Η Ρωσία ήταν ένας από τους στενότερους συμμάχους του καθεστώτος Άσαντ και τώρα- με τις διάφορες φατρίες των τζιχαντιστών στην εξουσία- φοβάται για το μέλλον των δύο στρατιωτικών της βάσεων στη Συρία.
Η ναυτική βάση στην Ταρτούς και η αεροπορική στο Χμέιμιμ ήταν τα μόνα στρατιωτικά φυλάκια της Ρωσίας εκτός της πρώην Σοβιετικής Ένωσης και διαδραματίζουν βασικό ρόλο στις δραστηριότητες του Κρεμλίνου στην Αφρική και τη Μέση Ανατολή.
Δορυφορικές φωτογραφίες τις τελευταίες ημέρες από την εταιρεία Planet, δείχνουν ότι στο λιμάνι της Ταρτούς δεν υπάρχουν πλέον ρωσικά πολεμικά πλοία. Άλλες φωτογραφίες δείχνουν ότι τα ρωσικά πολεμικά σκάφη- για παράδειγμα μια φρεγάτα της λεγόμενης κλάσης Admiral Gorshkov- είχαν αποπλεύσει από τη βάση και βρίσκονταν μακριά από τις ακτές της Συρίας.
Ο Ρώσος υπουργός Εξωτερικών Σεργκέι Λαβρόφ διέψευσε πάντως ότι ο στόλος είχε αποσυρθεί μονίμως από τη Συρία.
Ο Γερμανός υπουργός Αμυνας, Μπόρις Πιστόριους δεν απέκλεισε το ενδεχόμενο «να πρόκειται για μόνιμη απόσυρση». Η εκπρόσωπος του Αμερικανικού Πενταγώνου Σαμπρίνα Σινγκ δήλωσε επίσης ότι οι ΗΠΑ έχουν διαπιστώσει ότι ορισμένα ρωσικά πλοία και δυνάμεις του ναυτικού εγκατέλειψαν τη Συρία. «Ένας από τους βασικούς πολιτικούς συμμάχους της Ρωσίας και πλέον πρέπει να προστατεύσει τους πόρους της», υποστήριξε η εκπρόσωπος του Πενταγώνου.
«Πικρή απώλεια»
Αναμφίβολα θα ήταν μια πικρή απώλεια για τη Ρωσία αν αναγκαστεί να εγκαταλείψει τη ναυτική βάση στην Ταρτούς, καθώς είναι η μόνη πρόσβαση της Μόσχας στη Μεσόγειο. Τα ρωσικά πλοία την χρησιμοποιούν ως βάση ανεφοδιασμού και επισκευής και το γεγονός ότι τα νερά είναι βαθιά, μπορεί να φιλοξενεί και πυρηνικά υποβρύχια. «Ενδεχόμενη απώλεια της μοναδικής υπερπόντιας ναυτικής βάσης θα μπορούσε να αποδυναμώσει σημαντικά την επιρροή της Μόσχας», τονίζουν στη Ναυτεμπορική ευρωπαίοι διπλωμάτες. «Η μοίρα αυτής της βάσης δεν έχει ακόμη καθοριστεί τελεσίδικα.Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι κορυφαίοι διπλωμάτες του Κρεμλίνου θα διαπραγματευτούν σκληρά με τους νέους ηγεμόνες στη Δαμασκό για να εξασφαλίσουν τη μοναδική τους βάση στη Μεσόγειο», προσθέτουν.
Οι επαφές του Κρεμλίνου
Το Κρεμλίνο βρίσκεται ήδη σε «επαφή» με τους νέους κυβερνώντες σχετικά με τις δύο ρωσικές στρατιωτικές βάσεις στη Συρία.
Σύμφωνα με τα ρωσικά κρατικά μέσα ενημέρωσης, οι ισλαμιστές έχουν «εγγυηθεί» την ασφάλεια των δύο βάσεων προς τη Μόσχα. Εάν η Ρωσία χάσει οριστικά την Ταρτούς, αυτό θα είχε αρκετές συνέπειες για τη Μόσχα. Μετά την εισβολή της Μόσχας στην Ουκρανία το 2022, η Άγκυρα έκλεισε τα τουρκικά στενά στα ρωσικά πολεμικά πλοία σύμφωνα με τη Συνθήκη του Μοντρέ, το 1936. Αυτό σημαίνει ότι όλα τα ρωσικά πολεμικά πλοία που επιχειρούν στη Μεσόγειο δεν μπορούν να επιστρέψουν μέσω του Βοσπόρου στις ρωσικές βάσεις στη Σεβαστούπολη ή στο Νοβοροσίσκ στη Μαύρη Θάλασσα. «Το πιο σημαντικό θα ήταν ότι ο μόνιμος ναυτικός ρωσικός στόλος στη Μεσόγειο θα αναγκαζόταν είτε να κάνει ένα μακρύ – και ειλικρινά ταπεινωτικό – ταξίδι πίσω στις ρωσικές βάσεις, είτε να βρει μια άλλη προσωρινή βάση στην περιοχή», εξηγούν Ευρωπαίοι διπλωμάτες.
Μείωση ισχύος
Μακροπρόθεσμα, η ρωσική παρουσία στη Μεσόγειο και άρα και στη Μέση Ανατολή και την Αφρική, θα μειωνόταν. «Οι ναυτικές δυνάμεις διαδραματίζουν βασικό ρόλο στην προβολή και επίδειξη ισχύος. Ενδεχόμενη απώλεια της Ταρτούς από τη Ρωσία – σε συνδυασμό με το συνεχές κλείσιμο των Τουρκικών Στενών στα πολεμικά της πλοία όσο συνεχίζεται ο πόλεμος στην Ουκρανία – θα επηρεάσει σοβαρά την ικανότητα της Μόσχας να αναπτύσσει ναυτικούς σχηματισμούς και να υποστηρίζει χερσαίες επιχειρήσεις στην περιοχή και πέρα από αυτήν», τονίζουν στη «Ν» οι ίδιες πηγές. «Καθώς οι δυτικές κυρώσεις περιορίζουν τις εμπορικές μεταφορές από και προς τη Ρωσία, η Μόσχα βασίζεται όλο και περισσότερο στον στόλο της που φέρει τη ρωσική σημαία για να διατηρήσει την αλυσίδα εφοδιασμού της. Σε αυτό το πλαίσιο, οποιοσδήποτε περιορισμός της ρωσικής ναυτικής ισχύος θα μπορούσε να ζημιώσει και τις εμπορικές επιχειρήσεις της Μόσχας».
Η απώλεια της βάσης στην Ταρτούς σίγουρα δεν θα αναγκάσει τη Ρωσία να τερματίσει τον πόλεμο στην Ουκρανία. Η Μόσχα έχει αποδειχθεί ανθεκτική σε στρατηγικές οπισθοδρομήσεις στο παρελθόν. Αλλά είναι ένα σοβαρό πλήγμα για την εικόνα της Μόσχας ως μεγάλης δύναμης. Και το Κρεμλίνο δύσκολα μπορεί να το αντέξει αυτό εν όψει μιας δεύτερης προεδρίας Τραμπ.