Skip to main content

Η Ελλάδα ως καθεστώς non-dom για επενδυτές

Των Νάσου Μιχελή, Αντιπροέδρου επιτροπής του Ελληνογερμανικού Επιμελητηρίου
και 
Βιβής Θεοφάνους, Δικηγόρου της εταιρείας MStR LAW

Non- dom, ψηφιακοί νομάδες, family offices είναι τα νέα καθεστώτα που εισήγαγε ο Έλληνας νομοθέτης στον Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος από το 2019 έως σήμερα και τα οποία έχουν διαμορφώσει ένα ολοκληρωμένο θεσμικό πλαίσιο φορολογικών κινήτρων για την προσέλκυση αλλοδαπών. Τα νέα καθεστώτα non-dom (εκ του «non-domiciled»), δηλαδή των «μη διαμενόντων κατοίκων», έχουν καταστήσει την Ελλάδα ανταγωνιστική στην προσπάθεια προσέλκυσης προσώπων και κεφαλαίων από το εξωτερικό.

Τρία καθεστώτα non-dom προβλέφθηκαν στον Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος. Αυτό του άρθρου 5Α για την προσέλκυση μεγάλων επενδυτών, αυτό του άρθρου 5Β για τους συνταξιούχους του εξωτερικού και, τέλος, αυτό του άρθρου 5Γ που αφορά τους αλλοδαπούς μισθωτούς ή αυτοαπασχολούμενους, αλλά και Έλληνες που μετοίκησαν από την Ελλάδα κατά την περίοδο της κρίσης, οι οποίοι προσκαλούνται να καταστήσουν εκ νέου τη χώρα μας τόπο της κατοικίας και της εργασίας τους.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει προσελκύσει το άρθρο 5Α ΚΦΕ, το πρώτο nondom καθεστώς που υιοθετήθηκε στην Ελλάδα, σύμφωνα με το οποίο φυσικά πρόσωπα που θα μεταφέρουν τη φορολογική τους κατοικία στην Ελλάδα, θα καταβάλλουν για τα εισοδήματά τους, που προκύπτουν στην αλλοδαπή, κατ’ αποκοπήν φόρο 100.000 ευρώ ετησίως για 15 έτη, χωρίς καμία περαιτέρω υποχρέωση δήλωσης των εισοδημάτων αυτών. Τους δίνεται, επίσης, η δυνατότητα να επεκτείνουν το φορολογικό αυτό καθεστώς και σε συγγενικά τους πρόσωπα, καταβάλλοντας επιπλέον ποσό κατ’ αποκοπήν φόρου 20.000 ευρώ ανά πρόσωπο.

Κατόπιν έγκρισης της αίτησής τους από τη ΔΟΥ Κατοίκων Εξωτερικού, τα υπαγόμενα στο καθεστώς του άρθρου 5Α πρόσωπα, οφείλουν μέσα σε τρία χρόνια να επενδύσουν στη χώρα μας ποσό τουλάχιστον 500.000 ευρώ σε μία έως τρεις διακριτές επενδύσεις. Οι κατηγορίες των επιλέξιμων επενδύσεων, αλλά και τα ειδικότερα χαρακτηριστικά αυτών ορίζονται στον νόμο διεξοδικά και είναι συνεπώς απαραίτητο το ενδιαφερόμενο πρόσωπο να λάβει πλήρη και ασφαλή ενημέρωση για τις προϋποθέσεις του νόμου πριν προβεί στις επενδυτικές του ενέργειες.

Αιτήσεις υπαγωγής στο καθεστώς του άρθρου 5Α μπορούν να υποβληθούν είτε με την έναρξη των επενδύσεων είτε το αργότερο έως και τρία έτη μετά την ολοκλήρωση αυτών. Επιπλέον, προκειμένου να μην αρθεί το καθεστώς του άρθρου 5Α, θα πρέπει το πρόσωπο να διατηρήσει την επένδυσή του στη χώρα μας για όλο το διάστημα υπαγωγής του στην εναλλακτική φορολόγηση.

Όσον αφορά την απόδειξη της επένδυσης, μπορούμε να διακρίνουμε τρία στάδια: αρχικά της υλοποίησης, στη συνέχεια της ολοκλήρωσης και, τέλος, της διατήρησης της επένδυσης.

  • Στο πρώτο στάδιο, προκειμένου να αποδείξει την υλοποίηση της επένδυσης, ο επενδυτής συνυποβάλλει με την αίτησή του ένα Παράρτημα Τεκμηρίωσης Επένδυσης. Με αυτό «συστήνεται» στην αρμόδια αρχή και παρουσιάζει την επένδυσή του.
  • Στο δεύτερο στάδιο, αυτό της απόδειξης της ολοκλήρωσης της επένδυσης, ο επενδυτής υποβάλλει νέο Παράρτημα Τεκμηρίωσης Επένδυσης, παρουσιάζοντας αυτήν τη φορά την ολοκληρωθείσα επένδυση και τα ποσά που επενδύθηκαν.
  • Στο τρίτο στάδιο, προκειμένου να παρακολουθείται η διατήρηση της επένδυσης στην Ελλάδα, ο επενδυτής οφείλει να υποβάλλει ετήσια αναφορά με τα απαιτούμενα, ανάλογα με την επένδυση, δικαιολογητικά.

Τα παραρτήματα Τεκμηρίωσης Επένδυσης και η ετήσια αναφορά συνοδεύονται από έκθεση ορκωτού ελεγκτή. Σε περίπτωση που ο επενδυτής δεν ολοκληρώσει την επένδυσή του εντός τριών ετών από την υπαγωγή του στην εναλλακτική φορολόγηση ή εάν δεν καταβληθεί το κατ’ αποκοπήν ποσό φόρου, τότε το καθεστώς αίρεται. Τέλος, ο επενδυτής μπορεί σε οποιοδήποτε φορολογικό έτος επιθυμεί, με αίτησή του μέχρι την 31η Μαρτίου, να αιτηθεί την ανάκληση του καθεστώτος και να πάψει να υπάγεται στο άρθρο 5Α ΚΦΕ.

Το Ελληνικό καθεστώς non-dom για τους μεγάλους ξένους επενδυτές είναι ανταγωνιστικό σε σχέση με αυτά άλλων κρατών και ελκυστικό για την προσέλκυση κεφαλαίων, ταυτόχρονα όμως η δομή του απαιτεί μία σειρά νομικών ενεργειών, συνεργασία Ελλήνων και ξένων συμβούλων και έναν διεξοδικό έλεγχο τήρησης των επενδυτικών υποχρεώσεων.