Skip to main content

Αξιοποίηση Ταμείου Ανάκαμψης: Οι καθυστερήσεις και το έλλειμμα διαφάνειας θέτουν σε κίνδυνο την επιτυχία του προγράμματος

Του Δημήτρη Παπαδημούλη

Είναι πλέον κοινός τόπος ότι ο Μηχανισμός Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας αποτελεί μια σημαντική ευκαιρία για την ανάκαμψη της ευρωπαϊκής οικονομίας από τις επιπτώσεις της πανδημίας και για τον μετασχηματισμό της προς μια κατεύθυνση βιώσιμης και συμπεριληπτικής ανάπτυξης. Πέρα από τις έντονες ανησυχίες που έχουν επανειλημμένως διατυπωθεί για την επιλογή της κυβέρνησης να διοχετεύσει την συντριπτική πλειονότητα των πόρων σε λίγους και ισχυρούς, αφήνοντας πίσω την ευρύτερη κοινωνία και τη μικρομεσαία επιχειρηματικότητα, προβληματισμούς εγείρει και η διαδικασία, με την οποία η κυβέρνηση αποφάσισε να υλοποιήσει το σχέδιο «Ελλάδα 2.0», όπως αυτή αποτυπώνεται στο Σύστημα Διαχείρισης και Ελέγχου (ΣΔΕ) του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (ΤΑΑ).

Το Κέντρο Μελετών Ευρωπαϊκής Πολιτικής (CEPS) δημοσίευσε έκθεση, η οποία εντοπίζει τις βασικές προκλήσεις που θα κληθούν να αντιμετωπίσουν τα κράτη-μέλη κατά την εφαρμογή των εθνικών σχεδίων Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας και οι οποίες θα κρίνουν την επιτυχία του Μηχανισμού, μιας και αν δεν ξεπεραστούν θα μπορούσαν να επηρεάσουν αρνητικά τη διαδικασία της ανάκαμψης. Σε ποιο βαθμό το ΣΔΕ του ΤΑΑ αντιμετωπίζει τις προκλήσεις αυτές;

Σύμφωνα με την έκθεση του CEPS, μια από τις μεγαλύτερες προκλήσεις που καλούνται τα κράτη-μέλη να αντιμετωπίσουν, λαμβάνοντας υπόψη και τον ρυθμό αξιοποίησης πόρων κατά την προγραμματική περίοδο 2014-2020, είναι οι καθυστερήσεις στην εκκίνηση του προγράμματος. Εάν ο Μηχανισμός δεν καταφέρει να επανεκκινήσει σύντομα την οικονομία της ΕΕ και την κοινωνική συνοχή, ελλοχεύουν σημαντικοί κίνδυνοι, τόσο για την αγορά εργασίας, όσο και για τις υγιείς επιχειρήσεις που έχουν πληγεί από την πανδημία.

Οι σημαντικότερες διαφορές μεταξύ του ΣΔΕ του ΤΑΑ και του ΣΔΕ του ΕΣΠΑ 2014-2020 είναι ότι στο πρώτο, αφενός, δεν υπάρχουν Διαχειριστικές Αρχές ανά τομέα, αλλά «Ομάδες Κρούσης» ανά Υπουργείο, που έχουν εν μέρει τις αρμοδιότητες Διαχειριστικής Αρχής και, αφετέρου, μεγάλο μέρος των διαδικασιών (κυρίως οι έλεγχοι και οι επαληθεύσεις) ανατίθενται σε εξωτερικούς συμβούλους αντί για τις Διαχειριστικές Αρχές του ΕΣΠΑ. Η συμβολή αυτών των λύσεων στην επιτάχυνση και απλοποίηση της διαδικασίας είναι αμφίβολη και ενδεχομένως να φέρνουν τα αντίθετα αποτελέσματα από τα επιδιωκόμενα. Η πρόσληψη συμβούλων όχι μόνο δεν συμβάλλει στην αποτελεσματικότητα της διαδικασίας, αλλά απαιτεί διαγωνιστικές διαδικασίες και αυξάνει τις ανάγκες συντονισμού, συνεπώς απαιτεί περισσότερο χρόνο.

Τελικά το ΣΔΕ του ΤΑΑ δεν αναμένεται να αυξήσει την ταχύτητα εκταμίευσης και αξιοποίησης των πόρων σε σχέση με αυτό του ΕΣΠΑ 2014-2020. Άλλωστε, τα μέχρι σήμερα δεδομένα αυτό δείχνουν. Η εκταμίευση που καταγράφει αυτή τη στιγμή το Ταμείο καταγράφεται ως εξαιρετικά χαμηλή στα 150 εκατ. ευρώ. Παράλληλα, έχουν ήδη αρχίσει να καταγράφονται καθυστερήσεις καθώς η 1η δόση -3,2 δις. ευρώ- που αναμενόταν να καταβληθεί στη χώρα το 3ο τρίμηνο του 2021, μετά την ολοκλήρωση των πρώτων οροσήμων, ακόμη δεν έχει καταβληθεί. Η μετατόπιση αυτής της εκταμίευσης, μετατοπίζει με τη σειρά της και την περίοδο διοχέτευσης των πόρων στην πραγματική οικονομία.

