Του Ευάγγελου Μ. Σφακιανάκη
Διδάκτορα Χρηματοοικονομικών του Πανεπιστημίου Πειραιώς
Η υψηλή μεταβλητότητα που παρατηρείται από τις αρχές της χρονιάς στις αγορές μετοχών, ομολόγων και αγαθών αποτελεί πλέον χαρακτηριστικό και των αγορών συναλλάγματος. Πλήθος μεταβολών έχει παρατηρηθεί στις ισοτιμίες των βασικότερων νομισμάτων, με τη σημαντικότερη να αποτελεί η ισοδυναμία μεταξύ ευρώ και δολαρίου. Το συγκεκριμένο φαινόμενο έχει δημιουργήσει έντονες ανησυχίες όχι μόνο στους Ευρωπαίους πολίτες, οι οποίοι βλέπουν την αγοραστική τους δύναμη να μειώνεται αισθητά όσον αφορά τα εισαγόμενα προϊόντα και υπηρεσίες, αλλά και στο παγκόσμιο φάσμα επενδυτών γενικότερα. Συγκεκριμένα, ισοδυναμία μεταξύ δολαρίου και ευρώ δεν έχει παρατηρηθεί ποτέ εδώ και 20 χρόνια, γεγονός που υποδηλώνει ότι κάτι άλλαξε σημαντικά στις ισορροπίες μεταξύ των δύο ηπείρων. Το παρόν άρθρο έχει ως στόχο να αναλύσει αρχικά με απλά λόγια τα γεγονότα που οδήγησαν σε αυτό το μη σύνηθες φαινόμενο και έπειτα να κάνει αναφορά τόσο στις ενέργειες που πρέπει να πραγματοποιηθούν όσο και στη δυσκολία τους για τη σταδιακή εξομάλυνσή του.
Η παράλληλη σταδιακή αποδυνάμωση του ευρώ και η ισχυροποίηση του δολαρίου είναι αποτέλεσμα κυρίως τριών βασικών παραγόντων. Πρώτον, η Αμερική είναι λιγότερο εκτεθειμένη στις αρνητικές οικονομικές συνέπειες του πολέμου μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας. Αυτό συμβαίνει διότι η αμερικανική οικονομία βασίζεται σαφώς λιγότερο και εισάγει σημαντικά λιγότερη ενέργεια από τη Ρωσία συγκριτικά με την αντίστοιχη που εισάγει η Ευρώπη. Το πλήγμα του εν εξελίξει πολέμου είναι σαφώς μεγαλύτερο για την ευρωπαϊκή οικονομία και το νόμισμά της. Δεύτερον, με την ολοένα και αυξανόμενη ανησυχία για μια παγκόσμιας κλίμακας οικονομική επιβράδυνση, τα βλέμματα των επενδυτών είναι στραμμένα στο δολάριο καθώς το συγκεκριμένο νόμισμα διατηρεί το status του «safe haven currency» (πιο ασφαλές συνάλλαγμα παγκοσμίως). Παρότι το 20% του παγκόσμιου πλούτου είναι αποτιμημένο σε ευρώ, το ευρώ έχει τη 2η θέση του πιο αξιόπιστου νομίσματος παγκοσμίως μετά το δολάριο. Σε περιόδους έντονης αβεβαιότητας, όπως η παρούσα, το δολάριο αποτελεί την πρώτη επιλογή των επενδυτών. Τρίτος παράγοντας, η χαοτική διαφορά μεταξύ των ενεργειών που έχουν πραγματοποιηθεί από τις αντίστοιχες Κεντρικές Τράπεζες των δύο οικονομιών για την καταπολέμηση του πληθωριστικού τους προβλήματος.
