Ανάμεσα στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης που εμφάνισαν αύξηση (κατά 8 ποσοστιαίες μονάδες) στον αριθμό των εταιρειών που δημοσιεύουν μη χρηματοοικονομικά στοιχεία (Ν100) βρίσκεται η Ελλάδα, σύμφωνα με την έρευνα για τις Εκθέσεις Εταιρικής Υπευθυνότητας 2017 της KPMG.
Το νέο νομοθετικό πλαίσιο έχει συμβάλει στην αύξηση αυτή, από 46% το 2015 σε 54% το 2017, όπως εκτιμά ο Γιώργος Ραουνάς, γενικός διευθυντής, επικεφαλής της Επιχειρηματικής Διακυβέρνησης της KPMG στην Ελλάδα. Σχολιάζει πάντως ότι παραμένουμε κάτω από τον αντίστοιχο παγκόσμιο μέσο όρο του 72%, γεγονός που θα πρέπει να προβληματίσει τις ελληνικές επιχειρήσεις και να αποτελέσει έναυσμα για την περαιτέρω επέκταση της δημοσίευσης μη χρηματοοικονομικών στοιχείων, αποσκοπώντας στην αύξηση της ανταγωνιστικότητάς τους.
Όπως προκύπτει από τη μελέτη της KPMG, σχεδόν τα τρία τέταρτα (72%) των επιχειρήσεων μεγάλης και μεσαίας κεφαλαιοποίησης παγκοσμίως δεν αναγνωρίζουν τους οικονομικούς κινδύνους της κλιματικής αλλαγής στις ετήσιες οικονομικές εκθέσεις τους. Μεταξύ της μειοψηφίας που αναγνωρίζει τους κινδύνους που ενέχει η κλιματική αλλαγή, λιγότερες από μία στις είκοσι επιχειρήσεις (4%) παρέχουν αναλύσεις στους επενδυτές σχετικά με την επιχειρηματική αξία που διακυβεύεται.
Εκτός από την Ελλάδα, ορισμένες ακόμη χώρες σημείωσαν αύξηση 8% στον αριθμό των εταιρειών που δημοσιεύουν μη χρηματοοικονομικά στοιχεία μεταξύ 2015 και 2017. Πρόκειται για τη Φινλανδία, την Ιρλανδία και στην Τσεχική Δημοκρατία.
Σύμφωνα με την οδηγία της Ε.Ε. για τη δημοσίευση και μη χρηματοοικονομικών στοιχείων οι εταιρείες που δεν αποκαλύπτουν τις πολιτικές τους σε κοινωνικά και περιβαλλοντικά θέματα, καθώς και σε θέματα που αφορούν την πολυμορφία των διοικητικών συμβουλίων μπορούν να κατονομάζονται δημοσίως. Αυτός ο κίνδυνος βλάβης της φήμης πιθανόν έχει ήδη προτρέψει στη λογοδοσία ορισμένες επιχειρήσεις που δεν δημοσίευαν σχετικά στοιχεία.
Η υποβολή εκθέσεων κοινωνικής υπευθυνότητας έχει επίσης αυξηθεί κατά 8% από το 2015 στα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα (ΗΑΕ).
Η έρευνα της KPMG, που βασίστηκε στη μελέτη των ετήσιων οικονομικών εκθέσεων και εκθέσεων εταιρικής υπευθυνότητας 4.900 εταιρειών (μεταξύ των οποίων οι 100 κορυφαίες εταιρείες από άποψη εσόδων σε 49 χώρες), έδειξε ότι μόλις σε 5 χώρες παγκοσμίως οι οικονομικές εκθέσεις της πλειοψηφίας των 100 κορυφαίων εταιρειών τους περιλάμβαναν αναφορά στους οικονομικούς κινδύνους της κλιματικής αλλαγής. Οι χώρες αυτές είναι οι: Ταϊβάν (88%), Γαλλία (76%), Νότια Αφρική (61%), ΗΠΑ (53%) και Καναδάς (52%). Στις περισσότερες περιπτώσεις, στις χώρες αυτές η γνωστοποίηση των σχετικών κινδύνων είτε επιβάλλεται είτε ενθαρρύνεται από τις κρατικές, τις χρηματιστηριακές ή τις οικονομικές ρυθμιστικές αρχές.
