Skip to main content

«Αιμορραγεί» ο Dow Jones, απώλεια 2.000 μονάδων σε 5 ημέρες

Δίχως τέλος συνεχίζονται οι ρευστοποιήσεις στο Χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης, καθώς η νέα αύξηση των επιτοκίων της Federal Reserve οδηγεί τους αμερικανικούς δείκτες στο χαμηλότερο επίπεδο των τελευταίων 14 μηνών.

Ενδεικτικά, ο βιομηχανικός Dow Jones υποχωρεί κατά 510 μονάδες ή κατά 2,21% και κατακρημνίζεται στις 22.806 μονάδες. Αντίστοιχου εύρους είναι και οι απώλειες στον τεχνολογικό Nasdaq, ο οποίος διολισθαίνει κατά 2,16% στις 6.495 μονάδες.

Ταυτόχρονα, ο δείκτης βαρόμετρο S&P 500 σημειώνει πτώση κατά 1,97%, καθώς διαμορφώνεται στις 2.458 μονάδες, δεχόμενος πιέσεις και από τον κίνδυνο «λουκέτου» της ομοσπονδιακής κυβέρνησης, λόγω της διαφωνίας Τραμπ – Γερουσίας για τη χρηματοδότηση του κρατικού μηχανισμού.

Αξίζει να σημειωθεί ότι συμπεριλαμβανομένων και των απωλειών της Τετάρτης, η συνολική «χασούρα» για τον Dow Jones διαμορφώνεται άνω των 900 μονάδων, ενώ η πτώση κατά τη διάρκεια των τελευταίων πέντε ημερών αγγίζει τις 2.000 μονάδες.

Την ίδια ώρα, οι συνολικές εκροές κεφαλαίων για τις εταιρείες του S&P 500, από την αρχή του Δεκεμβρίου, κυμαίνονται στο ιλιγγιώδες ποσό των 2,4 τρισεκατομμυρίων δολαρίων, σε μία ακόμη ένδειξη του αρνητικού επενδυτικού κλίματος.

Ενόσω οι αμερικανικοί δείκτες τελούσαν υπό την πίεση της Federal Reserve, οι απώλειες κλιμακώθηκαν σημαντικά, έπειτα από τις διαρροές περί προσωρινού «λουκέτου» της αμερικανικής κυβέρνησης, καθώς ο Ντόναλντ Τραμπ φέρεται να οδηγεί στα άκρα τη διαμάχη με τη Γερουσία.

Αιτία αποτελεί η πρόταση της τελευταίας για την έκτακτη χρηματοδότησης διάφορων υπουργείων, στην οποία ωστόσο, απουσιάζει το απαιτούμενο κονδύλι για την ανέγερση του τείχους στο Μεξικό, κάτι το οποίο θεωρείται «κόκκινη γραμμή» για τον Αμερικανό πρόεδρο.

Σε κάθε περίπτωση, το αρνητικό κλίμα είχε διαφανεί από την Τετάρτη, όταν η απόφαση της Fed για νέα αύξηση των επιτοκίων -η τέταρτη από την αρχή του έτους- οδήγησε τους αμερικανικούς δείκτες στο χαμηλότερο επίπεδο του έτους.

Οι αγορές αντιδρούν στον ρυθμό αύξησης των επιτοκίων της κεντρικής τράπεζας, θεωρώντας ότι υπονομεύει τις προοπτικές της αμερικανικής ανάπτυξης, μία θέση την οποία ενστερνίζεται και ο Ντόναλντ Τραμπ.

naftemporiki.gr