Των Κώστα Φωτάκη, πρώην αν. υπουργού Έρευνας & Καινοτομίας, ομ. καθηγητή Πανεπιστημίου Κρήτης, τέως προέδρου ΙΤΕ, και Αλέξανδρου Σελίμη, διδάκτορος Φυσικής Πανεπιστημίου Κρήτης
ΣΤΟ αντιφατικό περιβάλλον της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας και της επιστροφής των εθνικισμών, όπως αυτό διαμορφώνεται και από τις πρόσφατες γεωπολιτικές εξελίξεις, οι προκλήσεις που αναδύονται είναι οξυμένες. Στο περιβάλλον αυτό, το διαχρονικό έλλειμμα ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας, το οποίο οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στη μέτρια ή χαμηλή ένταση γνώσης στις περισσότερες ελληνικές επιχειρήσεις, εντείνεται ακόμη περισσότερο. Η ενσωμάτωση του γνωσιακού κεφαλαίου που δημιουργείται στη χώρα από την επιστημονική έρευνα στην παραγωγή καινοτόμων προϊόντων και υπηρεσιών θα μπορούσε να λειτουργήσει ως καταλύτης για την ενίσχυση της έντασης γνώσης και την παραγωγική της ανασυγκρότηση.
ΟΜΩΣ, οι σημερινές κυβερνητικές επιλογές κινούνται προς τη λάθος κατεύθυνση και εξαντλούνται στην υιοθέτηση παρωχημένων εν πολλοίς ιδεών, όπως αυτές του «επιχειρηματικού Πανεπιστημίου» και των «βιομηχανικών διδακτορικών». Πρόκειται για ιδέες οι οποίες αντιβαίνουν σε κάθε έννοια ακαδημαϊκότητας κι έχουν αποδειχθεί διαχρονικά ατελέσφορες. Για παράδειγμα, το «επιχειρηματικό Πανεπιστήμιο» εγκλωβίζει το ερευνητικό και ακαδημαϊκό δυναμικό σε πρόσκαιρες (συνήθως 3-5 χρόνια) ανάγκες της αγοράς με τη στήριξη κατά προτίμηση συγκεκριμένων ερευνητικών τομέων, συχνά ευκαιριακού χαρακτήρα. Ιστορικά έχει αποδειχθεί η περιορισμένη ανταποδοτικότητα του «επιχειρηματικού Πανεπιστημίου», ιδιαίτερα όταν αυτό συνοδεύεται από την υποχρηματοδότηση της ελεύθερης, χωρίς περιορισμούς, ποιοτικής έρευνας.
ΜΕ ΑΛΛΑ λόγια, ενώ η ιδέα περί «επιχειρηματικού Πανεπιστημίου» έχει χρεοκοπήσει και εγκαταλειφθεί ακόμη και στις χώρες που κάποτε είχε αναδυθεί, όπως οι ΗΠΑ, σήμερα με διαφορά χρονικής φάσης προωθείται εμμονικά από την κυβέρνηση της Ν.Δ. Πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι κανένα από τα κορυφαία ευρωπαϊκά πανεπιστήμια, τα οποία συμπεριλαμβάνονται στον κατάλογο «League of European Research Universities (LERU)», δεν αυτοπροσδιορίζεται ως «επιχειρηματικό Πανεπιστήμιο». Ειδικότερα, για την περίπτωση της χώρας μας, με τις πρόσκαιρες ανάγκες της αγοράς να διαμορφώνονται εκτός Ελλάδας, αυτή η αγοραία περί έρευνας αντίληψη μπορεί να δημιουργήσει σοβαρές στρεβλώσεις, καθώς εγκλωβίζει το ερευνητικό και ακαδημαϊκό δυναμικό αντί να ενισχύει και αναδεικνύει τις ποιοτικές δυνατότητες και τα συγκριτικά του πλεονεκτήματα, χωρίς θεματικούς περιορισμούς. Για παράδειγμα οι Ανθρωπιστικές και Κοινωνικές Επιστήμες, οι οποίες δεν συνδέονται με τη στενή αντίληψη περί αναγκών της αγοράς, σαφώς παραμελούνται και υποβαθμίζονται.
ΟΣΟΝ ΑΦΟΡΑ την ιδέα των «βιομηχανικών διδακτορικών», τα οποία πρόσφατα νομοθετήθηκαν από την κυβέρνηση, αυτή εύκολα διολισθαίνει σε μια ορθογώνια σχέση με αυτή καθαυτή τη φύση του διδακτορικού, που είναι η προαγωγή της επιστήμης μέσω της ελεύθερης έρευνας, η οποία συχνά έχει απρόβλεπτη εξέλιξη και πάντα γνώμονα τη διασφάλιση της ακαδημαϊκότητας. Κάτι που δεν εξασφαλίζεται κατ’ ανάγκη από τα βιομηχανικά διδακτορικά.
