Skip to main content

«Σβήνοντας» το 1ο μνημόνιο: Σε 3 πυλώνες η στρατηγική για το δημόσιο χρέος

Επίτευξη των στόχων θα σημάνει ότι η Ελλάδα θα έχει αποπληρώσει το σύνολο των υποχρεώσεων που γεννήθηκαν με την υπογραφή του 1ου μνημονίου και ότι θα είναι πολύ πιο κοντά στη «βαθμολογία» του 2009

Τρεις κεντρικούς στόχους προβλέπει το 4ετές σχέδιο του οικονομικού επιτελείου της κυβέρνησης για το δημόσιο χρέος: την αποπληρωμή έως και 32 δισ. από τα δάνεια του 1ου μνημονίου, τη μείωση της αναλογίας του χρέους ως προς το ΑΕΠ κατά επιπλέον 30 ποσοστιαίες μονάδες και τη βελτίωση της αξιολόγησης από τους ξένους οίκους κατά τουλάχιστον δύο βαθμίδες επιπλέον.

Επίτευξη αυτών των στόχων σημαίνει ότι η Ελλάδα δεν θα είναι η χώρα με τη χειρότερη αναλογία χρέους/ΑΕΠ στην Ευρωζώνη, ότι θα έχει αποπληρώσει το σύνολο των υποχρεώσεων που γεννήθηκαν με την υπογραφή του πρώτου μνημονίου και ότι θα είναι πολύ πιο κοντά στη βαθμολογία που απολάμβανε η χώρα το 2009, πριν ξεσπάσει η κρίση των δίδυμων ελλειμμάτων (δημοσιονομικό, έλλειμμα ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών).

Οι στόχοι ήδη «επικοινωνούνται» στις αγορές και μέσα στις επόμενες ημέρες θα δοθούν νέες ευκαιρίες: στελέχη του οικονομικού επιτελείου υπό τον υπουργό Οικονομικών Κυριάκο Πιερρακάκη μεταβαίνουν αυτή την εβδομάδα στις ΗΠΑ για την εαρινή σύνοδο του ΔΝΤ και οι πολιτικές που σκοπεύει να ακολουθήσει η Ελλάδα θα μπουν στο τραπέζι των συζητήσεων με θεσμικούς επενδυτές και άλλους αξιωματούχους. Για τις 30 Απριλίου, μάλιστα, είναι προγραμματισμένη και η κατάθεση της ετήσιας έκθεσης στην Κομισιόν (annual Growth report), όπου επίσης θα καταγραφούν οι προθέσεις για παραμονή στον δρόμο της δημοσιονομικής σταθερότητας, της παραγωγής υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων, αλλά και της συνεχούς αποκλιμάκωσης της αναλογίας του χρέους ως προς το ΑΕΠ.

Οι μεσοπρόθεσμοι στόχοι για το χρέος έχουν ως εξής:

Διμερή δάνεια

Τα διμερή δάνεια με τις χώρες της Ευρωζώνης είναι η τελευταία οικονομική υποχρέωση που απορρέει από το πρώτο μνημόνιο. Το υπόλοιπο ανέρχεται αυτή τη στιγμή στα 31,6 δισ. ευρώ και η καταβολή της επόμενης δόσης, ύψους 2,645 δισ. ευρώ, είναι προγραμματισμένη για το 2029. Αυτό συμβαίνει διότι οι δόσεις των ετών 2026-2028 έχουν ήδη αποπληρωθεί πρόωρα. Η τακτική της πρόωρης αποπληρωμής θα εφαρμοστεί και φέτος.

Έχει συμφωνηθεί με τους εταίρους η καταβολή επιπλέον 5,3 δισ. ευρώ μέσα στο 2025, χρήματα που θα αποπληρώσουν δύο ετήσιες δόσεις, πιθανότατα αυτές του 2032 και του 2033.

Με βάση το ισχύον χρονοδιάγραμμα, τα διμερή δάνεια θα εξοφληθούν το 2041. Ωστόσο, απόφαση του οικονομικού επιτελείου είναι η συγκεκριμένη εκκρεμότητα να κλείσει από 10 έως 13 χρόνια νωρίτερα. Για να συμβεί αυτό θα πρέπει οι πρόωρες αποπληρωμές χρέους να συνεχιστούν και τα επόμενα μίνιμουμ τέσσερα και μάξιμουμ 6 χρόνια με ρυθμό της τάξεως των 5 έως 8 δισ. ευρώ ετησίως. Ακόμη και το ποσό που θα καταβληθεί φέτος πρόωρα παραμένει «ανοικτό». Αν συνεχιστεί η καλή πορεία εκτέλεσης του προϋπολογισμού (ήδη οι προβολές κάνουν λόγο για πρωτογενές πλεόνασμα 3% και φέτος), θα εξεταστεί το ενδεχόμενο το ποσό της πρόωρης αποπληρωμής να ανέβει από τα 5,3 στα 8 δισ. ευρώ, ώστε οι ετήσιες δόσεις που θα αποπληρωθούν πρόωρα να γίνουν από δύο, τρεις. Για το θέμα η ελληνική κυβέρνηση έχει ανοικτούς διαύλους επικοινωνίας τόσο με τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (ο ESM έχει λόγο σε κάθε απόφαση πρόωρης αποπληρωμής χρέους, καθώς κανονικά δικαιούται να εισπράττει το ισόποσο κάθε καταβολής) όσο και με τις χώρες της Ευρωζώνης που έχουν λαμβάνειν.

