Skip to main content

Τέλος εποχής για το τραπεζικό απόρρητο στην Ελβετία

Από την έντυπη έκδοση

Των Έφης Τριήρη και Γιάννη Παγκαλιά 

Τέλος εποχής και επισήμως για το περίφημο τραπεζικό απόρρητο της Ελβετίας που διατηρήθηκε για 84 ολόκληρα χρόνια και παγίωσε μία άνευ προηγουμένου τάση, η οποία ανέδειξε τη χώρα σε παγκόσμιο κέντρο διαχείρισης εξωχώριου πλούτου, συγκεντρώνοντας ενεργητικό εύπορων πολιτών από διάφορα μέρη του κόσμου. Η χθεσινή ημέρα αποκτά ιδιαίτερη σημασία, καθώς στέλνει ένα μήνυμα διαφάνειας στη διαχείριση του πλούτου, με τον κλοιό των φορολογικών ελέγχων να σφίγγει σε μία ευρύτερη παγκόσμια προσπάθεια να παταχθεί η φοροδιαφυγή και η φορολογική απάτη, ώστε να αποκαλυφθεί το μαύρο χρήμα που κρύβεται σε φορολογικούς παραδείσους. 

Τώρα που καταρρίπτεται το άβατο των ελβετικών τραπεζών, η Ελβετία αρχίζει αυτομάτως, στο πλαίσιο της παγκόσμιας πλατφόρμας ανταλλαγής πληροφοριών χρηματοοικονομικών λογαριασμών, να μοιράζεται τα δεδομένα πελατών με φορολογικές αρχές σε δεκάδες άλλες χώρες. 

Με Ε.Ε. και 9 χώρες

Η Ομοσπονδιακή Φορολογική Διοίκηση της Ελβετίας (FTA) ανακοίνωσε χθες ότι για πρώτη φορά αντάλλαξε στοιχεία τραπεζικών λογαριασμών στα τέλη Σεπτεμβρίου, σύμφωνα με τα διεθνή πρότυπα που στόχο έχουν να πατάξουν τις φορολογικές απάτες. Το τραπεζικό απόρρητο συνεχίζει να ισχύει σε κάποιους τομείς – για παράδειγμα, οι ελβετικές αρχές δεν μπορούν αυτόματα να δουν τι έχουν οι πολίτες στους εγχώριους τραπεζικούς τους λογαριασμούς. Ωστόσο, παρήλθαν οι ημέρες που οι καλοπληρωμένοι Ευρωπαίοι μπορούσαν να αποταμιεύουν πλούτο εκτός συνόρων κάτω από τη μύτη των φορολογικών αρχών. Η αρχική ανταλλαγή επρόκειτο να είναι με τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης συν εννέα ακόμα περιοχές φορολογικής δικαιοδοσίας: Αυστραλία, Καναδά, Γκέρνσεϊ, Νήσος του Μαν, Ιαπωνία, Τζέρσεϊ, Νορβηγία και Νότια Κορέα. «Η Κύπρος και η Ρουμανία επί του παρόντος εξαιρούνται, καθώς δεν πληρούν ακόμα τις διεθνείς προδιαγραφές εμπιστευτικότητας και ασφάλειας στοιχείων», ανέφερε η FTA.

Η μετάδοση στοιχείων στην Αυστραλία και τη Γαλλία καθυστέρησε «καθώς αυτά τα κράτη δεν μπορούν ακόμα να δώσουν στοιχεία στην FTA για τεχνικούς λόγους», ανέφερε η FTA, προσθέτοντας ότι δεν έχει ακόμα λάβει στοιχεία από την Κροατία, την Εσθονία και την Πολωνία.

Περίπου 7.000 τράπεζες, ασφαλιστικές εταιρείες και άλλα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα που είναι εγγεγραμμένα στην FTA συγκεντρώνουν στοιχεία για εκατομμύρια λογαριασμούς και τα αποστέλλουν στην ελβετική φορολογική αρχή. Η FTA με τη σειρά της στέλνει πληροφορίες σε περίπου 2 εκατ. λογαριασμούς σε χώρες-εταίρους.

Η ετήσια ανταλλαγή στοιχείων θα επεκταθεί τον επόμενο χρόνο σε περίπου 80 κράτη-εταίρους, με την προϋπόθεση ότι πληρούν τις προδιαγραφές για την εμπιστευτικότητα και την ασφάλεια των δεδομένων.

Η αρχή έγινε στις 29 Οκτωβρίου του 2014 στο Βερολίνο, όταν 51 χώρες υπέγραψαν συμφωνία σε μία προσπάθεια να βάλουν τέλος στη φοροαποφυγή και στο ξέπλυμα μαύρου χρήματος, με επιπλέον 30 χώρες να δεσμεύονται ότι θα προσχωρήσουν στην εν λόγω συμφωνία εντός του 2018. Η διεθνής προσπάθεια κατάργησης του τραπεζικού απορρήτου είχε βάλει ωστόσο τις βάσεις της το 2010 με την Πράξη Φορολογικής Συμμόρφωσης Ξένων Λογαριασμών (FATCA) στις ΗΠΑ, που υποχρέωνε τις ξένες τράπεζες να αναφέρουν στην αρμόδια αμερικανική φορολογική υπηρεσία τους offshore λογαριασμούς Αμερικανών πελατών άνω των 50.000 ευρώ. Η κίνηση αυτή ώθησε πέντε ευρωπαϊκές χώρες -Βρετανία, Γαλλία, Γερμανία, Ιταλία και Ισπανία- να απαιτήσουν την αυτόματη ανταλλαγή πληροφοριών το 2011. 

