Naftemporiki Society
ΣΤΙΣ ΑΡΧΕΣ του περασμένου Νοεμβρίου έληξε η συνδιάσκεψη του ΟΗΕ στη Γλασκώβη για την εν εξελίξει κλιματική αλλαγή, συνδιάσκεψη που αποτελεί συνέχεια και περαιτέρω ανάπτυξη της Συνδιασκέψεως των Παρισίων του 2015 και της Συμφωνίας στην οποία κατέληξε αυτή. Τότε, επικράτησε η αντίληψη ότι πρέπει αφενός να ενδυναμωθεί ο στόχος του περιορισμού της αυξήσεως της θερμοκρασίας της Γης και αφετέρου να ενταθούν τα μέτρα που υπηρετούν αυτό τον στόχο. Βάση των παραδοχών αυτών, σε αμφότερες τις συνδιασκέψεις, αποτελεί η κρατούσα στην επιστήμη άποψη:
α) ότι η θερμοκρασία στην επιφάνεια του πλανήτη ανήλθε επικίνδυνα στη βιομηχανική περίοδο, ιδίως δε στο δεύτερο ήμισυ του 20ού αιώνος και
β) ότι η άνοδος της θερμοκρασίας σχετίζεται με αύξηση των εκπομπών (κυρίως του διοξειδίου του άνθρακος) που προκαλούνται κατά κύριο λόγο από ανθρωπογενή αίτια και όχι από φυσικά φαινόμενα (π.χ. εκρήξεις ηφαιστείων κ.λπ.).
ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΑ, ο στόχος είναι η αύξηση της θερμοκρασίας του πλανήτη να μην υπερβεί τους 2° C, και ει δυνατόν τον 1,5° C, εν σχέσει με την προβιομηχανική περίοδο, αυτά δε επιτυγχάνονται με βαθμιαία μείωση των αερίων του θερμοκηπίου (μέχρι το 2030 μείωση 45% εν σχέσει με το 2010 και μηδενισμός μέχρι το 2050). Τα μέτρα περιλαμβάνουν: αλλαγές στις πηγές της ενέργειας με βαθμιαία αποβολή εκείνων που περιέχουν άνθρακα (ουσιαστικά, όλων των ορυκτών) και αντικατάστασή τους από πηγές ανεξάντλητες (;) και συμβατές με τη «βιώσιμη ανάπτυξη» («ανανεώσιμες πηγές»). Κατόπιν, μέριμνα για τη διατήρηση της ακεραιότητας των φυσικών οικοσυστημάτων που απορροφούν ρύπους (δάση, έδαφος, ωκεανοί) και ειδικότερα τερματισμός των αποψιλώσεων των δασών εντός συγκεκριμένου χρονικού διαστήματος σε παγκόσμιο επίπεδο, διεθνής συνεργασία και αλληλεγγύη μεταξύ των ανεπτυγμένων χωρών και των αναπτυσσομένων, «φτωχών» χωρών με συγκεκριμένες δράσεις: οικονομική ενίσχυση των τελευταίων με κονδύλια υπερβαίνοντα κατ’ έτος τα 100 δισ. δολ. και επιμήκυνση γι’ αυτές των χρονικών περιθωρίων επιτεύξεως των στόχων.
ΣΗΜΕΙΩΘΗΤΩ, ότι το πρόβλημα της κλιματικής αλλαγής δεν είναι σημερινή ανακάλυψη. Εντοπίσθηκε τουλάχιστον από το 1992 στην καταστατική διάσκεψη του Ρίο, όπου θεσμοθετήθηκε η Συνθήκη-Πλαίσιο για τα επόμενα βήματα. Άλλο το ζήτημα ότι στην Ελλάδα γίνεται πολιτική αναφορά περί «κλιματικής αλλαγής» μόλις τα τελευταία χρόνια, προκειμένου να δικαιολογηθεί το έλλειμμα περιβαλλοντικής μέριμνας και η συναφής καταστροφή φυσικού κεφαλαίου, κυρίως δε του δασικού πλούτου της χώρας.
