Της Βάιας Λαμπαδιάρη
Ο σακχαρώδης διαβήτης τύπου 2 είναι μια σύγχρονη επιδημία που αφορά τόσο τον αναπτυγμένο όσο και τον αναπτυσσόμενο κόσμο. Ο σύγχρονος τρόπος ζωής, η παχυσαρκία, η καθιστική ζωή, η έλλειψη επαρκούς ύπνου, και το χρόνιο stress είναι παράγοντες που συνεισφέρουν στην αύξηση της επίπτωσης του διαβήτη και των επιπλοκών του.
Από την άλλη πλευρά, η θεραπευτική φαρέτρα που σήμερα έχουμε στη διάθεσή μας για την αντιμετώπιση των δυσμεταβολικών διαταραχών και των επιπλοκών τους είναι πολύ πλουσιότερη, τόσο στο πεδίο της εξατομικευμένης κλινικής διατροφολογικής παρέμβασης όσο και σε αυτό των φαρμακευτικών αλλά και χειρουργικών μέσων για τον διαβήτη, την παχυσαρκία, τη δυσλιπιδαιμία, την αρτηριακή υπέρταση. Και αυτό γιατί η προσέγγιση του μεταβολικού ασθενούς οφείλει να είναι ολιστική και πολυπαραγοντική. Δεν θεραπεύουμε το «ζάχαρο», προλαμβάνουμε τις οξείες και χρόνιες επιπλοκές του.
Ο σακχαρώδης διαβήτης τύπου 2 αλλά ακόμα και ο προδιαβήτης αν αφεθούν χωρίς αντιμετώπιση μπορεί να οδηγήσουν σε μακροαγγειακές επιπλοκές (ισχαιμική καρδιοπάθεια, αγγειακά εγκεφαλικά επεισόδια, περιφερική αγγειακή νόσο), μικροαγγειακές επιπλοκές (αμφιβληστροειδοπάθεια, νεφροπάθεια, νευροπάθεια, διαβητικό πόδι, διαβητική μυοκαρδιοπάθεια), αλλά και άλλες μικτής αιτιολογίας, όπως στυτική δυσλειτουργία, διαταραχές γονιμότητας, λιπώδες ήπαρ και στεατοηπατίτιδα, εκδηλώσεις από το δέρμα, την ψυχική σφαίρα, ευπάθεια σε λοιμώξεις, κ.λπ. Δεν θα πρέπει φυσικά να ξεχνάμε και τα οξέα συμβάματα που συχνά προκύπτουν, όπως η διαβητική κετοξέωση/υπερόσμωση που μπορεί να οδηγήσουν μέχρι και στο κώμα, αλλά και τα υπογλυκαιμικά επεισόδια που βασανίζουν μεγάλη μερίδα των διαβητικών ασθενών και προκύπτουν συνήθως από θεραπευτικές αστοχίες. Τα συχνά επαναλαμβανόμενα υπογλυκαιμικά επεισόδια ευθύνονται επίσης για την ανάπτυξη επιπλοκών, τόσο μέσω ενεργοποίησης του συμπαθητικού νευρικού συστήματος με αρνητικές συνέπειες στην καρδιά και τα αγγεία, όσο και για βλάβες στο κεντρικό νευρικό σύστημα, στην ενεργοποίηση της φλεγμονής, αύξηση ατυχημάτων και επηρεασμό της καθημερινότητας και της ποιότητας ζωής.
Υπό αυτό το πρίσμα, σήμερα προτείνεται από τις οδηγίες διεθνών αλλά και ελληνικών επιστημονικών εταιρειών (ADA, EASD, AACE, ΕΔΕ) η στοχευμένη επιλογή θεραπευτικού σχήματος αφού πρώτα υπολογιστεί ο καρδιαγγειακός κίνδυνος του ασθενούς και η αυστηρή ρύθμιση όλων των παραγόντων κινδύνου. Συγκεκριμένα, επιλέγονται κατά προτεραιότητα και ανάλογα με την υποκείμενη παθοφυσιολογία, φάρμακα με αποδεδειγμένη ασφάλεια και ευνοϊκή επίδραση στο καρδιαγγειακό σύστημα του ασθενούς (ειδικά αυτού με αυξημένο ρίσκο, όπως ο ασθενής με ισχαιμική καρδιοπάθεια, καρδιακή ή νεφρική ανεπάρκεια, αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο ή και πολλαπλούς παράγοντες κινδύνου). Κατόπιν, υπάρχει μέριμνα για την αποφυγή των συστηματικών υπογλυκαιμικών επεισοδίων, της υπερινσουλιναιμίας, ενώ θα πρέπει να γίνεται προσπάθεια και για τη διατήρηση ή και απώλεια του σωματικού βάρους στα υπέρβαρα ή παχύσαρκα άτομα. Η ιδανική αντιδιαβητική θεραπεία οφείλει να βελτιώνει τη γλυκαιμική ρύθμιση χωρίς να προκαλεί υπογλυκαιμία και χωρίς να οδηγεί σε πρόσληψη βάρους, ενώ θα ήταν προτιμητέο να επιδεικνύει και πλειότροπες ευνοϊκές δράσεις σε όργανα στόχους πέρα από τη μεταβολική δράση.
Από τα παραπάνω βέβαια γίνεται σαφές πως ο διαβητικός/δυσμεταβολικός ασθενής είναι ένας πολυσυστηματκός ασθενής που χρήζει φροντίδας από πολλές ειδικότητες (παθολόγος-διαβητολόγος/ενδοκρινολόγος, καρδιολόγος, νεφρολόγος κ.λπ.), η σωστή συνεργασία των οποίων είναι η μόνη ασφαλιστική δικλίδα για την ευνοϊκότερη έκβαση της πάθησης. Η συνολική καρδιομεταβολική υγεία και η βελτίωση της ποιότητας ζωής θα πρέπει να είναι ο στόχος μιας ολοκληρωμένης ολιστικής προσέγγισης αυτού του ολοένα αυξανόμενου πληθυσμού.