Skip to main content

Ακρίβεια, ουδέν μονιμότερον του προσωρινού

Naftemporiki Society

Του Αθανάσιου Ι. Σκορδά, 
Πρώην υφυπουργού Ανάπτυξης, στελέχους επιχειρήσεων και προέδρου του Think Tank Ρ.ΕΥ.Μ.Α.

Η ΠΑΡΑΓΩΓΙΚΗ έκρηξη της Κίνας διατήρησε τις τιμές -κυρίως των βιομηχανικών αγαθών- χαμηλά τις τελευταίες δεκαετίες και ίσως μας έκανε να ξεχάσουμε τι σημαίνει πληθωρισμός, αλλά όλες οι ενδείξεις οδηγούν στη σκέψη πως αυτή η περίοδος βαίνει προς το τέλος της. Προσθέστε τις ελλείψεις εργατικού δυναμικού λόγω δημογραφικών στοιχείων και αποχωρήσεων λόγω της πανδημίας και φαινόμαστε έτοιμοι για μια ουσιαστική αλλαγή τάσης. Αν μάλιστα συνυπολογίσουμε ότι κάθε αύξηση της μεγαβατώρας κατά ένα ευρώ σημαίνει κάμποσα δισ. ευρώ ετησίως πρόσθετο κόστος ηλεκτρικής ενέργειας, τότε η εικόνα γίνεται ακόμη πιο τρομακτική. Σοκάρεται από τα μεγέθη όποιος προσπαθεί να υπολογίσει την επίπτωση στο τελικό κόστος διαβίωσης κάθε νοικοκυριού. Εκτρέπονται πόροι από την ενεργειακή μετάβαση και την οικονομική ανάκαμψη, με αποτέλεσμα κάθε μέρα να χειροτερεύει η κατάσταση.

ΕΔΩ είναι το πρόβλημα και είναι τόσο σοβαρό, ώστε πραγματικά καθίσταται άνευ αξίας οποιοδήποτε σχόλιο για τις δηλώσεις διαφόρων κυβερνητικών παραγόντων οι οποίοι υποστηρίζουν πως η ακρίβεια που ενέσκηψε είναι παροδική. Πράγματι, επικείμενες ανατιμήσεις και ελλείψεις συνιστούν το μέγα θέμα των επόμενων μηνών. Θέμα το οποίο είναι ικανό να πυροδοτήσει κοινωνικές αναταραχές. Αν κάποιοι εθελοτυφλούν και υποτιμούν το πρόβλημα ως παροδικό και αποκλειστικώς εξωγενές, θα πρέπει να γνωρίζουν ότι όχι μόνον δεν προσφέρουν καλές υπηρεσίες, αλλά μας παραπλανούν συνειδητά. Άλλωστε, το δίδυμο ανατιμήσεις – ελλείψεις είναι αλληλοτροφοδοτούμενο και οδηγεί σε έναν φαύλο κύκλο διάβρωσης τόσο των εισοδημάτων όσο και της ανταγωνιστικότητος των επιχειρήσεων.

ΜΗ ΓΕΛΙΕΣΤΕ, η αύξηση του ενεργειακού κόστους, ακόμη κι αν ανακοπεί πριν από το μέσον του επόμενου έτους, θα έχει μεσοπρόθεσμες αρνητικές επιπτώσεις σε όλη την παραγωγική αλυσίδα και πρωτίστως στην παραγωγή και τις τιμές των τροφίμων. Ήδη η ενεργειακή εξάρτηση της βιομηχανίας παραγωγής λιπασμάτων έχει οδηγήσει σε συρρίκνωση της παραγωγής λιπασμάτων και σε αύξηση της τιμής τους. Κατάσταση η οποία γίνεται αντιληπτή σε όσους επισκεπτόμαστε κάθε λογής καταστήματα τροφίμων και η οποία θα επιδεινωθεί όσο θα πλησιάζουμε στην εμπορία της σοδειάς του δευτέρου εξαμήνου του 2022. Μόνον αφελείς δεν βλέπουν τις αυξητικές τάσεις οι οποίες, επιπλέον των πραγματικών αιτίων, επιχειρώντας να προεξοφλήσουν τα επερχόμενα, επιδεινώνουν το πρόβλημα και μεταβάλλουν την καταναλωτική συμπεριφορά. Στην αύξηση των παραγόντων κόστους πρέπει να λάβουμε υπ’ όψιν μας και τα σχετικά προβλήματα της εφοδιαστικής αλυσίδας. Ακριβότερες μεταφορές, καθυστερήσεις παραδόσεων, έλλειψη επαρκών μεταφορικών μέσων και εγγενείς αδυναμίες των υποδομών διακίνησης και διαχείρισης εμπορευμάτων, καθιστούν αδύνατη την επέκταση των δυνατοτήτων της εφοδιαστικής αλυσίδας βραχυπρόθεσμα. Η απόφαση της Κίνας να περιοριστεί στην αντιμετώπιση του Covid με αυστηρά lockdown και παροχή κινεζικών εμβολίων αποφεύγοντας -για λόγους πολιτικού γοήτρου- να εισαγάγει δυτικά εμβόλια τεχνολογίας mRNA, επιδεινώνει ακόμη πιο πολύ την υφιστάμενη κατάσταση. Η λογική λέει ότι οι τιμές θα αυξάνονται μέχρι η ζήτηση να ισορροπήσει με τις δυνατότητες της εφοδιαστικής αλυσίδας. Διεθνώς, ως πρόσφορο μέτρο άμεσης αποκατάστασης αυτής της ισορροπίας, συζητείται η επιβράδυνση της κατασκευής υποδομών (δομικά υλικά, έπιπλα, ηλεκτρικές συσκευές κ.λπ. συνιστούν μεγάλο μέρος των φορτίων).

