Την Πέμπτη 21 Μαρτίου, στις 7:30μ.μ., η Roma Gallery εγκαινιάζει έκθεση αντιπροσωπευτικών έργων δύο ιδιαίτερα σημαντικών δημιουργών, του Δημήτρη Μυταρά (1934-2017) και του Αλέκου Φασιανού (1935) [Ρώμα 5, Κολωνάκι].
Φιλοσοφία της παρούσας έκθεσης, που θα διαρκέσει έως τις 4 Μαΐου, είναι η επαναπροσέγγιση και ανάδειξη βασικών παραμέτρων, που διαμόρφωσαν και συνεχίζουν να χαρακτηρίζουν όψεις κι εκδοχές της νεότερης και σύγχρονης εικαστικής παραγωγής, οι οποίες αποτελούν, εκτός των άλλων, κορυφαίους πυλώνες της ανθρωποκεντρικής μας ζωγραφικής.
Τα έργα των δύο καλλιτεχνών φυσικά και διαφέρουν μεταξύ τους, όσον αφορά στο εκφραστικό τους ύφος, την ιδιωματική γραφή και τις αναγωγές τους, όπως αναφέρει η επιμελήτρια της έκθεσης και ιστορικός τέχνης Αθηνά Σχινά. Η ίδια μάλιστα επισημαίνει ότι, συμπαρουσιαζόμενα τα έργα των εμβληματικών αυτών δημιουργών στον συγκεκριμένο χώρο της γκαλερί, δίνουν την δυνατότητα στους θεατές να συμμετάσχουν σε έναν άτυπο διάλογο, με βάση τις έννοιες της «θεατρικότητας» που, με διαφορετικό τρόπο ο καθένας τους, τις διαπραγματεύεται.
Οι μορφές του Δημήτρη Μυταρά λειτουργούν ως πρόσωπα και ταυτοχρόνως προσωπεία. Μέσα από τη «δραματουργική» αμφισημία τους, αποτυπώνουν όψεις του εφήμερου και της διάρκειας, της επιθυμίας και της αναπόλησης, της καθημερινότητας και του ονείρου. Χωροδυναμικά φευγαλέες κι ελεγειακά υποβλητικές, οι πολυδιάστατες μορφές του καλλιτέχνη έρχονται στο προσκήνιο, μετατρεπόμενες σε είδωλα κι αλληγορίες. Ελκυστικές κι αινιγματικές καθώς εμφανίζονται, σε μια «θεατρικού» τύπου εικαστική αυλαία, ισορροπούν παράδοξα ανάμεσα στην πραγματικότητα και την ουτοπία, διεγείροντας στον θεατή νέες, κάθε φορά, προκλήσεις. Οι αισθητικές και νοηματικές αυτές προκλήσεις, μέσα από λάμψεις κι αντανακλάσεις, υπαγορεύουν ανάλογα υπαρξιακά ερωτήματα, τα οποία σχετίζονται με την ατομικότητα και την ετερότητα, την αλήθεια και την πλάνη, την εντοπιότητα και την υπέρβαση, το εδώ και το επέκεινα.
Ο Αλέκος Φασιανός γεφυρώνει με άλματα, μέσα από τις δικές του υποβλητικά δυναμικές μορφές, τη ζωτικότητα μιας «παραμυθίας». Τον ιστό της τον διαμορφώνει με ποιητικό τρόπο και μέσα από το ύφος μιας δοξαστικής ελεγείας, καθώς μετουσιώνει ποικίλες όψεις των πολιτισμικών καταθέσεων που έχουν εγγραφεί στο συλλογικό μας υποσυνείδητο. Οι μορφές του, μέσα από την υιοθεσία μιας απροκατάληπτης κι ασυμβίβαστης παιδικής ματιάς που ξέρει να ονειρεύεται, «σωματοποιούν» δραματουργικά και μυθοπλαστικά τη συνάντηση Ανατολής και Δύσης. Η συνάντηση αυτή γίνεται στην αυλαία –θαρρεί κανείς- ενός θεάτρου σκιών.
Οι εκρηκτικής έντασης φιγούρες του, αναχωρούσες κι αεροστατικές, καθημερινές και διαχρονικές, γεμάτες εσωτερικό φως και χρώμα, κυριαρχούν με παλμό στον χωροχρόνο τους, αποκαθηλώνοντας ταυτοχρόνως το εκτόπισμά τους. Παράλληλα, λειτουργούν ως αλληλένδετοι εκφραστικοί κρίκοι, που ενώνουν -μέσα από συνέχειες κι ασυνέχειες- αισθήσεις προερχόμενες αφενός από την αρχαιότητα και την βυζαντινή περίοδο, αφετέρου από μνήμες και πραγματικότητες της λαϊκής μας τέχνης, αλλά και των σύγχρονων, κυρίως, εικαστικών κατακτήσεων της ουμανιστικής μας ευρωπαϊκής κουλτούρας.