Μια ματιά στις ταινίες που παίζονται αυτές τις μέρες στις αίθουσες, εν αναμονή του θηριώδους «Morbius» που έρχεται να «σηκώσει» τα ταμεία.
Η αληθινή φύση της εξουσίας
Η αρχική ιδέα είναι συγκλονιστική: Στο Παρίσι του 1941, υπό τη σκιά της Γερμανικής κατοχής, ένας εβραίος κοσμηματοπώλης που ετοιμάζεται να διαφύγει για να επανενωθεί με την οικογένεια του, σκαρφίζεται μια φαινομενικά έξυπνη συμφωνία: Προσφέρει στον υπάλληλο του το ίδιο του το κατάστημα (καθώς και τα χρήματα να το αγοράσει), με τη συμφωνία να αλλάξουν ρόλους ξανά, με το πέρας του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου. Όλα αυτά στο «Αντίο κύριε Χάφμαν», το φιλμ του «ειδικευμένου» στα θρίλερ Φρεντ Καβαγιέ, με τους Ντανιέλ Οτέιγ, Ζιλ Λελούς και Σαρά Ζιραντό.
Το twist; Τα σχέδια του Χάφμαν πάνε στραβά από την αρχή: Τα ναζιστικά μπλόκα είναι παντού. Ο ίδιος, αναγκάζεται να επιστρέψει στο κοσμηματοπωλείο. Γίνεται υπάλληλος στο κατάστημα του, υπό την εποπτεία του νέου του αφεντικού. Και αυτή είναι μονάχα η αρχή, σε αυτό το καλοστημένο φιλμ που, με τη σειρά του, βασίζεται στο ομώνυμο θεατρικό έργο του Ζαν-Φιλιπ Νταγκέρ. Φυσικά, το σασπένς είναι έντονο (οι ναζί καιροφυλακτούν) αλλά είναι το προκύπτον σχόλιο πάνω στην αληθινή φύση της εξουσίας που σε κρατά καθηλωμένο. Γιατί όσο μεγαλύτερη η εξουσία, τόσο μεγαλύτερη και η ελευθερία: Μπορείς πλέον να είναι πραγματικά ο εαυτός σου, να ενεργείς σε συνέπεια με τους στόχους και τις αξίες σου. Η ισχύς δεν είναι εγγενώς διαβρωτική μας λέει ο Καβαγιέ (που «πείραξε» αρκετά το πρωτότυπο θεατρικό): Φέρνει στην επιφάνεια την αληθινή μας φύση.
Τα λέει βέβαια κάπως φωναχτά, αλλά τούτη εδώ δεν είναι μια εσωστρεφής, κρυπτική ταινία προς μελέτη και ανάγνωση, αλλά ένα δραματικό θρίλερ που απευθύνεται στο ευρύ κοινό – μια «ευρωπαϊκή» αντιπρόταση στα blockbuster που ενδεχομένως να ικανοποιήσει περισσότερο τον μέσο θεατή, παρά έναν «εκπαιδευμένο» σινεφίλ. Προσωπικά δεν έχω κανένα πρόβλημα με αυτό. Αντιθέτως, νιώθω πως χρειαζόμαστε περισσότερα τέτοια φιλμ. Η αλήθεια είναι πως στην κατάσταση που βρίσκεται το σινεμά σήμερα, αισθάνεται κανείς πως το κοινό πρέπει να «εκπαιδευτεί» εκ νέου. Ταινίες σαν το «Αντίο κύριε Χάφμαν» μπορεί να μοιάζουν «μισοψημένες» απέναντι στα μεγαθήρια των Καννών για παράδειγμα, κρατούν όμως ανοιχτές τις πόρτες τους σε έναν κόσμο που, μερικές φορές, χρειάζεται ένα αντίδοτο. Μέχρι να βρεθούμε ξανά στις εποχές εκείνες όπου ταινίες δύσκολες και απαιτητικές θα κόβουν εισιτήρια (που ξέρουμε πολύ καλά πως θα αργήσουν), η ταινία του Καβαγιέ (που «σπάει» την θεατρικότητα του πρωτότυπου με την σινεμασκόπ φωτογραφία – κόλπο παλιό και δοκιμασμένο) είναι μια καλή αρχή.
