To 2018 o Kυριάκος Μητσοτάκης αποκήρυσσε τα υπερπλεονάσματα ως τον βέβαιο δρόμο προς την οικονομική και κοινωνική κόλαση. Έλεγε ότι ήταν προϊόν φορολογικού στραγγαλισμού της μεσαίας τάξης, κατήγγειλε την τότε κυβέρνηση πως παράγει υπερπλεονάσματα για να μοιράσει επιδόματα και μιλούσε για «ταξική πολιτική ισοπέδωσης προς τα κάτω».
Σήμερα, ως πρωθυπουργός, επιδεικνύει τα ίδια υπερπλεονάσματα ως τρόπαιο του κυβερνητικού success story. Και λέει πως δεν αποτελούν πια προϊόν υπερφορολογησης αλλά καρπό της ανάπτυξης και της πάταξης της φοροδιαφυγής.
Το πρώτο ζήτημα είναι πως δεν λέει -για μια ακόμη φορά- όλη την αλήθεια. Τα στοιχεία εκτέλεσης του προϋπολογισμού δείχνουν ότι από τα 4,82 δισ. ευρώ του υπερπλεονάσματος, 1,22 δισ. ευρώ προήλθαν από αυξημένα γενικά (όχι μόνον φορολογικά) έσοδα και 2,75 δισ. από τη μείωση δαπανών.
Τα ίδια στοιχεία λένε επίσης πως από τα πλεονάζοντα έσοδα από έμμεσους φόρους (ΦΠΑ και Ειδικό Φόρο Κατανάλωσης) τα 870 εκατομμύρια προήλθαν από αυξημένη φορολογική συμμόρφωση και τουλάχιστον 350 εκατομμύρια από την υπεραπόδοση του ΦΠΑ λόγω πληθωρισμού.
Κοινώς, το υπερπλεόνασμα δεν είναι προϊόν μόνον της πάταξης της φοροδιαφυγής. Είναι αποτέλεσμα και του μερίσματος της ακρίβειας υπέρ των κρατικών ταμείων, όπως είναι και προϊόν της σιωπηρής λιτότητας που προήλθε από το ψαλίδι στις δαπάνες.
Ακόμη όμως κι εάν το υπερπλεόνασμα Τσίπρα ήταν αμαρτωλό και το πλεόνασμα Μητσοτάκη ενάρετο, το δεύτερο ζήτημα είναι ότι αξιοποιείται ακριβώς με τον ίδιο τρόπο: για να μοιραστούν επιδόματα.
Χρησιμοποιείται για τις ίδιες πολιτικές που ο πρωθυπουργός κατήγγειλε κάποτε ως «ισοπέδωση προς τα κάτω» και όχι για να εκπληρωθεί η υπόσχεση που, επίσης κάποτε, έδινε στα μεσαία στρώματα: να τους επιστρέψει «όσα τους πήρε ο Τσίπρας». Αυτό θα προϋπέθετε πολιτικές αναδιανομής και τερματισμού της υποφορολόγησης του πλούτου. Κάτι που δεν περιλαμβάνεται στις δημοσκοπικές και εκλογικές ανάγκες της κυβέρνησης…