Στους τέσσερις πυλώνες του προγράμματος του ΣΥΡΙΖΑ για την επόμενη τετραετία, που θα παρουσιάσει αναλυτικά σήμερα το απόγευμα ο πρωθυπουργός, αναφέρθηκε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Δημήτρης Τζανακόπουλος, χαρακτηρίζοντας παράλληλα επικίνδυνη την οικονομική πολιτική που θέλει να εφαρμόσει η Ν.Δ.
Μιλώντας στον ΑΝΤ1, ο κ. Τζανακόπουλος ανέφερε για το πρόγραμμα της επόμενης τετραετίας, ότι απευθύνεται σε όλους τους Έλληνες και βασίζεται σε τέσσερις πυλώνες:
– Ο πρώτος πυλώνας αφορά την εργασία και προβλέπει ότι θα δημιουργηθούν νέες και ποιοτικές θέσεις εργασίας με αυξημένους μισθούς.
– Ο δεύτερος πυλώνας αφορά το φορολογικό σχέδιο της κυβέρνησης με στοχευμένες φοροελαφρύνσεις. Θα πολλαπλασιαστούν μέσα στα επόμενα χρόνια.
– Ο τρίτος πυλώνας αφορά το αποτελεσματικότερο κράτος.
– Ο τέταρτος πυλώνας αφορά το κοινωνικό κράτος, την υγεία, την παιδεία, την πρόνοια όπου έχει σημειωθεί ήδη σημαντική πρόοδος.
Επικεντρώνοντας στις διαφορές σε σχέση με το πρόγραμμα της Ν.Δ. επισήμανε ότι «εμείς θεωρούμε ότι για την ανάπτυξη χρειάζονται καλύτεροι μισθοί και κοινωνική συνοχή. Η Ν.Δ. βασίζεται σε φιλελεύθερες θέσεις, θεωρεί ότι χειάζεται συγκράτηση του μισθολογικού κόστους, ελαστικοποίηση της αγοράς εργασίας, φοροελαφρύνσεις των επιχειρήσεων και ότι αν γίνουν αυτά θα μεγαλώσει η πίτα και θα ευνοήσει την κοινωνία. Πρόκειται για δύο διαφορετικά ιδεολογικά και πολιτικά προγράμματα».
Διευκρινίζοντας τη θέση του για την επικίνδυνη, όπως τη χαρακτηρίζει, πολιτική της Ν.Δ. ο κ. Τζανακόπουλος υπογράμμισε ότι οι φοροελαφρύνσεις του ΣΥΡΙΖΑ είναι στοχευμένες και αφορούν την πλειοψηφία των πολιτών, ενώ η Ν.Δ. στο πρόγραμμά της αναφέρει μείωση 8% του συντελεστή φορολογίας των επιχειρήσεων.
«Αυτό μεταφράζεται σε ένα κόστος 2-2,5 δισ. ευρώ», είπε, «το οποίο θα σημάνει τίναγμα στον αέρα του προϋπολογισμού. Στην πραγματικότητα, η πρόθεση αυτή της Ν.Δ. κρύβει μία πολιτική που θα καλύψει το κενό. Και δεν υπάρχει άλλος τρόπος από την περικοπή των δαπανών που είναι όμως ανελαστικές, καθώς οριακή δυνατότητα για μείωση υπάρχει».
Ανέφερε, δε, ότι μία αντίστοιχη κίνηση έκανε ο πρόεδρος της Αργεντινής, Μαουρίσιο Μάκρι, θεωρώντας ότι θα εκτινάξει την οικονομία και τελικά αυτό που κατάφερε ήταν να τινάξει τα οικονομικά της Αργεντινής στον αέρα και να την οδηγήσει πίσω στην αγκαλιά του ΔΝΤ.
Επίσης αναφερόμενος στον ΕΝΦΙΑ δήλωσε ότι «η πρόταση της Ν.Δ περιλαμβάνει μείωση του ΕΝΦΙΑ οριζόντια κατά 30%, άρα ίδια στην Εκάλη και στην Καβάλα. Εμείς λέμε μεσοσταθμικά μείωση κατά 30%, το 10% ήδη εφαρμόζεται, αλλά με έμφαση στις μικρές και μεσαίες ιδιοκτησίες».
Όσον αφορά το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών τόνισε δεν κρίνεται το ποιος και πώς θα κυβερνήσει, σημειώνοντας ότι «το χειρότερο που μπορεί να συμβεί στη ζωή είναι να μην αλλάζεις»
Όπως επισήμανε, στις ευρωεκλογές εκφράστηκε δυσαρέσκεια στην κυβέρνηση και «αυτό είναι εύλογο, καθώς εφάρμοσε ένα πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής που ήλθε να σωρεύσει επιπλέον βάρη σε μία κουρασμένη κοινωνία, παρότι ήταν πολύ πιο ήπιο από τα δύο προηγούμενα προγράμματα. Εμείς κρατήσαμε όρθια την κοινωνία με πολιτικές στήριξης της πλειοψηφίας και θα καταγραφεί ιστορικά μία πολύ μεγάλη επιτυχία της κυβέρνησης ότι έβαλε τέλος στα μνημονιακά προγράμματα».
Σε ερώτηση για το μέγεθος του δημοσίου τομέα είπε ότι η συνολική εικόνα του την τετραετία ΣΥΡΙΖΑ μειώθηκε, ενώ για τους συμβασιούχους σημείωσε ότι δεν αυξήθηκαν δραματικά, υπάρχει εποχική διακύμανση που προβλέπεται από το μεσοπρόθεσμο και ήταν συμφωνημένη με τους θεσμούς.
Όσον αφορά τη συνολική φορολογική επιβάρυνση σε σχέση και με τα πλεονάσματα, ο υπουργός Επικρατείας τόνισε ότι το 2010-2014 το συνολικό βάρος ήταν 30-31 δισ. και τα 8-9 δισ. ήταν το φορολογικό βάρος το 2012-2014 επί πρωθυπουργίας Σαμαρά. Στην περίοδο ΣΥΡΙΖΑ η συνολική φορολογική επιβάρυνση ήταν 7,5 δισ. ευρώ, εκ των οποίων τα 4,5 φορολογικά βάρη και τα υπόλοιπα περικοπές δαπανών.
Σε ερώτηση για τη ΔΕΗ, ο κ. Τζανακόπουλος απάντησε: «Σε σχέση με τη ΔΕΗ υπάρχει προσπάθεια από την πλευρά της ΝΔ να δημιουργήσει εικόνα χρεοκοπίας, δεν είναι ακριβής αυτή η εικόνα». Ερωτηθείς για τις λιγνιτικές μονάδες είπε ότι «αποτελούν τομέα, που με βάση τους ευρωπαϊκούς κανόνες θα πρέπει να μειώνονται, ώστε μέχρι το 2030 να μην υπάρχει λιγνιτική παραγωγή».