ΕΠΙΠΛΕΟΝ, σύμφωνα με τον σχετικό νόμο, τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας του έργου που διεξάγεται κατά διάρκεια εκπόνησης διδακτορικής διατριβής ορίζονται με «πρωτόκολλο συνεργασίας μεταξύ του ΑΕΙ, της συνεργαζόμενης επιχείρησης ή βιομηχανίας και του υποψήφιου διδάκτορα». Αυτού του είδους η δοσοληψία, όταν μιλάμε για την εκπόνηση διδακτορικής έρευνας, αντίκειται σε κάθε έννοια ακαδημαϊκότητας, που στον πυρήνα της βρίσκεται η δημόσια παρουσίαση και παράθεση των αποτελεσμάτων της και η απρόσκοπτη διάχυση της γνώσης μέσω δημοσιεύσεων και ανακοινώσεων σε επιστημονικά περιοδικά και συνέδρια.
ΠΕΡΑ όμως από το γεγονός ότι η ιδέα των «βιομηχανικών διδακτορικών» είναι ξένη προς την αντίληψη της Παιδείας και της Έρευνας ως δημόσιων αγαθών, κινείται και προς τη λάθος κατεύθυνση όσον αφορά τον σκοπό τον οποίο υποτίθεται ότι εξυπηρετεί: πριονίζει το κλαδί των ανατρεπτικών καινοτομιών, οι οποίες ιστορικά έχουν αποδειχθεί ότι προκύπτουν από την έρευνα που εκκινεί από την επιστημονική περιέργεια και όχι από την επίλυση τεχνικών, συχνά οριακής καινοτομίας, προβλημάτων επιχειρήσεων ή βιομηχανιών. Η ποιοτική ελεύθερη επιστημονική έρευνα μπορεί να αποτελέσει εφαλτήριο για κβαντικά άλματα μετασχηματισμού της οικονομίας. Ας μην ξεχνάμε ότι αν τον 19ο αιώνα ίσχυε μια αντίστοιχη με τη σημερινή νεοφιλελεύθερη αντίληψη, θα είχαν αναπτυχθεί εξαιρετικής τεχνολογίας… κεριά και λαμπάδες, το προϊόν το οποίο τότε ζητούσε η αγορά, αλλά δεν θα είχε ανακαλυφθεί ο ηλεκτρισμός!
ΤΕΛΟΣ, η ιδέα των «βιομηχανικών διδακτορικών» ακυρώνει στην πράξη τη δυναμική της επιστημονικής έρευνας να παράγει αποτελέσματα σε τομείς διαφορετικούς από την αρχική της στόχευση και καλλιεργεί ένα άλλο είδος επιστήμονα ο οποίος δεν μαθαίνει να σκέπτεται και να δρα δημιουργικά, πρωτότυπα και ρηξικέλευθα, αλλά περιορισμένα, κατά παραγγελία και συμβατικά. Κι εδώ έγκειται η μεγάλη ενδογενής αντίφαση της ιδέας των βιομηχανικών διδακτορικών, καθώς ένας ριζοσπαστικός τρόπος σκέψης και δράσης είναι το ζητούμενο από τους νέους επιστήμονες για την πρόσληψή τους σε καινοτόμες επιχειρήσεις. Και βέβαια, εύλογα εγείρεται το ερώτημα γιατί η επίλυση τεχνικών προβλημάτων της βιομηχανίας δεν γίνεται με την πρόσληψη τακτικού επιστημονικού προσωπικού αντί να χρησιμοποιείται το «δέλεαρ» του διδακτορικού.
ΑΝΤΙΘΕΤΑ, την περίοδο 2015-2019 σχεδιάστηκε μια διαφορετική πολιτική για την επίλυση εξειδικευμένων προβλημάτων της βιομηχανίας. Η πολιτική αυτή υλοποιήθηκε με (α) τη δημόσια γενναία χρηματοδότηση της Έρευνας, (β) τη χωρίς προηγούμενο στήριξη συνεργατικών έργων μεταξύ ΑΕΙ, Ερευνητικών Κέντρων και καινοτόμων επιχειρήσεων (όπως το Πρόγραμμα «Ερευνώ-Δημιουργώ-Καινοτομώ») και (γ) τη δημιουργία υπερταμείου συμμετοχών (Equifund) για επενδύσεις υψηλού ρίσκου σε νεοφυείς επιχειρήσεις και τεχνοβλαστούς.
ΠΑΡΑΛΛΗΛΑ, για την επίλυση τεχνικών προβλημάτων με τη διεξαγωγή βιομηχανικής έρευνας, είχε διαμορφωθεί πρόγραμμα με αξιοπρεπείς επιδοτούμενους εν μέρει από την Πολιτεία μισθούς για τον εμπλουτισμό τμημάτων R&D καινοτόμων επιχειρήσεων με εξειδικευμένους μεταδιδάκτορες. Η αποτελεσματικότητα των προσεγγίσεων αυτών αποτυπώθηκε στο γεγονός ότι πυροδότησε τη συνεισφορά του έως τότε έντονα διστακτικού ιδιωτικού τομέα σε R&D επενδύσεις και στην πρωτόγνωρη βελτίωση της θέσης της χώρας στους διεθνείς δείκτες επιδόσεων για Έρευνα & Καινοτομία.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΙΚΑ, ο απεγκλωβισμός από την αγοραία αντίληψη περί χρησιμοθηρικής έρευνας και τις αγκυλώσεις που αυτή προκαλεί, αποτελεί προϋπόθεση για την ανάδειξη και αξιοποίηση του γνωσιακού κεφαλαίου που διαθέτει η χώρα και τη συνεισφορά του στην αναπτυξιακή της προσπάθεια.