Η ΕΥΦΟΡΙΑ που προκάλεσε η ανάκαμψη μετά την άρση των περιορισμών λόγω Covid δεν επιτρέπεται να μας αποπροσανατολίσει και να εφησυχάσουμε. Κάθε παράγοντας κόστους που αυξάνεται ωθεί τις τιμές σε υψηλότερο επίπεδο και σύντομα θα επιφέρει μείωση της συνολικής ζήτησης και κάμψη των αναπτυξιακών ρυθμών. Τον πληθωρισμό που βασίζεται στη ζήτηση δεν μπορούμε να τον αντιμετωπίζουμε ως συνέπεια λανθασμένης νομισματικής πολιτικής και εσφαλμένων δημοσιονομικών κινήτρων. Το μέγεθος του χρέους -δημοσίου και ιδιωτικού- έχει γιγαντωθεί τόσο που η ένεση περισσότερων χρημάτων (ιδιαιτέρως όταν δεν κατευθύνεται στην παραγωγή διεθνώς εμπορεύσιμων αγαθών) δεν λειτουργεί αποτελεσματικά. Οι ακολουθούμενες πολιτικές επιχειρούν να δημιουργήσουν ρευστότητα αλλά δεν μπορούν να εξαναγκάσουν ούτε τις τράπεζες να δανείσουν ούτε εμάς -τους ήδη υπερδανεισμένους πολίτες- να ξαναδανειστούμε.

ΣΥΝΕΠΩΣ, λόγω μείωσης της ταχύτητας κυκλοφορίας του χρήματος, που σημαίνει ότι κάθε ευρώ θα παράγει λιγότερο ΑΕΠ, οι στόχοι υψηλών ρυθμών ανάπτυξης υπονομεύονται και η νέα ρευστότητα θα παγιδεύεται στις χρηματοπιστωτικές αγορές αντί να βελτιώνει το βιοτικό επίπεδο των πολιτών μεταβαίνοντας στην πραγματική οικονομία. Είναι η ώρα οι ιθύνοντες να κατανοήσουν ότι δεν αντιμετωπίζουν την ακρίβεια διανέμοντας χρήματα που δεν αντιστοιχούν σε πλούτο που έχει ήδη παραχθεί. Πολιτικές μη στοχευμένων επιδομάτων αντί πολιτικών ενίσχυσης της πραγματικής παραγωγικής οικονομίας τρέφουν αντί να πολεμούν το τέρας της ακρίβειας. Τα πολλαπλά πακέτα ζεστού χρήματος πήγαν στα χέρια ανθρώπων που το ξόδεψαν πραγματικά. Και επειδή δεν μπορούσαν να αγοράσουν υπηρεσίες όπως εστιατόρια, ξενοδοχεία και ταξίδια, αγόρασαν «πράγματα». Έτσι είχαμε ένα «σοκ ζήτησης». Οι καταναλωτές ήθελαν περισσότερα από όσα μπορούσαν να παράγουν οι επιχειρήσεις.

Η ΚΑΛΥΤΕΡΗ agenda για την αντιμετώπιση της απόγνωσης που γεννά η ακρίβεια ξεκινά με μια agenda αφθονίας. Είναι η ώρα να δώσουμε αξία σε μια γενική αφθονία που γεννούν οι πολιτικές που μειώνουν το κόστος παραγωγής.