Skip to main content

Ποιος φοβάται την ανοικτή κοινωνία;

The N Society

Του Νίκου Δεμερτζή,
διευθυντή και προέδρου Δ.Σ. του ΕΚΚΕ, καθηγητή ΕΚΠΑ

ΠΟΛΛΟΊ στη χώρα μας αμφιταλαντεύονται ως προς το αν Έλληνας γεννιέσαι ή γίνεσαι. Το θέμα βέβαια δεν είναι μόνο νομικό – διοικητικό, αλλά αφορά την κατεύθυνση, τη διάρκεια και τη συνοχή αυτής και συναφών με αυτήν απόψεων που περιστρέφονται γύρω από ζητήματα εθνικής ταυτότητας. Αφορά όμως και το περιεχόμενο και την ποιότητα των αξιών που βρίσκονται πίσω από την εν λόγω αμφιρροπία.

ΣΥΧΝΆ οι λειτουργοί του θεσμικού – κρατικού ρατσισμού -που δυστυχώς δεν είναι λίγοι και στους οποίους οπωσδήποτε συμπεριλαμβάνεται ο καθηγητής που χαρακτήρισε μαθητή του ως «ντροπή της κοινωνίας»- καθιστούν την εφαρμογή των διαδικασιών πολιτογράφησης τόσο δύσκολες που ουσιαστικά ακυρώνουν στην πράξη την πολιτική της συμπερίληψης που απορρέει ευθέως από το πνεύμα του πολιτικού φιλελευθερισμού.

Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ αυτή θα δοκιμαστεί έτι περαιτέρω όταν επιτέλους κοινωνία και πολιτεία θα εγκύψουν σοβαρά στο ζήτημα της ένταξης των προσφύγων και μεταναστών στη χώρα μας, εγκαταλείποντας τον στρουθοκαμηλισμό και τη λογική της «ασφαλαιοποίησης» του όλου θέματος. Θα συνεχίσω τον συλλογισμό μου με μερικά παραδείγματα. Το πρώτο αυτοβιογραφικό: Βρέθηκα στη Σουηδία στις αρχές της δεκαετίας του ’80 για διδακτορικές σπουδές με υποτροφία του ΙΚΥ. Με τη λήξη της υποτροφίας εκείνης συνέχισα με τη χορήγηση μηνιαίου ειδικού ερευνητικού επιδόματος από το πανεπιστήμιό μου, γεγονός που με υποχρέωνε στην υποβολή φορολογικής δήλωσης. Παράλληλα με αυτή μου την υποχρέωση και δεδομένου ότι είχα διανύσει το προβλεπόμενο χρονικό διάστημα τεσσάρων ετών παραμονής απέκτησα αυτομάτως δικαίωμα ψήφου στις δημοτικές εκλογές, το οποίο και άσκησα. Ήμουν μια συνηθισμένη περίπτωση μαζί με χιλιάδες άλλες παρόμοιες περιπτώσεις.

ΑΠΕΊΡΩΣ σημαντικότερη είναι η περίπτωση του Θοδωρή Καλλιφατίδη. Μετανάστης στη Σουηδία τη δεκαετία του ’50, δούλεψε και έχει αναγνωριστεί ως ο κορυφαίος εν ζωή συγγραφέας της χώρας εκείνης και ένας από τους μεγαλύτερους διανοούμενούς της. Σχεδόν όλα τα έργα του γράφτηκαν στη σουηδική γλώσσα και αρκετά από τα θέματά του εστιάζουν στη μεταιχμιακή εμπειρία της διπλής ταυτότητας.

ΑΥΤΆ εκεί. Στην Ελλάδα του 21ου αιώνα η βαριά κληρονομιά του πολιτισμικού εθνικισμού εξακολουθεί να ρίχνει τη σκιά της, παρά τις βελτιώσεις που σημειώθηκαν τα τελευταία χρόνια στη νομοθεσία για την απόκτηση ιθαγένειας από πολίτες τρίτων χωρών με πρωτοβουλίες κυρίως του ΣΥΡΙΖΑ. Η περίπτωση του Γκάζμεντ Καπλάνι στην Ελλάδα είναι το απολύτως αντίθετο με ό,τι είχε συμβεί με τον Καλλιφατίδη στη Σουηδία. Μετά από 25 χρόνια νόμιμης παραμονής, στον καλό αυτό Αλβανό συγγραφέα που έμαθε τέλεια την ελληνική γλώσσα στην οποία έγραψε τα βιβλία του, τα οποία και μεταφράστηκαν σε αρκετές γλώσσες, η Πολιτεία αρνήθηκε την ελληνική ιθαγένεια. Αγανάκτησε, απογοητεύτηκε και έφυγε. Το ίδιο είχε συμβεί προ εικοσαετίας περίπου με τον Οδυσσέα Τσενάι, τον αριστούχο που του αμφισβήτησαν το δικαίωμα και την τιμή να γίνει ο σημαιοφόρος του σχολείου του. Έφυγε κι αυτός και διαπρέπει στο εξωτερικό.

ΜΕΤΑΞΥ άλλων, ο Νίκος Δήμου στηλιτεύει το γεγονός ότι -πέρα από τις διαδικαστικές χρονοτριβές-, συχνά οι ερωτήσεις τις οποίες καλούνται να απαντήσουν οι υποψήφιοι/ες για την απόκτηση ελληνικής υπηκοότητας, παρακαθήμενοι/ες στις εκ του νόμου προβλεπόμενες εξετάσεις, είναι τόσο εξεζητημένες που ουσιαστικά λειτουργούν ως φίλτρα αποκλεισμού. Ο κρατικός ρατσισμός που λέγαμε προηγουμένως. Είναι μια τακτική που κλείνει το μάτι στην παραδοχή «Έλληνας γεννιέσαι, δεν γίνεσαι». Ταυτόχρονα όμως αντιστρατεύεται τις αξίες της δεκτικότητας, της ανεκτικότητας και της συμπερίληψης, αξίες που θεμελιώνουν την ανοικτή πλουραλιστική κοινωνία.