Του Κωνσταντίνου Φωτιάδη
Ομότιμου καθηγητή Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας
28 χρόνια συμπληρώθηκαν από την ημέρα που η Βουλή των Ελλήνων με ομόφωνο ψήφισμά της αναγνώρισε τη Γενοκτονία των Ποντίων, ορίζοντας τη 19η Μαΐου ως «Ημέρα Μνήμης για τη Γενοκτονία των Ελλήνων στον Μικρασιατικό Πόντο». Ωστόσο, αν και πέρασαν εκατόν τρία χρόνια από την περίοδο της καταστροφής, της γενοκτονίας, του ξεριζωμού και της προσφυγιάς, ως σήμερα δεν τολμήσαμε να δούμε κατάματα την τραγωδία του Ελληνισμού. Δεν αναδείξαμε τα βαθύτερα αίτια που οδήγησαν τον Ελληνισμό της τρισχιλιόχρονης Μικρασίας στον θάνατο. Συνεργήσαμε -εγκλωβισμένοι από την Πολιτεία και τους ιδεολογικούς μηχανισμούς της- στην απαξίωση της ιστορίας μας. Δεν τολμήσαμε να διεκδικήσουμε το δικαίωμα στην ιστορική μνήμη. Μόνο εκδηλώσεις μνημοσύνων τελούσαμε και τελούμε. Οι νεκροί μας δεν έχουν ανάγκη από ένα απλό μνημόσυνο, αλλά από έναν διαρκή αγώνα διεκδίκησης της διεθνούς αναγνώρισης της γενοκτονίας. Η Αντιγόνη δεν είναι υπερήφανη για μας. Ο Κρεοντισμός κατόρθωσε, στις ημέρες μας, να επιβάλει τη δική του δυναμική. Η επίσημη Πολιτεία ευτυχισμένη, γιατί οι ποντιακές οργανώσεις είναι σαράντα πέντε κομμάτια, δεν έχει κανένα λόγο να δραστηριοποιηθεί και να δυσαρεστήσει τους γείτονές μας. Σε αυτό το θλιβερό και θολό τοπίο οι κραυγές των άφωνων νεκρών μας περιμένουν να ξυπνήσουμε, να μην τους ξεχάσουμε. «Συγχωρέστε», είπε ο Δαβίδ Μπεν-Γκουριόν, ο πρώτος πρόεδρος του Ισραήλ, αναφερόμενος στο Ολοκαύτωμα, «αλλά ποτέ μην ξεχάσετε». «Η μνήμη δεν είναι παρελθόν, είναι σπόρος της σκέψης και του καρπού, θεμέλιο της ζωής», μας προειδοποιεί ο Αργύρης Σφουντούρης, που επέζησε από τη σφαγή του Διστόμου. Η άλωση της μνήμης είναι το τελευταίο στάδιο της εθνικής επιβίωσής μας, είναι ένα βήμα πριν από την εθνική αυτοκτονία. Έχουμε υποχρέωση να διατηρούμε τη μνήμη, για να μπορούμε να θυμόμαστε, να στοχαζόμαστε και-γιατί όχι- και να συγχωρούμε.
Η μνήμη δεν δολοφονείται. Στους δωσίλογους της μνήμης και τους τουρκοπροσκυνημένους των ευρωπαϊκών προγραμμάτων, που μας συμβουλεύουν να αποδεχτούμε την ήττα μας, αφού έχει χαθεί η μάχη, απαντούμε ότι αν δεν συνεχίσουμε, δεν θα υπάρξει άλλη μάχη.
«Πιο οδυνηρή κι από τη μεγαλύτερη τραγωδία», μας συμβουλεύει ο μεγάλος πολιτικός της αλύτρωτης Κύπρου Βάσος Λυσσαρίδης, «είναι η απάθεια στην αντιμετώπισή της. Και πιο εξευτελιστική θα ήταν η τυχόν αδράνεια των παθόντων και των επιγόνων. …Έχουμε χρέος απέναντι στους νεκρούς μας να ορκιστούμε ότι δεν θα ξεχάσουμε τις κραυγές των νηπίων, τους ρόγχους των απαγχονισθέντων, τις πατημασιές των πεταλωμένων, το περήφανο βλέμμα του αδούλωτου Πόντιου, τις ρίζες που αρνούνται να πεθάνουν».
Μέσα σε χαλάσματα, κάτω από πέτρες, καταπλακωμένες από γκρεμισμένους τρούλους και πάνω από κομματιασμένες άγιες τράπεζες θα ηχούν για πάντα οι κραυγές εκείνων που κατακρεουργήθηκαν σε χώρους προσευχής και κατάνυξης. Που πέθαναν μέσα και γύρω από τα μοναστήρια του Πόντου. Εκεί όπου οι σταυροί έγιναν δολοφονικά όργανα, οι εικόνες προσανάμματα, τα καντήλια θρύψαλα και οι επιτάφιοι σαμάρια σε ζώα. Εκεί όπου τα πατώματα, τα προαύλια, οι νάρθηκες και τα ιερά πλημμύρισαν με αίμα και συντελέστηκαν κάθε είδους αίσχη. Κραυγές μικρών παιδιών, νεαρών γυναικών, σεβάσμιων γερόντων, κραυγές αθώων.
