Από την έντυπη έκδοση
Της Έφης Τριήρη
[email protected]
Έχει συζητηθεί επανειλημμένως στην Ε.Ε. ότι οι κανονισμοί για τους κοινοτικούς προϋπολογισμούς θα πρέπει να προσαρμόζονται ώστε να λαμβάνουν υπ’ όψιν τις μεταβαλλόμενες συνθήκες, για να μπορούν να στηρίζουν την ανάπτυξη και μαζί τη χρηματοοικονομική και κοινωνική σταθερότητα. Έχει επίσης επανειλημμένως ειπωθεί ότι το σημερινό δημοσιονομικό πλαίσιο είναι ανορθόδοξο για τις εξασθενημένες οικονομίες του ευρωπαϊκού Νότου.
Τα ίδια επανέλαβε και ο υπουργός Οικονομικών της ιταλικής κυβέρνησης συνασπισμού Τζιοβάνι Τρία, του οποίου η στάση είχε χαρακτηριστεί αρκετά αμφιλεγόμενη καθ’ όλη τη διάρκεια της διένεξης της Ρώμης με τις Βρυξέλλες με σημείο αιχμής τον προϋπολογισμό του 2019. Οι φημολογίες γύρω από το πρόσωπο του Ιταλού τεχνοκράτη, που έκαναν λόγο περί παραίτησής του λόγω σύγκρουσης με την κυβέρνηση στο θέμα των κρατικών δαπανών, είχαν αναστατώσει πολλές φορές τις αγορές κρατικού χρέους της Ιταλίας, με εκτίναξη των ομολογιακών αποδόσεων στα ύψη.
Τώρα, που ο προϋπολογισμός του 2019 εγκρίθηκε με τις «ευλογίες» της Κομισιόν, μετά τη μείωση του ελλείμματος στο 2,04% από 2,4% που ήθελε αρχικά η κυβέρνηση συνασπισμού της Ιταλίας, ο Τρία εστιάζει στην κατάσταση της ιταλικής οικονομίας, κάνοντας λόγο για στασιμότητα και όχι για ύφεση. Η ιταλική οικονομία επιβραδύνθηκε πέρυσι, με το ΑΕΠ να υποχωρεί κατά 0,1% το τρίτο τρίμηνο, στη χειρότερη επίδοση από το 2014. Την Παρασκευή, τα στοιχεία για τη βιομηχανική παραγωγή Νοεμβρίου του 2018 ήταν πολύ χειρότερα του αναμενομένου, αυξάνοντας τον κίνδυνο ύφεσης για την τρίτη οικονομία της Ευρωζώνης.
Αρκετοί αναλυτές έχουν προειδοποιήσει ότι η εκδήλωση ακόμα και ήπιων αρνητικών διαταραχών, όπως η άνοδος των spreads, θα οδηγούσε σε αύξηση του χρέους, δημιουργώντας τον κίνδυνο να αναγκαστεί η Ιταλία να προχωρήσει σε μια μεγάλη δημοσιονομική προσαρμογή όταν η οικονομία θα αποδυναμώνεται. Και η εξέλιξη αυτή θα μπορούσε να μετατρέψει την επιβράδυνση σε ύφεση, όπως χαρακτηριστικά είχε προειδοποιήσει πριν από λίγο διάστημα το ΔΝΤ.
Επί της ουσίας, η ιταλική «ανταρσία» στο θέμα του προϋπολογισμού όχι μόνο δεν βοήθησε, αλλά ίσως και να όξυνε την κατάσταση. Η μετωπική σύγκρουση δεν έφερε λύση, εφόσον όσο οι επενδυτές εγκαταλείπουν τους ιταλικούς τίτλους, τόσο η κυβέρνηση αναγκάζεται σε εσωτερικό δανεισμό με τις τράπεζες να σηκώνουν το μεγαλύτερο βάρος. Ήδη, όμως, οι ιταλικές τράπεζες κατέχουν κρατικά ομόλογα που αντιστοιχούν στο 10% του συνολικού ενεργητικού τους, με αποτέλεσμα, όταν ενισχύεται η αβεβαιότητα και τα επιτόκια εκτινάσσονται, να πλήττονται τα κεφάλαιά τους, φέρνοντας πιο κοντά την ανακεφαλαιοποίηση του κλάδου, που παραμένει αποσπασματικός και προβληματικός. Μία λύση, επανεξέταση σχεδίων για δημοσιονομική χαλάρωση για τόνωση της ανάπτυξης σε χώρες με υψηλό χρέος, χωρίς «προσγείωση» από τη Γερμανία αυτήν τη φορά.