Skip to main content

Η χάραξη νέας πολιτικής στην Υγεία δείχνει ακόμη δύσκολη

Του Γιώργου Σακκά
[email protected] 

Συμπληρώθηκαν ήδη δύο μήνες μεταμνημονιακής περιόδου και το μόνο που δεν έχει γίνει αντιληπτό από κανέναν πολίτη είναι… η έξοδος από την περίοδο της επιτροπείας. Ο κλάδος της υγείας υπήρξε ίσως ο πλέον βαλλόμενος από τα «πυρά» της δημοσιονομικής προσαρμογής της 8ετίας που προηγήθηκε, πληρώνοντας βαρύ τίμημα για μια χρονική περίοδο η οποία χαρακτηρίστηκε από διαφθορά, αδιαφάνεια και κακοδιαχείριση. Όμως, ακόμη και τώρα και για το προσεχές μεσοπρόθεσμο μέλλον έχει δεσμεύσεις και περιορισμούς.

Αν και η παρούσα κυβέρνηση, η οποία έχει συμπληρώσει 3 χρόνια και δύο μήνες στην εξουσία, νομοθέτησε υπέρ της διασφάλισης της διαφάνειας και της λήξης της κακοδιαχείρισης, ο απολογισμός αυτών των ετών περιέχει δεκάδες νέους νόμους και αποφάσεις, αλλά λίγα αποτελέσματα. Η συμμετοχή των ασθενών στην περίθαλψη βρίσκεται στα ύψη, η φαρμακευτική βιομηχανία και οι πάροχοι υγείας και επίσημα πλέον θεωρούνται συμμέτοχοι στη δημόσια δαπάνη για περίθαλψη, και οι δημόσιες δομές ακόμη στο απυρόβλητο. 

Είναι γεγονός ότι η ηγεσία του υπουργείου Υγείας κινείται με τις καλύτερες προθέσεις, και με βάση το πολιτικό της προφίλ πέτυχε την καθολική κάλυψη του πληθυσμού σε υπηρεσίες υγείας. Κατόρθωσε παράλληλα να πετύχει ελαφρά ενίσχυση των πόρων για την Υγεία μέσω της σύνδεσή της με την ανάπτυξη του ΑΕΠ. Όμως, εδώ εμφανίζεται μια έντονη αδυναμία. Ενώ η υγεία θα έπρεπε να ενισχυθεί σε ποσοστό πολλαπλάσιο από τον ρυθμό ανόδου του ΑΕΠ, περιορίστηκε σε αυτό, ήτοι μόλις 92,5 εκατ. ευρώ.

Σε περιόδους κρίσης, αυτό που προέχει είναι η εξασφάλιση της υγείας του πληθυσμού. Κι αυτό με μόλις επιπλέον 92,5 εκατ. ευρώ μοιάζει απλά με «χαρτζιλίκι» της κεντρικής κυβέρνησης προς τον πλέον ευάλωτο κλάδο. 

Ίσως το ποσό αυτό να είχε μεγαλύτερη αξία αν είχε συνδυαστεί με παράλληλη ριζική αναμόρφωση του δημόσιου τομέα υγείας. Όμως ακόμη απαιτούνται πολλά γι’ αυτό. Ο ιδιωτικός τομέας μπόρεσε με σημαντικό τίμημα -που, για κάποιους, αντικειμενικά έπρεπε να πληρώσει, αλλά όχι σε τέτοιο βαθμό- να χωρέσει στον νέο «κοστούμι» της δημοσιονομικής προσαρμογής. Τα καταφέρνει και πολύ καλά μάλιστα, αν σκεφτεί κανείς τις επενδυτικές κινήσεις ξένων fund αλλά και την αναδιάρθρωση των εταιρειών στην αγορά φαρμάκου. Όμως, το Δημόσιο δεν κατάφερε, παρά ελάχιστα, να εξελιχθεί και να εκσυγχρονιστεί. Ακόμη αναζητείται ο τρόπος που τα νοσοκομεία θα μπορούν να υποβάλλουν τις απαιτήσεις τους προς τον ΕΟΠΥΥ, η νέα Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας προσπαθεί μέσα από ένα φιλόδοξο σχέδιο να βρει τον βηματισμό της και από την άλλη το σύνολο σχεδόν των ασθενών αμφιβάλλει αν θα έχει σε μερικούς μήνες τις αναγκαίες θεραπείες. 

Ο δρόμος γι’ αυτά είναι μακρύς και, με την παραδοχή της ίδιας της ηγεσίας του υπουργείου Υγείας, δεν είναι εύκολος. Οι ιδιώτες πάροχοι και οι φαρμακευτικές δεν μπορούν να στηρίζουν το σύστημα το οποίο διαπιστώνουν ότι, λόγω της «μεροληψίας» υπέρ του Δημοσίου, τις βλάπτει με αθέμιτες κατ’ αυτούς ενέργειες. 

Μέσα σε όλα αυτά ακούγεται και η λέξη «ανάπτυξη». Μια ανάπτυξη που από την αρχή της κρίσης, από το 2010, μπορούσε να έχει βασιστεί στον κλάδο της υγείας. Όμως κι εκεί καμία μέριμνα. Μόνο κινήσεις αφελληνισμού των δομών ιδιωτικής δευτεροβάθμιας περίθαλψης και μεταβιβάσεις ελληνικών φαρμακευτικών. Ακόμη και ο διάσημος τομέας των ελληνικών φαρμακευτικών προϊόντων έχει πολυεθνικό χρώμα, αφού σε ποσοστό της τάξης του 70% η Ελλάδα εξάγει… μη ελληνικά σκευάσματα.

Η χάραξη νέας πολιτικής στην Υγεία δείχνει ακόμη δύσκολη. Απαιτείται διεκδίκηση των πόρων που αντικειμενικά πρέπει να απολαμβάνει η Υγεία. Απαιτείται η συμμετοχή επιστημόνων, οι οποίοι αποδεδειγμένα δεν λείπουν από τη χώρα, αλλά που δυστυχώς δεν τους δίνεται κανένα κίνητρο να ασχοληθούν. Ίσως από αυτό θα πρέπει να ξεκινήσει μια νέα περίοδος αναβάθμισης του χώρου. Μέσα από την αξιοπρεπή χρηματοδότηση και μέσα από τον σεβασμό της νέας ιδέας και την πριμοδότηση της ρήξης με την κατεστημένη νοοτροπία.