Την 21η Ιουλίου η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) προχώρησε στην πρώτη μόλις αύξηση των επιτοκίων της [κατά 50 μονάδες βάσης (μ.β.)] έπειτα από 11 χρόνια. Την ίδια στιγμή (27 Ιουλίου) η αντίστοιχη αμερικανική (Fed) πραγματοποίησε την 4η διαδοχική της αύξηση επιτοκίων, διατηρώντας μάλιστα απαράλλαχτο τον ασυνήθιστα υψηλό ρυθμό των 75 μ.β. Παρότι οι δύο οικονομίες έχουν να αντιμετωπίσουν κατά κύριο λόγο το ίδιο πληθωριστικό πρόβλημα (9,1% η ετήσια μεταβολή τιμών Ιουνίου για Αμερική, 8,6% η αντίστοιχη για Ευρώπη), η Αμερική έχει ήδη πάει τα επιτόκιά της στο 2,25%-2,50%, ενώ αντίστοιχα της Ευρώπης ανέρχονται μόλις στο 0,50%-0,75%. Με πιο απλά λόγια, είναι σαν ένας αγώνας δρόμου στον οποίο η Αμερική έχει ήδη διανύσει τους 4 πρώτους γύρους (4 διαδοχικές αυξήσεις επιτοκίων), τη στιγμή που η Ευρώπη έχει διανύσει μόλις τον πρώτο. Άμεση και απλή λύση στο πρόβλημα; Μια πιο «Dovish» (υιοθέτηση χαλαρής στάσης απέναντι στην αντιμετώπιση του πληθωρισμού) Fed, παράλληλα με μια πιο «Hawkish» (υιοθέτηση επιθετικής στάσης απέναντι στην αντιμετώπιση του πληθωρισμού) ΕKT. Για να προλάβει η ΕΚΤ τη Fed, πρέπει να παρατηρηθεί μια σταδιακή σταθεροποίηση, ή ακόμα καλύτερα μείωση του ρυθμού με τον οποίο η Αμερική αυξάνει τα επιτόκιά της, με μια παράλληλη διατήρηση είτε ενίσχυση του ρυθμού αυξήσεων επιτοκίων από την ΕΚΤ. Το σημαντικό προβάδισμα που έχει στην άσκηση των κατάλληλων νομισματικών πολιτικών για τη χαλιναγώγηση του πληθωριστικού προβλήματος η Αμερική, αποτελεί τον τρίτο και ίσως σημαντικότερο παράγοντα για τον οποίο το δολάριο έχει προσεγγίσει πλέον την ισοδυναμία με το ευρώ. Παρ’ όλα αυτά, και οι τρεις αυτοί παράγοντες συνδέονται μεταξύ τους.
Η απάντηση που δόθηκε παραπάνω ως λύση του προβλήματος και επαναφορά στην κανονικότητα είναι απλή στα λόγια, αλλά δύσκολη στην πράξη. Η ήδη οικονομικά επιβαρυμένη Ευρώπη απειλείται πλέον έντονα από το ενδεχόμενο της οριστικής διακοπής παροχής αερίου από τη Ρωσία. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με μια περαιτέρω αύξηση στις τιμές του ρεύματος, θα ωθήσει το μεγαλύτερο μέρος της ηπείρου σε βαθιά ύφεση τον χειμώνα. Ενισχυτικό ρόλο σε αυτό θα παίξει και το ήδη αποδυναμωμένο ευρώ, κάνοντας την οποιαδήποτε εισαγωγή πρώτων υλών και ενέργειας ακριβότερη για τους κατόχους τους και το πληθωριστικό πρόβλημα εντονότερο. Υπ’ αυτές τις οικονομικές συνθήκες και με τόσο έντονο το ενδεχόμενο ύφεσης, οι Κεντρικές Τράπεζες μειώνουν τα επιτόκια και σε καμία περίπτωση δεν τα αυξάνουν.
Καταλήγοντας, η ΕΚΤ έχει ξεμείνει από επιλογές και βρίσκεται σε μια σαφώς πιο δύσκολη θέση, καθώς οι αποφάσεις που λαμβάνει επηρεάζουν το κόστος δανεισμού 19 οικονομιών με διαφορετικά θεμελιώδη στοιχεία μεταξύ τους, σε αντίθεση με τη Fed, η οποία απευθύνεται σε μια κατά κύριο λόγο ομοιογενή οικονομία. Η πίεση στο ευρώ είναι λογικό να συνεχίσει να υφίσταται τουλάχιστον για το άμεσο μέλλον και δεδομένου ότι δεν θα υπάρξει κάποια απρόσμενα θετική εξέλιξη από το μέτωπο του πολέμου, με την ΕΚΤ να έχει κρίσιμες αποφάσεις να πάρει.