Η πρόωρη αποπληρωμή των διμερών δανείων συνεπάγεται σημαντικό οικονομικό όφελος για την Ελλάδα. Η συγκεκριμένη οφειλή είναι καλυμμένη με swaps τα οποία αντισταθμίζουν τον επιτοκιακό κίνδυνο. Όταν αποπληρώνεται το κεφάλαιο, το swap παραμένει ενεργό, οπότε η χώρα κερδίζει σε τόκους. Με ετήσιο ρυθμό καταβολών της τάξεως των 8 δισ. ευρώ, η Ελλάδα κλείνει το πρώτο μνημόνιο έως το 2027. Με ετήσιο ρυθμό των 5,3 δισ. ευρώ η αποπληρωμή ολοκληρώνεται το 2030.

Μείωση αναλογίας χρέους/ ΑΕΠ

Το 2024 ο δείκτης έκλεισε στο 153,4% σε όρους χρέους γενικής κυβέρνησης, ύστερα από μείωση της τάξεως των 56 ποσοστιαίων μονάδων συγκριτικά με το ιστορικό υψηλό του 209,4% που καταγράφηκε το 2020 εν μέσω πανδημίας. Ο στόχος τώρα για την Ελλάδα είναι να εγκαταλείψει την τελευταία θέση της Ευρώπης.

Αυτό μπορεί να επιτευχθεί μέσα στην 4ετία, εφόσον επιβεβαιωθεί η πρόβλεψη του οίκου Standard and Poor’s για αποκλιμάκωση τουλάχιστον έξι ποσοστιαίων μονάδων σε ετήσια βάση. Το 2027 το χρέος μπορεί να έχει υποχωρήσει κάτω από 130% και το 2028 να προσεγγίζει το 123%. Αυτή η επίδοση θα φέρει την Ιταλία πάνω από την Ελλάδα μέσα στη συγκεκριμένη διετία.

Η διατήρηση του πτωτικού ρυθμού θα στηριχτεί σε δύο μεταβολές: η πρώτη έχει να κάνει με τη συνεχιζόμενη παραγωγή πρωτογενών πλεονασμάτων άνω του 2,5%, επίδοση που εξασφαλίζει ότι η διαφορά εσόδων – εξόδων θα υπερκαλύπτει τη δαπάνη για τους τόκους εξυπηρέτησης του δημόσιου χρέους, η οποία είναι «κλειδωμένη» λόγω σταθερού επιτοκίου για το σύνολο του ελληνικού χρέους.

Αυτό διασφαλίζει ότι ο αριθμητής του κλάσματος ουσιαστικά θα παραμένει σταθερός τα επόμενα χρονιά. Τη… δουλειά θα την κάνει ο παρονομαστής (το ΑΕΠ), το οποίο θα αυξάνει και λόγω πληθωρισμού αλλά και λόγω πραγματικής ανάπτυξης. Φέτος, για πρώτη φορά στην ιστορία, το ΑΕΠ αναμένεται να «πιάσει» τα 250 δισ. ευρώ και μέχρι το 2028 είναι πιθανό να προσεγγίσει τα 290 δισ. ευρώ

Ανάκτηση της βαθμολογίας 

Όσο καλύτερη η βαθμολογία των ελληνικών ομολόγων τόσο μεγαλύτερη η ζήτηση των ξένων επενδυτικών κεφαλαίων γι’ αυτά, τόσο
μικρότερο το «ρίσκο της χώρας», τόσο ευνοϊκότερες οι συνθήκες δανεισμού των ελληνικών επιχειρήσεων, αλλά και τόσο καλύτεροι οι όροι αποτίμησης των ελληνικών περιουσιακών στοιχείων, μεταξύ των οποίων και των εισηγμένων στο χρηματιστήριο εταιρειών. Γι’ αυτούς ακριβώς τους λόγους κρίνεται απαραίτητο στους στόχους να ενσωματωθεί και η ανάκτηση της βαθμολογίας που είχε η χώρα πριν ξεσπάσει η πολυετής οικονομική κρίση. Η επίτευξη θα χρειαστεί πολυετείς προσπάθειες καθώς η απόσταση είναι ακόμη μεγάλη.

Η Standard and Poor’s, η οποία αναβάθμισε τη Μεγάλη Παρασκευή την Ελλάδα στο ΒΒΒ, είχε κατατάξει την Ελλάδα στο Α το 2009. Αυτό σημαίνει ότι απαιτούνται ακόμη τρεις βαθμίδες (ΒΒΒ+, Α- και Α). Για άλλους οίκους -όπως για παράδειγμα η Moody’s- θα απαιτηθούν ακόμη πέντε αναβαθμίσεις προκειμένου να ανακτηθεί η βαθμολογία του 2009.