Στην ιστορικΗ παρακμή του ποντιακού ελληνισμού καθοριστικό ρόλο έπαιξε και το πολιτικό κλίμα της πατρίδας μας, που ήταν πάντα εχθρικό και ταυτόχρονα κατασταλτικό. Η προσφυγιά, το Ελληνο-τουρκικό Σύμφωνο Φιλίας Βενιζέλου – Ινονού, η Δικτατορία, ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος, ο Εμφύλιος, η ξενοκρατία και η Χούντα της επταετίας δεν επέτρεπαν την ανάδειξη επικίνδυνων «διά την καθεστηκυίαν τάξιν» λευκών σελίδων της σύγχρονης ιστορίας μας. Η λογοκρισία και ο χαφιεδισμός φυλάκισαν τη μνήμη των προσφύγων της πρώτης γενιάς, με αποτέλεσμα να μην προβάλλονται και να μην αναδεικνύονται τα θέματα αυτά. Κι όταν λυτρωθήκαμε από τα καρκινώματα των πέτρινων χρόνων, ήρθαν τα κόμματα και οι κομματοπατέρες να εξαγοράσουν αντί πινακίου φακής ό,τι παρέμεινε ακόμη όρθιο και ζωντανό.
ΕπιβΑλλεται να συνεχίσουμε τις έρευνες και κυρίως να ενθαρρύνουμε τους νέους ερευνητές προς αυτήν την κατεύθυνση. Η τεκμηριωμένη ανάδειξη των πραγματικών γεγονότων είναι δυνατό να οδηγήσει σε αλληλοκατανόηση εφόσον υπάρχει αποδοχή των εγκλημάτων και διορθωτικά μέτρα. Η συγχώρεση είναι αρετή. Όμως προϋποθέτει τη μετάνοια του εγκληματία και των επιγόνων, την αναγνώριση του εγκλήματος και τα διορθωτικά εφικτά μέτρα για μετρίαση του μεγέθους των εγκληματικών πράξεων. Γιατί οι δολοφονηθέντες αρνούνται να ενταφιαστούν. Αν ξεχάσουμε την Αμισό, την Αμάσεια, την πολύπαθη Πάφρα και τη Σαμψούντα, θα έχουμε ενταφιάσει την αξιοπρέπειά μας. Δεν θέλουμε ν’ αρμενίζουμε στη χαμένη Ποντιακή Ιθάκη και να ξεγράψουμε καινούργιες πατρίδες. Πάνω απ’ όλα θα μας κυνηγάει το Αγροτσάλ, η Κούνακα με τις 26 γυναίκες και νεάνιδες, οι οποίες για να αποφύγουν την ατίμωση των Νεότουρκων, «έριψαν εαυτάς εις τινά ποταμόν, παρά το χωρίον Γέφυρα, και παρά τας προσπαθείας των κατοίκων επνίγησαν». Θα μας κυνηγούν ο Ακριτίδης, ο Καπετανίδης, ο Κωφίδης και οι άλλοι ήρωες του Πόντου, που θυσιάστηκαν για την τρισχιλιόχρονη πατρίδα. Θα μας κυνηγάει η Σάντα και το Μπεϊλάν κι οι ποντιακοί βράχοι με τα σπασμένα κεφάλια των μικρών παιδιών. Αδιανόητο να παραμείνει στα αρχεία της Ιστορίας η γενοκτονία των Ποντίων και να προβάλλονται ως φίλοι οι σφαγείς του Ελληνισμού. Είναι καιρός να αποκαλύψουμε τους σκοτεινούς εξωελλαδικούς μηχανισμούς, που επιδιώκουν να τρώνε τη σάρκα μας. Απέναντι σε αυτά τα κέντρα θα πρέπει με τεκμηριωμένα επιστημονικά εφόδια να διεκδικήσουμε το πέρασμα της ελληνοκεντρικής αντίληψης της Ιστορίας σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης, για να έχουν λόγο, μαζί με τα άλλα γεωγραφικά διαμερίσματα, και οι περιοχές της Καππαδοκίας, της Ιωνίας, του Πόντου, της Κύπρου, της Ρωσίας, του ευρύτερου βαλκανικού χώρου στον κοινό Οικουμενικό Ελληνισμό.
ΕκατΟν τρΙα χρόνια συνειδητής προσβολής της μνήμης, αλλά προβολής και προπαγάνδας της κατασκευασμένης ιστορίας των μοντέρνων αναθεωρητών, είναι πολλά. Δεν έχουμε άλλα περιθώρια αναβολής. Ήρθε η ώρα που πρέπει να σκύψουμε με προσοχή πάνω στα κεφάλαια της Ελληνικής Ιστορίας που μπήκαν στα χρονοντούλαπα της λήθης. Να ιδρύσουμε το δικό μας Ποντιακό Μουσείο και Ερευνητικό Κέντρο Τεκμηρίωσης της Γενοκτονίας. Απευθύνομαι ιδιαίτερα στους νέους, να πάρουν στα χέρια τους την υπόθεση του Πόντου. Μακριά από κομματικές παρατάξεις, από ενδοποντιακές παρασυναγωγές και κυκλώματα. Έχουν τη δύναμη στα χέρια τους και το πεντακάθαρο μυαλό. Μόνο με τη δική τους ουσιαστική γνώση, τη δυναμική συμμετοχή τους σε διεθνή επιστημονικά συνέδρια γενοκτονιών και παγκόσμια πολιτικά fora Ολοκαυτωμάτων, θα μπορέσουμε όχι μόνο να μεταφέρουμε το αίτημα της αναγνώρισης στα εξειδικευμένα κέντρα αποφάσεων, αλλά και να φτάσει στα αυτιά των ισχυρών της Γης ο γοερός θρήνος των 353.000 άταφων στην πλειονότητά τους νεκρών μας.