Της Κατερίνας Παπανάτσιου
Βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ και πρώην υφυπουργός Οικονομικών
Σε μια νέα κοινωνική και οικονομική κρίση έχει μπει η Ελλάδα, με την ακρίβεια να τσακίζει εργαζόμενους και συνταξιούχους, επιχειρήσεις και ελεύθερους επαγγελματίες. Ο πληθωρισμός έφτασε τον Μάιο στο 11,3%, δηλαδή σε ύψη που είχαμε να δούμε από τον Δεκέμβριο του 1993. Οι αυξήσεις ξεκινούν από την ενέργεια και τα τρόφιμα αλλά σταδιακά περνούν και σε άλλες κατηγορίες, όπως τις μεταφορές, την εστίαση και την ένδυση. Η αγορά εργασίας παραμένει διαλυμένη και οι αυξήσεις των μισθών είναι πρακτικά μηδενικές, με αποτέλεσμα να διαβρώνεται το εισόδημα των μισθωτών και των συνταξιούχων. Αντίθετα, βλέπουμε ότι ορισμένες κατηγορίες επιχειρήσεων με δύναμη επιβολής των τιμολογίων τους αυξάνουν τις τιμές τους περισσότερο απ’ όσο δικαιολογεί η αύξηση του κόστους τους. Ο πληθωρισμός γίνεται σταδιακά διαρθρωτικός. Με την τιμή της βενζίνης κοντά στα 2,5 ευρώ το λίτρο, αύξηση του ηλεκτρισμού πάνω από 80%, των μεταφορών κατά 19% και των τροφίμων πάνω από 14% οι ελληνικές οικογένειες απλά δεν μπορούν να βγάλουν πέρα τον μήνα.
Παράλληλα, η εκτίναξη του κόστους δανεισμού του ελληνικού Δημοσίου μετά την ανακοίνωση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας για το τέλος της ποσοτικής χαλάρωσης αλλά και την επικείμενη αύξηση των επιτοκίων δείχνει με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο πόσο ευάλωτη είναι η ελληνική οικονομία παρά τους κυβερνητικούς κομπασμούς.
Οι αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων 10ετούς λήξης εκτινάχθηκαν στο 4,30% με 4,40% και των αντίστοιχων ιταλικών στο 3,80%. Με την απόδοση του γερμανικού τίτλου να βρίσκεται στο 1,50%, η διαφορά αποδόσεων, τα spreads, βρίσκονται πλέον μια ανάσα από τις 300 μονάδες βάσης. Το ελληνικό δημόσιο χρέος φτάνει τα 394,5 δισ. ευρώ, είναι δηλαδή υπερδιπλάσιο του ΑΕΠ. Κάθε χρόνο λήγουν και πρέπει να αναχρηματοδοτηθούν τίτλοι αξίας περίπου 10 δισ. ευρώ. Επιπλέον, περίπου 40 δισ. ευρώ βρίσκονται στα χέρια της ΕΚΤ μέσω του έκτακτου προγράμματος αγοράς ομολόγων. Αυτό σημαίνει ότι κάποια στιγμή θα διοχετευθούν ξανά στην αγορά, πιέζοντας κι άλλο τις ελληνικές αποδόσεις. Τα χειρότερα είναι μπροστά μας.
Η ελληνική οικονομία περιήλθε σε αυτή τη θέση εξαιτίας της αλλοπρόσαλλης πολιτικής της Νέας Δημοκρατίας κατά τα τελευταία δυόμισι χρόνια, την πολιτική «βλέποντας και κάνοντας», με αδυναμία σχεδιασμού έστω και σε βάθος μηνός. Στην περίοδο των lockdowns η Ελλάδα κατασπατάλησε 40 δισ. ευρώ με δημοσιονομικές πολιτικές που έδιναν λίγα σε αυτούς που πραγματικά πλήττονταν και πολλά σε αυτούς που δεν είχαν απώλειες ή είχαν ακόμη και κέρδη από την έκτακτη κατάσταση. Το ίδιο κάνει και σήμερα εφαρμόζοντας πολιτικές που πριν από μόλις λίγες εβδομάδες η ίδια καταδίκαζε ως ανεύθυνες και λανθασμένες. Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα είναι η πολιτική της απέναντι στις ιδιωτικές εταιρείες ηλεκτρισμού και φυσικού αερίου με την περίφημη ρήτρα αναπροσαρμογής. Η κυβέρνηση δανείζεται για να επιδοτήσει τους καταναλωτές αφήνοντας τα υπερκέρδη στους ιδιώτες.
Μοιράζοντας αλόγιστα χρήματα για να κατευνάσει προσωρινά τις αντιδράσεις χωρίς να αντιμετωπίζει τον πυρήνα του προβλήματος και χωρίς σχέδιο, η Νέα Δημοκρατία δίνει ελάχιστα στους πολλούς που βιώνουν εκ νέου κοινωνική κρίση και πολλά στους λίγους ημέτερους που βγαίνουν διπλά κερδισμένοι. Παράλληλα ξαναχτίζει τις συνθήκες για το αφήγημα «μαζί τα φάγαμε», ώστε όταν έρθει η ώρα να μοιράσει τον λογαριασμό με τον ίδιο άδικο τρόπο που το έκανε στην προηγούμενη κρίση. Βρίσκεται σε παρατεταμένη προεκλογική περίοδο και παραδίδει για άλλη μια φορά «καμένη γη». Γι’ αυτό είναι επιτακτικό να αλλάξει αυτή η κυβέρνηση το ταχύτερο δυνατό, να αλλάξει αυτή η πολιτική, ώστε να αποκτήσουμε ουσιαστική κοινωνική και οικονομική πολιτική με δημοσιονομική σύνεση και προοπτική.