ΑΜΕΣΩΣ μετά τη Διακήρυξη της Διασκέψεως αρχίζουν δράσεις και αντιδράσεις. Με πρόταση της Κομισιόν (31/12/2021) η πυρηνική ενέργεια και το φυσικό αέριο κατατάσσονται στην κατηγορία της «καθαρής ενέργειας». Θεωρούνται αμφότερα ως συμβατά με την έννοια της «βιωσίμου αναπτύξεως». Και ως προς μεν το φυσικό αέριο οι αντιδράσεις είναι μάλλον ασήμαντες, δεδομένου ότι οι ρυπαντικές του παρενέργειες (εκπομπές CO2) είναι περιορισμένες εν σχέσει με τα άλλα ορυκτά καύσιμα. Ως προς την πυρηνική ενέργεια όμως, προκαλείται οξεία αντίδραση της Γερμανίας και της Αυστρίας, αφενός λόγω των τεραστίων κινδύνων που εγκυμονεί («ατυχήματα», διαχείριση πυρηνικών αποβλήτων), αφετέρου διότι ολοκληρώνεται το γερμανικό πρόγραμμα (από το 2011) τερματισμού των πυρηνικών εργοστασίων. Αντιθέτως, η Γαλλία, απτόητη, ανακοινώνει τον σχεδιασμό νέων πυρηνικών εργοστασίων (56 ήδη υπάρχοντα).
Σπουδαιότερες αντιδράσεις σημειώνονται στον «εξωτερικό χώρο», στην αγορά, με την έκρηξη των τιμών της εισαγόμενης ενέργειας, και ιδίως του φυσικού αερίου, η οποία φαίνεται να εκπλήσσει την Ευρωπαϊκή Ένωση. Οι εκπλήξεις σχετίζονται με αισιόδοξους σχεδιασμούς, που μάλλον δεν λαμβάνουν επαρκώς υπ’ όψιν τα μεγέθη της ενεργειακής εξαρτήσεως. Η όποια υπερβολή στους ρυθμούς «ενεργειακής στροφής» οδηγεί μαθηματικά σε διαταραχή των τιμών και σε ανατροπή των παραμέτρων του «ασφαλούς» και του «οικονομικού» εφοδιασμού, απαραίτητων στοιχείων προσιτής ενέργειας. Αναδύεται δηλαδή η εγγενής στο «δίκαιο της ενέργειας» σύγκρουση μεταξύ του «ανταγωνισμού» και της «περιβαλλοντικής συμβατότητας» των διαφόρων πηγών ενέργειας, από τις οποίες οι μεν «συμβατικές» είναι περιβαλλοντικά επικίνδυνες αλλά σταθερές και ανταγωνιστικές, οι δε «ανανεώσιμες» είναι περιβαλλοντικά φιλικές αλλά ασταθείς και, προς το παρόν, ακριβές.
ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ η πορεία προς την ενεργειακή αλλαγή συναντά διαφόρου φύσεως εμπόδια. Το πρώτο πρόβλημα: αν μπορεί να πολλαπλασιάσει σε λίγο χρόνο (α’ βήμα το 2030, β’ βήμα το 2050) τις ανανεώσιμες πηγές, με πρωτοκαθεδρία την αιολική ενέργεια. Ιδίως εν όψει αντιδράσεων ευλόγων και αντιδράσεων αλόγων, που είναι συνήθεις και σε κεντρικά ευρωπαϊκά κράτη. Οι εύλογες, προκαλούνται από αλόγιστες μαζικές χωροθετήσεις σε βάρος οικοσυστημάτων, πολύτιμων για τη διαφύλαξη του κλίματος. Τα δάση λ.χ. είναι αντικείμενο προστασίας τόσο από τις Διεθνείς Συμβάσεις όσο και από το εθνικό δίκαιο ως «φυσικοί συλλέκτες» (sinks) του διοξειδίου του άνθρακος. Υπάρχει ο κίνδυνος μια τεχνολογία «ενεργειακής στροφής» να εξαλλαχθεί σε δραστηριότητα περιβαλλοντικής ζημίας. Οι άλογες, συνδέονται με τοπικισμούς, που εξορκίζουν τις ΑΕΠ, καίτοι οι αξιώσεις καταναλώσεως ενέργειας δεν γνωρίζουν κανένα μέτρο (π.χ. νησιά με υπέρμετρο τουρισμό).
