Τoυ Γεώργιου Καντεράκη,
Δρ μηχανικού του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου
ΘΑ ΓΙΝΩ δυσάρεστος. Κάποιοι θα πουν και αχάριστος, γιατί πολλοί έχουμε φάει ψωμί (μερικοί και παντεσπάνι) από τα Ευρωπαϊκά Ερευνητικά Προγράμματα, που είναι πραγματικά οι στυλοβάτες της επιστημονικής έρευνας στην Ευρώπη. Σκοπός τους δεν είναι τόσο η «σύγκλιση», δηλαδή να φτάσουν οι πιο αδύναμες χώρες το επίπεδο έρευνας των ισχυρών, όσο η ανάπτυξη τεχνολογιών που θα κάνουν την Ευρώπη πιο ανταγωνιστική στην παγκόσμια αγορά. Για τον λόγο αυτό, θέλουμε πάντα τους καλύτερους ερευνητές, ώστε να συμμετάσχουν στο «Champions League»… Είναι όμως πάντα έτσι; Κατά τους (γενικά «ευτυχισμένους») Ευρωπαίους αξιωματούχους, όλα πάνε καλά: η επιλογή των προτάσεων που θα χρηματοδοτηθούν είναι άρτια, διαφανής, αμερόληπτη, γρήγορη και αποτελεσματική, επιλέγοντας πάντα τους καλύτερους…
ΔΥΣΤΥΧΩΣ, όπως συμβαίνει τις περισσότερες φορές, η θεωρία απέχει από την πράξη. Ο θεσμός της αξιολόγησης των ερευνητικών προτάσεων παραμένει σχεδόν απαράλλαχτος εδώ και δεκαετίες, εγκλωβισμένος στην αγκύλωση μιας συνολικά δεκαπενταβάθμιας κλίμακας τριών επιμέρους και συνήθως ισοβαρών κριτηρίων (επιστημονική αριστεία, κοινωνικός αντίκτυπος, ποιότητα υλοποίησης). Έχοντας «βήμα» μισής μονάδας κάθε κριτήριο, οδηγούν πρακτικά σε υπερσυσσώρευση άριστων προτάσεων, με αποτέλεσμα να υπάρχουν τομείς όπου προτάσεις με 14,5/15,0 δεν χρηματοδοτούνται! Και μπαίνει το πρώτο ερώτημα: πώς βαθμολογείς προτάσεις με 4,5 ή με 5,0 σε κάθε κριτήριο; Είναι τόσο εμφανείς οι διαφορές, που να οδηγούν τελικά στην απόφαση χρηματοδότησης ή όχι μιας πρότασης; Επισημαίνω ότι 3×4,5=13,5 ενώ 3×5=15, όση και η διαφορά μεταξύ «ζωής και θανάτου…»!
ΚΑΙ ΜΠΑΙΝΕΙ το δεύτερο ερώτημα για τους αξιολογητές: οι, κατά τεκμήριο, ικανότατοι ως επιστήμονες και αμερόληπτοι ως βαθμολογητές, έχουν τη δυνατότητα εντοπισμού αυτών των μικροδιαφορών; Με όποιον αξιολογητή και να μιλήσετε, θα σας πει ιστορίες στις οποίες το ίδιο κριτήριο στην ίδια πρόταση μπορεί να βαθμολογήθηκε στη φάση της ανεξάρτητης αξιολόγησης από τον ένα με 2 και από τον άλλο με 5. Όσο κι αν προσπαθήσουν να τα βρουν στο «Consensus Meeting», στο οποίο καθορίζεται η τελική βαθμολογία, λογικά δεν θα πάρει πάνω από 4, άρα «θάνατος»…
ΤΙ ΓΙΝΕΤΑΙ λοιπόν, πρακτικά; Τα τελευταία χρόνια ανθούν εταιρείες συμβούλων οι οποίες αναλαμβάνουν να συγγράψουν (πάντα με το αζημίωτο) τις προτάσεις για λογαριασμό των ερευνητικών ομάδων, με τρόπο ώστε να αγγίζουν την τελειότητα. Για τους γνωρίζοντες, τα δυόμισι τρίτα μιας ερευνητικής πρότασης είναι «copy/ paste». Εξηγούμαι: με εξαίρεση το μισό κομμάτι του κριτηρίου της αριστείας, όπου χρειάζεται μια ενδελεχής επιστημονική περιγραφή από τους αρμόδιους ερευνητές, τα τμήματα που αφορούν τις κοινωνικές επιπτώσεις, την οργάνωση του προγράμματος, την οικονομική επιτήρηση, τις διαδικασίες διασφάλισης ποιότητας, τον τρόπο διάχυσης της γνώσης κ.λπ. κ.λπ. είναι σχεδόν τυποποιημένα και απαιτούν μόνο προσαρμογές. Είναι ουσιαστικά αδύνατο για κάποιον ερευνητή να μπορέσει να συγγράψει τα σχετικά τμήματα της ερευνητικής πρότασης ανταγωνιστικά σε σχέση με μια εταιρεία συμβούλων, η οποία τα έχει τελειοποιήσει και τα επαναχρησιμοποιεί σε διάφορες προτάσεις, ακόμα κι αν δεν έχει ιδέα για το επιστημονικό αντικείμενο της πρότασης…
ΕΡΩΤΩ, ΛΟΙΠΟΝ: αυτό είναι που θέλουμε; Γιατί δίνουμε τόσο μεγάλη βαρύτητα στα, ουσιαστικά, τυποποιημένα μέρη, σε βάρος της επιστημονικής αριστείας και των (πραγματικών) κοινωνικών επιπτώσεων; Και το πιο βασικό: αν συμφωνούμε (και νομίζω ότι οι περισσότεροι γνωρίζοντες συμφωνείτε), γιατί δεν το αλλάζουμε; Εδώ μπορεί ο καθένας να δώσει τη δική του απάντηση…
ΣΤΟ ΕΠΟΜΕΝΟ άρθρο θα ασχοληθούμε με κάτι ακόμα πιο σοβαρό: την αξιοποίηση των ερευνητικών αποτελεσμάτων. Κι αν τώρα απλώς στενοχωρηθήκατε, τότε θα κλάψετε… Εις το επανιδείν.