Σε κίνδυνο η διαφάνεια και ο αποτελεσματικός συντονισμός

Επιπρόσθετα, σύμφωνα με τη μελέτη του CEPS, προκειμένου η συνολική ανάκαμψη να έχει διαρκή επίδραση στην οικονομία, η επιλογή και η παρακολούθηση των επενδύσεων πρέπει να είναι ορθή και η δημόσια διοίκηση πρέπει να είναι ιδιαίτερα αποτελεσματική και στην εποπτεία του ιδιωτικού τομέα.

Στο πλαίσιο αυτό, χρειάζεται να καθιερωθεί ένας αποτελεσματικός μηχανισμός ένταξης των επενδύσεων και των μεταρρυθμίσεων στο Ταμείο Ανάκαμψης, με αποτελεσματικές διαδικασίες ελέγχου. Δεδομένου ότι η εκταμίευση των πόρων συνδέεται με την υλοποίηση οροσήμων, πρέπει να δοθεί έμφαση όχι μόνο στη διαδικασία, αλλά και στο αποτέλεσμα. Ως εκ τούτου, απαιτείται ενίσχυση των μηχανισμών κατασταλτικού (ex post) ελέγχου, αξιολόγησης και επιβολής κυρώσεων. Οι κυβερνήσεις πρέπει να καθιερώσουν διαφανή, αξιόπιστα και συγκρίσιμα πρότυπα προληπτικών και κατασταλτικών αξιολογήσεων των επιπτώσεων, ειδικά για μεγάλες επενδύσεις και έργα.

Η ελληνική κυβέρνηση αποφάσισε να αναθέσει ένα μεγάλο μέρος των ελέγχων στον ιδιωτικό τομέα. Με την εξαίρεση της Αρχής Ελέγχου (ΕΔΕΛ), το υπόλοιπο μέρος των επιτόπιων και διοικητικών ελέγχων το αναλαμβάνουν ορκωτοί ελεγκτές και άλλοι οικονομικοί φορείς του ιδιωτικού τομέα.

Αυτή η επιλογή του ΣΔΕ ενδεχομένως να προκαλέσει προβλήματα στην αποτελεσματικότητα και στον συντονισμό του ελεγκτικού έργου. Επιπρόσθετα, στην περίπτωση του πρώτου επιπέδου ελέγχου, οι Φορείς Υλοποίησης των έργων οφείλουν να αναθέσουν σε εξωτερικό ελεγκτή τον έλεγχο των έργων που οι ίδιοι υλοποιούν. Τίθεται εδώ ζήτημα ουσιαστικής ανεξαρτησίας του ελεγκτή σε σχέση με τον ελεγχόμενο και, επομένως, αποτελεσματικότητας της ελεγκτικής διαδικασίας. Οι δύο αυτές παράμετροι αυξάνουν το βαθμό αβεβαιότητας στην επίτευξη του στόχου διασφάλισης της διαφάνειας.

Απουσία περιφερειακής διάστασης

Η έκθεση του CEPS υπογραμμίζει ότι για να επιτευχθούν καλύτερα αποτελέσματα, το Εθνικό Σχέδιο ανάκαμψης απαιτεί την ενεργό συμμετοχή των τοπικών και Περιφερειακών Αρχών. Η υλοποίησή του συγκεντρωτικά, αποκλειστικά σε εθνικό επίπεδο μπορεί να μειώσει αντί να αυξήσει τον επιθυμητό αντίκτυπο. Τα σχέδια θα πρέπει να προσδιορίζουν τους κατάλληλους φορείς υλοποίησης σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας.

Η επιλογή της κυβέρνησης για απουσία περιφερειακής διάστασης στο «Ελλάδα 2.0» (σε αντίθεση με το ΕΣΠΑ και τα Περιφερειακά Επιχειρησιακά Προγράμματά του, στα οποία κατανέμεται περίπου το ένα τρίτο των πόρων) είναι στρατηγική της απόφαση, με βάση την οποία διαμορφώνεται το σχετικό ΣΔΕ. Το ΕΣΠΑ είναι υποχρεωμένο να προσθέσει διαδικασίες συντονισμού μεταξύ των Περιφερειακών και Τομεακών Προγραμμάτων, ενώ το ΣΔΕ του ΤΑΑ όχι.

Εν κατακλείδι, πέρα από τις ενστάσεις και τις σχετικές προτάσεις του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, αλλά και φορέων της αγοράς για την ικανότητα του ελληνικού σχεδίου να δημιουργήσει επαρκή εγχώρια προστιθέμενη αξία, ο τρόπος εφαρμογής του σχεδίου από την κυβέρνηση της ΝΔ φαίνεται να θέτει σε κίνδυνο την αποτελεσματικότητα και κατ’ επέκταση την επιτυχία του προγράμματος.

* Ο Δημήτρης Παπαδημούλης είναι Αντιπρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, Επικεφαλής της Ευρωομάδας του ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία, Συντονιστής της Ευρωομάδας της Αριστεράς (The Left) στην Επιτροπή Προϋπολογισμών (BUDG) και μέλος της Ομάδας Εργασίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για τον έλεγχο εφαρμογής του Μηχανισμού Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας