτόκιο βάσης του κυμαινόμενου επιτοκίου.

2. Φυσικά, θα μπορούσε κάποιος να επιχειρηματολογήσει ότι σε μια ελεύθερη οικονομία, αφού τα μέρη συμφώνησαν στο συγκεκριμένο επιτόκιο, δεν μπορεί εκ των υστέρων ο δανειολήπτης να «πάρει πίσω την υπογραφή του». Το πρόβλημα, όμως, δεν έγκειται στην αρχική συμφωνία, που όντως δεν μπορεί να ελεγχθεί σε μια ελεύθερη οικονομία, όπου ο πιστολήπτης έχει τη δυνατότητα να συγκρίνει και να επιλέξει την τράπεζα που του παρέχει το μικρότερο επιτόκιο δανεισμού – το πρόβλημα γεννάται μετά τη σύναψη της σύμβασης και καθ’ όλη τη διάρκεια του δανείου. Η τράπεζα, ενώ έχει δεσμεύσει πλέον τον πιστολήπτη-πελάτη της, μπορεί μονομερώς να αυξάνει το επιτόκιο βάσης της και άρα το επιτόκιο όλων των δανείων με κυμαινόμενο επιτόκιο που έχει χορηγήσει.

3. Όσα αναφέρουμε εδώ είναι γνωστά στα πιστωτικά ιδρύματα και μάλιστα έχουν επιβληθεί κυρώσεις από την Τράπεζα της Ελλάδος, οι οποίες και έχουν επικυρωθεί από το Συμβούλιο της Επικρατείας.

4. Εξάλλου, στο παράνομο της πρακτικής αυτής καταλήγουμε λαμβάνοντας υπόψη και το δίκαιο της προστασίας του καταναλωτή. Αφού ήδη από την Ολομέλεια του Αρείου Πάγου (απόφαση 13/2015) έχει κριθεί ότι και η δανειολήπτρια επιχείρηση είναι καταναλωτής, μπορούμε ευχερώς να εφαρμόσουμε το δίκαιο αυτό και στις περιπτώσεις χορήγησης επιχειρηματικών δανείων. Η νομοθεσία, ελληνική και κοινοτική, απαγορεύει να χρησιμοποιούνται ρήτρες επιτοκίου που δεν είναι διαφανείς και που η διακύμανσή τους δεν μπορεί να ελεγχθεί ευχερώς από τον δανειολήπτη. Και φυσικά βασικό επιτόκιο τράπεζας το οποίο μεταβάλλεται βάσει αόριστων κριτηρίων, όπως «του κόστους του χρήματος» ή «των συνθηκών της αγοράς και του ανταγωνισμού», δεν μπορεί να υποστηρίξει κανείς ότι είναι ευχερώς ελέγξιμο από τον δανειολήπτη.

5. Το μεγάλο ερώτημα που έρχεται άμεσα στο μυαλό του αναγνώστη είναι το εξής: Αν υποθέσουμε ότι δεχόμαστε το παράνομο της συγκεκριμένης συμφωνίας κυμαινόμενου επιτοκίου, ποιο θα είναι το αποτέλεσμα; Εδώ οι απόψεις ποικίλλουν. Μία πρώτη άποψη δέχεται ότι θα πρέπει το αρχικό συμφωνηθέν επιτόκιο να επαναϋπολογιστεί βάσει των διακυμάνσεων του παρεμβατικού επιτοκίου της ΕΚΤ, το οποίο θεωρείται ως ένα αντικειμενικό επιτόκιο μέτρησης του κόστους δανεισμού για τα πιστωτικά ιδρύματα. Μια άλλη άποψη θέλει το επιληφθέν δικαστήριο να καλεί τα μέρη να επαναδιαπραγματευτούν τον ελλείποντα όρο (βλ. απόφαση ΔΕΕ BANCA – C 269/2019 και υπ’ αριθμ. 3979/2021 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών). Μια τρίτη άποψη θέλει το δάνειο να καθίσταται άτοκο, με αποτέλεσμα να οφείλει το πιστωτικό ίδρυμα να επιστρέψει τους μέχρι τότε καταβληθέντες τόκους (βλ. περίπτωση, λ.χ., αναγνώρισης ακυρότητας επιτοκίου υπερημερίας σε αποφάσεις ΔΕΕ C-96/16 και C-94/17). Μια τελευταία δε άποψη θέλει τη σύμβαση εξ ολοκλήρου άκυρη, με αποτέλεσμα να οφείλεται μόνο το δανεισθέν ποσό χωρίς τόκους.