Νέα γυναίκα μόνη σκάβει
«Η Βασίλισσα της Κυψέλης» είναι η Φαρίγε που έχασε τον άντρα της στο Κόσοβο. Μαζί με τη θλίψη για τον χαμό του, η οικογένεια έχει να αντιμετωπίσει και πολλές οικονομικές δυσκολίες σε ένα περιβάλλον άκρως εχθρικό. Η ηρωίδα μας παίρνει τη μεγάλη απόφαση: ξεκινά μια μικρή αγροτική επιχείρηση. Στη μικρή, κλειστή, πατριαρχική κοινωνία όπου ζει όμως, η φιλοδοξία της και η προσπάθειά της να ενδυναμώσει τον εαυτό της και άλλες γυναίκες, αντιμετωπίζονται πολύ αρνητικά. Παλεύει όχι μόνο για την επιβίωση της οικογένειάς της, αλλά και ενάντια σε μια εχθρική κοινωνία που θέλει να τη δει να αποτυγχάνει. Στα 80 λεπτά που διαρκεί, η Κοσσοβάρα σκηνοθέτις Μπλέρτα Μπασόλι φτιάχνει μια ομολογουμένως πανέξυπνη, κατασκευαστικά, ταινία: Από τη μια, στερεί από το θέμα της την φωτογένεια, κάτι που ομολογουμένως θα έκοβε πόντους ρεαλισμού. Τα σκληρά χαρακτηριστικά των ηθοποιών, ενίοτε λουσμένα στον ιδρώτα και σχεδόν πάντα «καμένα» από τον ήλιο, κουβαλούν κάτι από τη βασανισμένη γη των προγόνων τους. Ο μυθοπλαστικός ιστός όμως είναι 100% δυτικότροπος (εξ ου και τα βραβεία στο Sundance), με τις εκπλήξεις και τις κορυφώσεις να έρχονται τις κατάλληλες στιγμές, τόσο που εντέλει υπερτονίζονται οι «ραφές» της κατασκευής που λέγαμε. Δε βαριέσαι, η ιστορία είναι καλή, και η Ίλκα Γκάσι δίνει ρέστα στον πρώτο ρόλο.
Τριπλέτα Ελληνικού Ντοκιμαντέρ
Από τα σχιζοφρενικά της εποχής. Τα blockbuster μαζεύουν όλο το χρήμα, ενώ οι συνοικιακές αίθουσες ψυχορραγούν, οπότε σου λέει γιατί να μη βγουν ταυτόχρονα τρία ελληνικά ντοκιμαντέρ στα σινεμά; Θα μου πείτε, βγάζει νόημα μια τέτοια κίνηση; Τι να σας πω, οι παράγοντες συνήθως είναι πολλοί και εξαιρετικά περίπλοκοι για να αναλυθούν ενδελεχώς, όμως το «κρίμα» της υπόθεσης είναι πως και οι τρεις αυτές ταινίες έχουν πραγματικό ενδιαφέρον. Και όταν λέω «πραγματικό», εννοώ κινηματογραφικό ενδιαφέρον.
«Το ίχνος του χρόνου» της Διονυσίας Κοπανά, για παράδειγμα, επρόκειτο να ήταν ένα ντοκιμαντέρ με κεντρικό «ήρωα» τον αρχαιολόγο Γιάννη Σακελαράκη, που όμως απεβίωσε λίγο πριν ξεκινήσουν τα γυρίσματα. Η Κοπανά όμως αποφάσισε να γυρίσει την ταινία για να τιμήσει την μνήμη του. Και όχι μόνον τη μνήμη του Σακελαράκη, αλλά και την πλήρη έννοια της Μνήμης (με ‘Μ’ κεφαλαίο) καθώς το συνεργείο της ακολουθεί τα αχνάρια του στο Ιδαίον Άντρο, στα ανεμόσπηλια, στο φαράγγι των Νεκρών στη Ζάκρο, στο νεκροταφείο στο Φουρνί των Αρχανών και στην κορφή του Ψηλορείτη, με μια σχεδόν Χερτζοκ-ική προσήλωση. «Ο θησαυρός είναι ο άνθρωπος που σκάβει» ακούγεται στην ταινία, και η Κοπανά αποτυπώνει εικόνες μυσταγωγικές, αποχαιρετώντας συνάμα εκείνους που έδωσαν τη ζωή τους στη διαφύλαξη της μνήμης, ζώντας σε ένα σύμπαν που διαστέλλεται αιωνίως.