ΤΑ ΕΠΟΜΕΝΑ εμπόδια συνέχονται με προβληματικούς τομείς της κρατικής δράσεως, οι οποίοι υστερούν πολύ έναντι δυτικών ή και ανατολικών ευρωπαϊκών κρατών, εις τρόπον ώστε η βάση εκκινήσεως για την Ελλάδα να είναι πολύ δυσμενής. Οι τομείς εν συνόψει είναι: το πολεοδομικό αστικό πρόβλημα, το άμεσα συνδεδεμένο περιβαλλοντικό πρόβλημα (καταστροφή περιαστικών δασών, διαχείριση αποβλήτων) και οι μεταφορές-συγκοινωνίες. Συγκέντρωση των προβλημάτων αυτών γίνεται στην Αττική, όπου ζει περισσότερο από το ένα τρίτο του πληθυσμού σε ελάχιστο χώρο, με ελαχιστοποίηση έως ανυπαρξία αστικού και περιαστικού πρασίνου, εντατικοποίηση της δομήσεως (βλ. την κοινή πολιτική επιλογή δημιουργίας πόλεως στο αεροδρόμιο του Ελληνικού) και πλήρη «σφράγιση» του εδάφους. Οι συνθήκες αυτές, παρότι επιδεινώνουν δραματικά το μικροκλίμα, αφήνονται άθικτες, με μόνη βιώσιμη λύση να προβάλλει την κήρυξη της περιοχής ως πολεοδομικά-κτιριακά κορεσμένης. Το άλλο εμπόδιο, η τριτοκοσμική «διαχείριση» των στερεών αποβλήτων, συνεπαγόμενη βλάβες σε όλα τα στοιχεία του περιβάλλοντος (έδαφος, ύδατα, ατμόσφαιρα-εκπομπές), δεν χρειάζεται καμία άλλη ανάλυση παρά μόνο την υπενθύμιση ότι οι τρεις «χώροι υγειονομικής ταφής» στην Αττική, με επίσημα σχέδια από το 1996 (εγκεκριμένα με τις 2594, 259, 2598/1999 αποφάσεις ΣτΕ) παραμένουν ακόμη σχέδια. Τέλος, ο τομέας των μεταφορών επηρεάζεται δυσμενώς από την εγκατάλειψη των σιδηροδρόμων, που θεωρούνται πανευρωπαϊκά το αποφασιστικό μέσο μειώσεως των εκπομπών στον τομέα αυτόν. Αρκούν, αντί οποιασδήποτε έρευνας, η εικόνα του κεντρικού σταθμού της πρωτεύουσας και μία σύγκριση με ισομεγέθεις ευρωπαϊκές χώρες. Αυστρία: 8,9 εκατ. κάτοικοι, έκταση 83.882 τ.χλμ., δίκτυο 4.875 χιλιόμετρα (ηλεκτροδοτούμενα 3.645), έτος 2020: 162,7 εκατ. επιβάτες και 95,3 εκατ. τόνοι εμπορευμάτων. Ελλάδα, 10,7 εκατ. κάτοικοι, έκταση 132.049 τ.χλμ., δίκτυο 2.345 χιλιόμετρα, 15 εκατ. επιβάτες. Βάση εκκινήσεως δυσμενής, σχεδιασμοί ομοιότροποι. Τον επίλογο θα τον γράψει η δεκαετία που διανύουμε.