6. Βάση της τελευταίας αυτής, και πιο ριζοσπαστικής, άποψης αποτελεί η σκέψη ότι δεν μπορεί να σταθεί σύμβαση δανείου χωρίς όρο επιτοκίου εφόσον ο τελευταίος κριθεί άκυρος. Όπως απεφάνθη πρόσφατα το Εφετείο Αθηνών σε σχετική του απόφαση, «η αναγνώριση της ακυρότητας του συμφωνηθέντος τρόπου καθορισμού του κυμαινόμενου επιτοκίου ως καταχρηστικού καθιστά ανέφικτη, σύμφωνα με το δίκαιο των συμβάσεων, την εξακολούθηση της ισχύος τους, χωρίς τους καταχρηστικούς όρους». Μόνο κατ’ εξαίρεση δύναται ο εθνικός δικαστής να προβεί σε συμπληρωτική ερμηνεία της σύμβασης και διάσωση αυτής, μετά τη διαπίστωση της ακυρότητας ενός ουσιώδους όρου και, συγκεκριμένα, στην περίπτωση που η ακύρωση της σύμβασης θα εξέθετε τον καταναλωτή σε ιδιαιτέρως επιζήμιες συνέπειες (βλ. ΔΕΕ Marc Gomez, C-125/18 και Dunai, C-118/17).

7. Επίσης, προς επίρρωσιν των ανωτέρω, υπάρχει και το εξής σκεπτικό: αν η μόνη κύρωση που προβλέπεται για τα πιστωτικά ιδρύματα που παραβιάζουν το παραπάνω νομοθετικό πλαίσιο είναι η εφαρμογή των διακυμάνσεων του επιτοκίου της ΕΚΤ, που ούτως ή άλλως ήταν υποχρεωμένα εξαρχής να εφαρμόσουν (κατά κύριο λόγο θα εφάρμοζαν δείκτες ΕΚΤ ή Euribor), ποιο πιστωτικό ίδρυμα, ως λογικά σκεπτόμενη χρηματοδοτική επιχείρηση, θα αποφάσιζε να μην παραβιάζει τον νόμο; Αφού ακόμα και στις περιπτώσεις που ο δανειολήπτης θα προσφύγει στη Δικαιοσύνη (σπανίως), το αποτέλεσμα είναι να εφαρμοστεί ό,τι θα έπρεπε να είχε εφαρμοστεί από την αρχή (απόφαση Banco Espanol de Credito, Δικαστήριο Ε.Ε.).

8. Τα ελληνικά δικαστήρια μέχρι στιγμής προβαίνουν στην εφαρμογή της πρώτης λύσης και αναπροσαρμόζουν τα επιτόκια με βάση τις μεταβολές του παρεμβατικού επιτοκίου της ΕΚΤ, άρα προς τα κάτω (βλ. ενδεικτικά 3979/2021 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, όπου το δικαστήριο έκρινε άκυρη τη ρήτρα και εφάρμοσε στη θέση της το βασικό επιτόκιο της ΕΚΤ πλέον του συμφωνημένου περιθωρίου). Με τον υπολογισμό αυτό, όμως, και πάλι προκύπτει ένα μεγάλο όφελος για τον δανειολήπτη, αν λάβουμε υπόψη μας ότι αφενός η αναπροσαρμογή αυτή γίνεται σε βάθος αρκετών ετών, αφετέρου ότι τα επιχειρηματικά δάνεια αφορούν μεγάλα ποσά δανεισμού και άρα υψηλά ποσά τόκων. Η άποψη αυτή, ωστόσο, των ελληνικών δικαστηρίων είναι εσφαλμένη καθότι στηρίζεται σε διατάξεις γενικού χαρακτήρα (άρθρα 371, 200 και 288 Αστικού Κώδικα) η εφαρμογή των οποίων, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου της Ε.Ε., δεν επιτρέπεται να συμπληρώνει το κενό που προκύπτει στη σύμβαση (όπως έκρινε το τελευταίο στην υπόθεση Dziubak – C 260/18).