Του Βασίλειου Γούναρη
Προέδρου του Ελληνογερμανικού Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου
Η επενδυτική εμπιστοσύνη που επιδεικνύει η Γερμανία στην Ελλάδα είναι μακρόπνοη και ισχυρή. Οι δύο χώρες συμπορεύονται επί δεκαετίες αρμο νικά στον χώρο της οικονομίας, εξασφαλίζοντας ανταποδοτικά οφέλη. Η σταθερή αυτή διμερής συνεργασία, η οποία εστιάζεται κυρίως στο πεδίο των επενδύσεων, όπως και στις εμπορικές συναλλαγές, θα συνεχιστεί και τα επόμενα χρόνια, ανεξάρτητα από τις συνθήκες που θα επικρατήσουν διεθνώς.
Οι επιχειρηματικές κοινότητες και των δύο χωρών γνωρίζουν ότι διευρύνοντας τις μεταξύ τους συνέργειες μόνο κέρδη μπορούν να αποκομίσουν. Κέρδη τα οποία αποκτούν ιδιαίτερη αξία εφόσον εξασφαλίζονται υπό δυσμενείς γεωπολιτικές συγκυρίες, όπως αυτές τις οποίες βιώνει σήμερα η ευρωπαϊκή οικονομία.
Η ενεργειακή ακρίβεια, ο υπερπληθωρισμός, οι συνεχείς ανατροπές στις διασυνοριακές μεταφορές δημιουργούν μια σειρά από έντονα οικονομικά, αλλά και κοινωνικά αδιέξοδα, που μόνο μέσα από ειλικρινείς και ανταποδοτικές διακρατικές συνέργειες θα μπορέσουν να καταστούν αντιμετωπίσιμα.
Η ελληνική επιχειρηματική κοινότητα παρουσιάζεται αποφασισμένη να καταβάλει τη μέγιστη δυνατή προσπάθεια διατήρησης της έντονης επενδυτικής της «ρότας», συνδράμοντας έτσι στη στήριξη του εγχώριου ΑΕΠ και μέσω αυτού στη βελτίωση της σχέσης χρέους προς ΑΕΠ, σε μία περίοδο κατά την οποία η Ευρώπη αναζητεί λύσεις διαχείρισης του δημόσιου χρέους, ιδιαίτερα των χωρών του ευρωπαϊκού Νότου.
Το Ελληνογερμανικό Επιμελητήριο, έχοντας ανοίξει έναν νέο τριετή κύκλο πρωτοβουλιών, μετά την ανάδειξη νέας διοίκησης, είναι αποφασισμένο να υποστηρίξει ενεργά και ουσιαστικά κάθε διμερή επενδυτική δράση, η οποία έχοντας μακρόχρονο ορίζοντα θα εισφέρει υπεραξίες στα ΑΕΠ και των δύο χωρών.
Προς την κατεύθυνση αυτή το Ελληνογερμανικό Επιμελητήριο κατά το προσεχές διάστημα θα επικεντρώσει την προσοχή του:
Στην περαιτέρω ενδυνάμωση των σχέσεων συνεργασίας του Επιμελητηρίου με τα παραγωγικά υπουργεία των κυβερνήσεων των δύο χώρων.
Στη διάνοιξη νέων δρόμων σύναψης επενδυτικών συνεργειών μεταξύ ελληνικών και γερμανικών ομίλων, δίνοντας έμφαση σε πεδία όπως η ενέργεια, οι νέες τεχνολογίες, οι τηλεπικοινωνίες, το real estate, οι υποδομές, η φαρμακοβιομηχανία, η ιδιωτική ασφάλιση, το οργανωμένο λιανεμπόριο, η αγροδιατροφή κ.ά.
Στην περαιτέρω τόνωση του διμερούς εμπορίου, σε τομείς οι οποίοι χαρακτηρίζονται υψηλού ενδιαφέροντος για την ελληνική οικονομία, με χαρακτηριστικότερο τον κλάδο των τροφίμων και ποτών.
Στην εξασφάλιση νέων ευκαιριών έντασης της ροής Γερμανών τουριστών προς την Ελλάδα, ώστε η χώρα να παραμείνει ένας εκ των ισχυρότερων τουριστικών προορισμών για τη μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης.
Στην ένταση των επιχειρηματικών αποστολών από και προς τη Γερμανία καθώς και προς τρίτες αγορές.
Στην ένταση των Β2Β επαφών, με έμφαση σε βασικούς κλάδους της οικονομίας.
Στην ανάπτυξη νέων πρωτοβουλιών διασύνδεσης της εκπαίδευσης με την αγορά εργασίας.
Στη σύναψη νέων συμμαχιών και συνεργειών (MoU) με τρίτους φορείς της αγοράς και της ακαδημαϊκής κοινότητας.
Η πολιτική του Ελληνογερμανικού Επιμελητηρίου μόνο τυχαία δεν μπορεί να χαρακτηριστεί. Ως φορέας το 2024 πρόκειται να κλείσει 100 χρόνια παρουσίας στην Ελλάδα, διάστημα κατά το οποίο ανελλιπώς στήριξε τις διμερείς οικονομικές σχέσεις, καθιστώντας τις γερμανικές επενδύσεις δομικό πυλώνα του ελληνικού ΑΕΠ.
Όντας ένας εκ των ισχυρότερων κρίκων της διεθνούς αλυσίδας διμερών γερμανικών Επιμελητηρίων με παρουσία σε 92 χώρες, με 140 σημεία και 47.000 μέλη, το Επιμελητήριο θα επιμείνει λειτουργώντας ως «γέφυρα επικοινωνίας» με τη διεθνή κοινότητα και ιδιαίτερα με τη Γερμανία, προσβλέποντας στην περαιτέρω τόνωση της εξαγωγικής δράσης του ελληνικού επιχειρείν και στην εντονότερη επενδυτική παρουσία της γερμανικής οικονομίας στη χώρα.
Εκ μέρους της νέας διοίκησης του Ελληνογερμανικού Επιμελητηρίου δεσμεύομαι ότι ο φορέας θα καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια και θα επιστρατεύσει όλες τις διαθέσιμες δυνάμεις του ώστε να φέρει ακόμα πιο κο ντά τη γερμανική με την ελληνική οικονομία. Έχοντας γνώση των δυνατοτήτων της ελληνικής αγοράς και της δυναμικής της γερμανικής οικονομίας, είμαι βέβαιος ότι οι δύο επιχειρηματικές κοινότητες έχουν ακόμα να εισφέρουν πολλά στις οικονομίες τους και κυρίως στις κοινωνίες τους.
Σε μια περίοδο, μάλιστα, εντονότατης δοκιμασίας λόγω της ενεργειακής ακρίβειας και των σοβαρότατων των ζητημάτων που έχουν τεθεί σχετικά με την ενεργειακή επάρκεια της Ευρώπης. Ελλάδα και Γερμανία, Γερμανία και Ελλάδα θα μπορέσουν από κοινού να δώσουν σημαντικές λύσεις σε κρίσιμα ζητήματα, ιδιαίτερα στον τομέα της ενέργειας, όπου ήδη αναπτύσσονται σημαντικότατες επενδυτικές πρωτοβουλίες εντός του ελληνικού εδάφους. Πρόκειται για πρωτοβουλίες οι οποίες θα συνδράμουν τα μέγιστα ώστε η χώρα να απεξαρτηθεί ταχύτερα από τη ρωσική ενέργεια.