© Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη
Καλός σκηνοθέτης είναι ο Γκάβιν Ο’ Κόνορ, έχει και στη φιλμογραφία του το «Warrior» που είναι μια από τις καλύτερες αθλητικές ταινίες που έγιναν ποτέ, αν και κάπως μονομανής με τις θεματικές του: «Warrior», «Ζήτημα τιμής», «Λογιστής» και φυσικά ο «Λογιστής 2» (η ταινία που μας απασχολεί σήμερα) αφορούν, όλα τους, αδερφικές σχέσεις σε κρίση.
Η πρώτη ταινία της σειράς μας άρεσε πολύ, ταινία «δημιουργού» μασκαρεμένη ως b-movie – εδώ όμως κάπως κυριαρχούν όλες οι απιθανότητες του είδους: Ένας λογιστής (Μπεν Άφλεκ) με «επικίνδυνους» πελάτες, μάγος στα μαθηματικά, ειδικευμένος στις πολεμικές τέχνες, με βαρύ παρελθόν και αδιευκρίνιστο μέλλον. Φυσικά το λογιστικό γραφείο του είναι μια απλή βιτρίνα: Στην πραγματικότητα «τακτοποιεί» τρομοκράτες μέχρι καρτέλ ναρκωτικών. Και μετά τη δολοφονία του μέντορα του, συμμαχεί με τον αποξενωμένο αδερφό του, άνθρωπος εξίσου επιδέξιος στα όπλα και στις γροθιές, αλλά διόλου μεθοδικός, όπως είναι ο ίδιος. Αδύνατο να μη γελάσεις με τα μασκαριλίκια τους, ειδικά σε μια σεκάνς ξύλου σε μπαρ που μοιάζει να έρχεται κατευθείαν από τα buddy-movies των Τέρενς Χιλ και Μπαντ Σπένσερ. Ναι, προφανώς δε θα δείτε σπουδαία τέχνη εδώ, και καλό θα ήταν να δείτε και το πρώτο – καλύτερο – φιλμ, αλλά θα περάσετε μια χαρά, παρά τα κλισέ και το γλυκανάλατο φινάλε. Δεν μπορώ να φανταστώ πως θα πάει στις ΗΠΑ, αλλά αποτελεί ένα δείγμα καλοφτιαγμένου ψυχαγωγικού σινεμά, χωρίς φάλτσες πολιτικές νότες.
Αν πάλι έχετε διάθεση για κάτι πιο απαιτητικό, το «Baby» του Μαρσέλο Καετάνο από την Βραζιλία – η ιστορία ενός 18χρονου που περιπλανιέται στους δρόμους του Σάο Πάολο (άμεση η σύνδεση με το αριστουργηματικό «Πισότε» του Έκτορ Μπαμπένκο) έχοντας μόλις βγει από το αναμορφωτήριο. Η οικογένεια του τον έχει απορρίψει, λόγω της ομοφυλοφιλίας του, όμως εκείνος βρίσκει μια άλλη φαμίλια που είναι έτοιμη να τον αγκαλιάσει – κι ας απαρτίζεται από χαμίνια. Και κάπου εκεί φυσικά έρχεται και ο έρωτας. Ο Καετάνο δεν υπερτονίζει τον ρεαλισμό της συνθήκης, ούτε όμως τον αγνοεί. Η ταινία του πατά μεν στη γη αλλά έχεις πάντα έντονη την αίσθηση πως… θέλει να πετάξει, έτσι όπως είναι, καμωμένη από τρυφερότητα και ειλικρινή αγάπη για τους ήρωες του. Βγαίνει επίσης και «Το Παρίσι του Σουλεϊμάν», η Οδύσσεια ενός μετανάστη που εργάζεται ως ντελιβεράς και πρέπει, μέσα σε δύο μέρες, να περάσει τη συνέντευξη για την αίτηση ασύλου – ο μόνος τρόπος για να αποκτήσει τα πολυπόθητα έγγραφα που θα τον κρατήσουν στη Γαλλία. Πάνω από 50 βραβεία σε όλο τον κόσμο, μεταξύ των οποίων το “Un Certain Regard” καλύτερης ταινίας και καλύτερου ηθοποιού στο Φεστιβάλ Καννών, βραβεία Cesar για την ερμηνεία του πρωταγωνιστή Αμπού Σανγκαρέ και πρωτότυπου σεναρίου, και βραβείο καλύτερης ταινίας στο Φεστιβαλ Γαλλόφωνου Κινηματογράφου.
Πάντως, μάλλον θα σκίσει στα ταμεία το φρικτό «Until dawn» του Νταβίντ Σάντμπεργκ, ταινία τρόμου βασισμένη στο ομώνυμο video game. Κάποια στιγμή πρέπει να απαγορευτούν αυτά. Επί μιάμιση ώρα παρακολουθούμε μια παρέα αντιπαθέστατων χαρακτήρων να δολοφονείται και να επιστρέφει στη ζωή, πάντα κλειδωμένη στο ίδιο σπίτι. Καμία συνοχή, καμία πλοκή, κανένα νόημα – μακράν η χειρότερη ταινία του είδους που είδαμε φέτος (και ξέρετε πως είδαμε πολλά «διαμάντια»).