Σε επίπεδο κλάδου, τα υψηλότερα ποσοστά αναγνώρισης των κινδύνων που σχετίζονται με το κλίμα απαντώνται στους τομείς της Δασοκομίας και Χαρτιού (44%), Χημικών (43%), Εξόρυξης (40%) και Πετρελαίου και Φυσικού Αερίου (39%). Ακολουθούν ο κλάδος της Αυτοκινητοβιομηχανίας (39%) και οι Επιχειρήσεις Κοινής Ωφέλειας (38%). Η Υγεία (14%), οι Μεταφορές και η Αναψυχή (20%) και το Λιανικό Εμπόριο (23%) είναι οι κλάδοι με τη μικρότερη πιθανότητα αναγνώρισης του κλιματικού κινδύνου.
Το κλίμα
Εξετάζοντας πιο συγκεκριμένα τις 250 μεγαλύτερες εταιρείες του κόσμου (G250), η δημόσια αναγνώριση του οικονομικού κινδύνου που σχετίζεται με το κλίμα είναι πιο συχνή, σίγουρα όμως όχι ακόμα καθολική. Στην κορυφή βρίσκονται πολυεθνικές με έδρα στη Γαλλία, με το 90% αυτών να αναγνωρίζουν τον κλιματικό κίνδυνο, ενώ τις ακολουθούν μεγάλες εταιρείες με έδρα στη Γερμανία (61%) και το Ηνωμένο Βασίλειο (60%).
Περίπου τα δύο τρίτα των G250 στους κλάδους του Λιανικού Εμπορίου (67%) και του Πετρελαίου και Φυσικού Αερίου (65%) αναγνωρίζουν τον κίνδυνο, με μόλις το ένα τρίτο (36%) τον μεγάλων εταιρειών Χρηματοπιστωτικών Υπηρεσιών να τις μιμούνται. Η έρευνα ωστόσο αποκάλυψε ότι μόλις έξι εταιρείες μεταξύ των G250 έχουν φροντίσει να ενημερώσουν τους επενδυτές για τον ενδεχόμενο οικονομικό αντίκτυπο του κλιματικού κινδύνου μέσω ποσοτικού προσδιορισμού ή διαμόρφωσης σεναρίων.
Αντίκτυπος και στατιστικά
Όπως επισημαίνουν στην έκθεση οι αναλυτές της KPMG, στο εξής το ενδιαφέρον εστιάζεται στην αναφορά των επιπτώσεων της επιχειρηματικής δραστηριότητας κι επομένως η παραδοσιακή αναφορά δράσεων για την εταιρική ευθύνη δίνει τη θέση της στην αναφορά μετρήσεων και στατιστικών στοιχείων.
Οι οικονομικοί παράγοντες, συμπεριλαμβανομένων των επενδυτών, των δανειστών και των ασφαλιστικών εταιρειών, θέλουν να γνωρίζουν τις επιπτώσεις από τη δραστηριότητα των επιχειρήσεων στην κοινωνία και στο περιβάλλον, στην τρέχουσα συγκυρία αλλά και στο μέλλον, προκειμένου να επενδύσουν στην επιχείρηση ή να εγκρίνουν χρηματοδότηση για την ανάπτυξή της.
Οι στόχοι βιώσιμης ανάπτυξης των Ηνωμένων Εθνών (SDG) τροφοδοτούν τις απαιτήσεις για δεδομένα σχετικά με τις επιπτώσεις. Μάλιστα, πλέον η απλή σύνδεση της δραστηριότητας εταιρικής ευθύνης με τους SDG δεν αρκεί. Οι άνθρωποι θέλουν να μάθουν πώς οι εταιρείες συμβάλλουν στην επίτευξη των στόχων και ποιος είναι ο πραγματικός αντίκτυπος αυτών των δράσεων. Και το σημαντικό είναι ότι δεν είναι μόνο η κοινωνία των πολιτών και οι ΜΚΟ που θέλουν αυτές τις πληροφορίες. Ορισμένοι μεγάλοι θεσμικοί επενδυτές θα διερευνήσουν πώς μπορούν να ευθυγραμμίσουν τις επενδυτικές προσεγγίσεις τους με τους SDG.