Στον δε «Ανεμο ελευθερίας», ο Στέλιος Χαραλαμπόπουλος επιχειρεί το αδύνατο: Μια ταινία για το 1821 «στερημένη» από κάθε ίχνος αφέλειας και κακογουστιάς. Το ό,τι το κατορθώνει μοιάζει με μικρό θαύμα: ξεκινώντας από τη δράση του Ιωάννη Φίλωνα (επινοημένο πρόσωπο) στην προεπαναστατική Πελοπόννησο και στις περιοχές διασποράς του Ελληνισμού, ο ικανός σκηνοθέτης στήνει ένα οδοιπορικό όπου η τεκμηρίωση και η μυθοπλασία συναντιούνται ουσιαστικά. Τέλος, το προσφάτως βραβευμένο «Τελευταίο ταξίδι» (για το οποίο μιλήσαμε με αφορμή το πρόσφατο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ της Θεσσαλονίκης), ο σκηνοθέτης & δημοσιογράφος Άρης Χατζηστεφάνου, παρέα με τους Γιάννη Αγγελάκα και Όλια Λαζαρίδου, που χαρίζουν τη φωνή τους στις αφηγήσεις, ακολουθούν τα βήματα του Νίκου Καζαντζάκη σε δυο ταξίδια, που πραγματοποίησε στην Ιαπωνία πριν και μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, τα οποία καθόρισαν τη σκέψη του και τελικά στοίχισαν τη ζωή του. Έντονα νεωτεριστικά στοιχεία (οι anime πινελιές έχουν εικαστικό ενδιαφέρον – κι ας εξαντλούνται γρήγορα ως ιδέα), συνθέτουν έναν φιλμογραφικό αναστοχασμό που κουβαλά πάνω του κάτι αιώνιο και πεπερασμένο συνάμα – βοηθάει και η μουσική του Αρη Αζιλαζιάν.
Και τα λοιπά:
Στη «Χαμένη πόλη», οι Σάντρα Μπούλοκ και Τσάνινγκ Τέιταμ (ο μορφονιός που εμφανίζεται για 10 δευτερόλεπτα στους «Μισητούς Οχτώ» του Ταραντίνο – μετά του τινάζουν το κεφάλι στον αέρα) παριστάνουν, η μία την Κάθλιν Τέρνερ, και ο άλλος τον Μάικλ Ντάγκλας. Οι παλαιότεροι έχουν ήδη πιάσει την αναφορά στο «Κυνηγώντας το Πράσινο Διαμάντι», πάνω στο οποίο πατά καλά το στόρι, όπου μια μοναχική συγγραφέας που έχει αφιερώσει την καριέρα της γράφοντας ρομαντικές περιπέτειες σε εξωτικά μέρη, πέφτει θύμα απαγωγής από έναν εκκεντρικό δισεκατομμυριούχο (ο Ντάνιελ Ράντκλιφ – ό,τι πιο απολαυστικό στο φιλμ). Ειλικρινά, δεν υπήρξε ένα αστείο που δεν ήταν αναμενόμενο. Και το ίδιο ακριβώς μου έτυχε με τα «Κακά παιδιά», ένα καρτούν με ήρωες μια ομάδα κακοποιών που, για να γλυτώσουν τη φυλακή, προσπαθούν να αναμορφωθούν από μόνοι τους! Καθόλου μακριά από τις διδαχές μιας εποχής που θέλει τους ήρωες (και τους καλλιτέχνες) της άσπιλους και ηθικά καθαγιασμένους, το φιλμ έχει πλακίτσα – αλλά είναι και κάπως αντιδραστικό.