Skip to main content

Επιβάλλεται η ανάπτυξη της αγροτικής οικονομίας

The N Society

Του Παναγιώτη Ψαριανού, 
προέδρου και διευθύνοντος συμβούλου της εταιρείας οικονομικών συμβούλων και ελεγκτών Γραφείο Ψαριανού Α.Ε.

Η ΛΕΣΒΟΣ είναι ένα εύφορο νησί, με έντεκα εκατομμύρια ελαιόδεντρα και πλήθος άλλων δέντρων, οπωροφόρων και δασικών. Τον προηγούμενο αιώνα, μέχρι και τη δεκαετία του ’70, υπήρχε μεγάλη παραγωγή αγροτικών προϊόντων, από φρούτα, λαχανικά, μέλι, ξηρούς καρπούς και όσπρια, μέχρι ούζο και κρασιά, παστά, σαπούνια, μα, κυρίως, ελαιόλαδο, που έφτανε τους 40 χιλιάδες τόνους ετησίως. Σήμερα, η παραγωγή ελαιόλαδου έχει πέσει στους 10 χιλιάδες τόνους και των άλλων προϊόντων έχει μειωθεί δραστικά ή εξαφανιστεί. Αν πας στη Γέρα -το πιο εύφορο μέρος του νησιού, με άφθονα νερά- τον Νοέμβριο, θα δεις το χώμα σκεπασμένο με ρόδια και κυδώνια να σαπίζουν και τα σταφύλια να ξεραίνονται στα κλίματα. Τον Φεβρουάριο, η γη είναι γεμάτη με πορτοκάλια, μανταρίνια και λεμόνια, που σαπίζουν κι αυτά.

ΤΑ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ελαιοκτήματα είναι ακαλλιέργητα και πολλά με ελάχιστο καρπό, που δεν αξίζει καν να τον μαζέψεις. Το λάδι πουλιέται χονδρικώς σε συνεταιρισμούς και εμπόρους σε εξευτελιστικές τιμές και μεταφέρεται σε βαρέλια, όπως γινόταν πριν από πενήντα και πλέον χρόνια. Υπάρχουν ελάχιστες ιδιωτικές εταιρείες που συσκευάζουν το λάδι και το πουλούν σε καλύτερες τιμές, εδώ και στο εξωτερικό.

ΚΑΠΟΤΕ, συζητώντας με έναν ντόπιο γεωπόνο, ειδικό στα αγροτικά επενδυτικά προγράμματα, του είπα πως είναι αδιανόητο να πουλιέται ακόμα το λάδι χύμα σε βαρέλια και να μην υπάρχει ένα brand name. Και η απάντησή του ήταν: «Τι είναι το brand name;». Πριν από χρόνια, επίσης, μιλώντας με έναν υπουργό Γεωργίας, μου είπε ότι σκόπευε να αυξήσει τις εξαγωγές. Κι όταν τον ρώτησα γιατί δεν έγινε αυτό μέχρι τώρα -αφού όλοι το θέλουν- και με ποιον τρόπο θα το έκανε εκείνος, μου ψέλλισε κάτι κοινοτοπίες.

ΚΑΤΑ ΚΑΝΟΝΑ οι παραγωγοί στην Ελλάδα είναι μεσαίοι και μικροί και δεν μπορούν να οργανώσουν και να λειτουργήσουν σωστά μια επιχείρηση, μα ούτε και ξέρουν τους σύγχρονους κανόνες του εμπορίου. Επιπλέον, οι περισσότερες τοπικές επιχειρήσεις αγροτικών προϊόντων δεν συνειδητοποίησαν ποτέ ότι η Ελλάδα είναι 11 εκατομμύρια άνθρωποι, ενώ ο κόσμος 8 δισ., όπου οι εξαγωγικές δυνατότητες είναι τεράστιες και οι τιμές πολύ πιο υψηλές. Και πώς να καλλιεργήσει τα δέντρα, πώς να μαζέψει τον καρπό αυτός ο παραγωγός, όταν πουλά το προϊόν του σε εξευτελιστικές τιμές, που με το ζόρι καλύπτουν το κόστος;

ΚΙ ΕΡΗΜΩΝΟΥΝ τα κτήματα και μαραζώνει ο τόπος, γιατί κανείς δεν προσέγγισε τα πράγματα με ρεαλισμό και οδηγό τις βασικές αρχές της οικονομίας και του μάρκετινγκ και δεν κατάργησε τη γραφειοκρατία που ειδικά για τα τρόφιμα είναι ασύλληπτη και άκρως κοστοβόρα. Πώς θ’ αλλάξει η μοίρα αυτού του τόπου και των αγροτών, όταν οι ίδιοι είναι παντελώς αστοιχείωτοι κι όταν οι τοπικές αρχές των Δήμων και της Περιφέρειας, αλλά και των υπουργείων Ανάπτυξης και Γεωργίας δεν έκαναν τίποτα για να τους βοηθήσουν να οργανωθούν και να ανοίξουν τους δρόμους στις ξένες αγορές, που αυτοί θα βάδιζαν μετά πιο εύκολα;

ΛΟΓΙΑ, λόγια, λόγια και υποσχέσεις αμέτρητες από τους αρμόδιους. Πού είναι οι ικανοί κι οι μορφωμένοι τεχνοκράτες να πάνε μπροστά την αγροτική οικονομία; Αν μελετήσουν, οι αρμόδιοι, τα αδιαμφισβήτητα στατιστικά στοιχεία των ελληνικών και διεθνών οργανισμών για τους δείκτες της γραφειοκρατίας και των εξαγωγών στη χώρα μας, συγκριτικά με εκείνους των άλλων κρατών της Ευρώπης, θα καταλάβουν γιατί μιλάμε. Κι ίσως να αντιληφθούν γιατί εισάγουμε σκόρδα από τη Χιλή και λεμόνια από την Αργεντινή και γιατί το λάδι πουλιέται στο εξωτερικό δέκα φορές παραπάνω απ’ ό,τι εδώ χονδρικώς. Είναι κι άλλοι λόγοι, όπως π.χ. το μικρό σιδηροδρομικό δίκτυο που αυξάνει το κόστος μεταφοράς, αλλά αυτοί που αναφέραμε είναι οι σπουδαιότεροι. Κι είναι καιρός να σκύψουμε πάνω στο πρόβλημα αυτό, που είναι ζωτικής σημασίας για την ανάπτυξη της οικονομίας και τη μείωση της εξάρτησής της από τους διεθνείς πολιτικοοικονομικούς παράγοντες.