Μείωση καταθέσεων

Στοιχεία από την κεντρική τράπεζα της Ελβετίας δείχνουν σημαντική μείωση του αμερικανικού χρήματος σε ελβετικούς λογαριασμούς. Αμερικανοί πελάτες κρατούσαν τραπεζικούς λογαριασμούς αξίας μικρότερης των 80 δισ. δολαρίων πριν από τρία έτη συγκριτικά με τα 165 δισ. δολάρια του 2006. Υπολογίζεται επίσης, σύμφωνα με οικονομολόγους, ότι 7,5 τρισ. δολάρια βρίσκονται σε φορολογικούς παραδείσους, γεγονός που σημαίνει ότι οι φορολογικές αρχές παγκοσμίως χάνουν περί τα 100 δισ. δολάρια σε έσοδα κάθε χρόνο. 

Το τραπεζικό απόρρητο είναι μία υπό όρους συμφωνία μεταξύ της τράπεζας και των πελατών της, η οποία διασφαλίζει ότι οι προηγούμενες δραστηριότητες παραμένουν ασφαλείς, εμπιστευτικές και ιδιωτικές. Ενώ ορισμένα τραπεζικά ιδρύματα επιβάλλουν οικειοθελώς το τραπεζικό απόρρητο, άλλα ιδρύματα δραστηριοποιούνται σε περιοχές όπου η πρακτική αυτή έχει νόμιμη υπόσταση και προστασία, όπως για παράδειγμα οι φορολογικοί παράδεισοι. Τα τραπεζικά απόρρητα στην πλειονότητά τους απαγορεύουν τη διάθεση πληροφοριών του πελάτη σε τρίτους χωρίς τη συναίνεσή του ή χωρίς την ύπαρξη καταγγελίας για εγκληματική δράση. Επιπλέον ιδιωτικότητα παρέχεται σε επιλεγμένους πελάτες μέσω αριθμημένων τραπεζικών λογαριασμών ή θυρίδων. 

Ιταλικές ρίζες

Η ιστορία και εξέλιξη του τραπεζικού απορρήτου αποτελεί μία παράδοση που ξεκίνησε από Ιταλούς εμπόρους κατά τη διάρκεια του 17ου αιώνα, οι οποίοι συναλλάσσονταν με εχεμύθεια μεταξύ τους σε μία περιοχή κοντά στη βόρεια Ιταλία η οποία στο μέλλον θα εξελισσόταν στην ιταλόφωνη Ελβετία. 

Πρώτη φορά το τραπεζικό απόρρητο επικυρώνεται από τους τραπεζίτες και το Μεγάλο Συμβούλιο της Γενεύης το 1713, με τροπολογία που θεσπίζει κανόνες σύμφωνα με τους οποίους οι τραπεζίτες είναι υποχρεωμένοι να διατηρούν αρχείο με τα στοιχεία των πελατών τους, σε καμία περίπτωση όμως δεν μπορούν να τα διαθέσουν πέραν του πελάτη, ή κατόπιν εντολής του Συμβουλίου της πόλης.  

Σχεδόν εκατό χρόνια μετά, το 1815, το Συμβούλιο της Βιέννης καθιστά την Ελβετία χώρα ουδέτερη ως προς τον γεωπολιτικό ιστό, μία απόφαση που έχει σαν αποτέλεσμα την αθρόα εισροή κεφαλαίων από το εξωτερικό.

Ο συνδυασμός του τραπεζικού απορρήτου που έχει εξαπλωθεί σε όλη την επικράτεια της χώρας, σε συνδυασμό με τη σιγουριά που προσφέρει η ουδετερότητα της Ελβετίας σε σχέση με το παγκόσμια δρώμενα, καθιστούν το ελβετικό κράτος τον πιο ασφαλή προορισμό για τις καταθέσεις χρημάτων και όχι μόνο.

Κι όμως, μέχρι το 1934 το τραπεζικό απόρρητο εφαρμόζεται ως εθιμοτυπικό δίκαιο, καθώς δεν αποτελεί νόμο του ελβετικού συντάγματος.

Η μεγάλη αύξηση των ιδιωτικών καταθέσεων που έχει αρχίσει να συντελείται από το 1910, καθώς οι Ευρωπαίοι θέλοντας να αποφύγουν την υψηλή κρατική φορολόγηση, απόρροια της ραγδαίας αύξησης των αμυντικών δαπανών, οδήγησε την Ελβετία στη θέσπιση του νόμου αυτού, σε μία Ευρώπη που είναι θέμα χρόνου να ηχήσουν τα τύμπανα του πολέμου. 

Με την ψήφιση του τραπεζικού νόμου του 1934 όπως είναι γνωστός, το τραπεζικό απόρρητο αποτελεί νόμο του κράτους και η παραβίασή του από τη μεριά των ιδρυμάτων ή των τραπεζιτών συνιστά ποινικό αδίκημα.

Με την ψήφιση του συγκεκριμένου νόμου οι ελβετικές τράπεζες γίνονται πόλος έλξης για ολόκληρη την Ευρώπη, όπου πλέον στους λογαριασμούς τους και στις θυρίδες διαφυλάσσονται μετρητά και τιμαλφή από πλούσιους Γάλλους επιχειρηματίες, Γερμανούς αξιωματικούς, Καθολικούς επισκόπους, καθώς και περιουσιακά στοιχεία από κατασχέσεις του ναζιστικού κόμματος σε Εβραίους πολίτες.