Με ρυθμό ανόδου αντίστοιχο με εκείνο του 2018, ήτοι κοντά στο 4% εκτιμάται ότι θα κλείσει η αγορά των φαρμακείων το 2019, σύμφωνα με κλαδική μελέτη της εταιρείας Στόχασις. Τα φαρμακεία καλύπτουν ως γνωστό ανελαστικές ανάγκες και αποτελούν μία αγορά η οποία δεν σημειώνει κάμψη όσον αφορά στην επισκεψιμότητα, παρά την κρίση. Μάλιστα έρευνα για τις τάσεις των καταναλωτών δείχνει ότι 1 στους 2 Έλληνες βρίσκεται υπό συστηματική αγωγή, ενώ οι μισοί από αυτούς επισκέπτονται το φαρμακείο τουλάχιστον 2 φορές το μήνα για εκτέλεση συνταγών. Σύμφωνα λοιπόν με τη μελέτη, η εν λόγω αγορά παρουσίασε αύξηση 3,9% το 2018 σε σχέση με το 2017 μετά από μια διετία στασιμότητας. Σύμφωνα με τον Πρόεδρο και Διευθύνοντα Σύμβουλο της Στόχασις κ. Βασίλη Ρεγκούζα, ο Μέσος Ετήσιος Ρυθμός Μεταβολής (ΜΕΡΜ) διαμορφώθηκε σε -4,3% την περίοδο 2010-2018, με το ΜΕΡΜ 2015-2018 να διαμορφώνεται σε 2,5% και να βελτιώνει τη συνολική εικόνα του κλάδου, που είχε παρουσιάσει σημαντική μείωση την περίοδο 2010-2014 (ΜΕΡΜ: -9,5%).
Σημειώνεται ότι, το 75% των πωλήσεων των φαρμακείων αφορά σε φάρμακα και το 25% σε παραφαρμακευτικά προϊόντα, ενώ και οι δύο εξεταζόμενες κατηγορίες παρέμειναν σε σταθερά επίπεδα την τετραετία 2015-2018.
Καταναλωτές
Επίσης για λογαριασμό της Στόχασις διεξήχθη έρευνα το 2019 στους νομούς Αττικής και Θεσσαλονίκης για την αγοραστική συμπεριφορά πελατών φαρμακείου. Για να διαπιστωθεί ο βαθμός χρήσης φαρμακευτικών υπηρεσιών ζητήθηκε από τους συμμετέχοντες στην έρευνα να απαντήσουν αν βρίσκονται υπό συστηματική φαρμακευτική αγωγή. Το μεγαλύτερο μέρος των ερωτηθέντων απάντησε θετικά στη συγκεκριμένη ερώτηση, σχεδόν το ίδιο ποσοστό με την αντίστοιχη του 2017.
Σύμφωνα και με τις δύο έρευνες (2019, 2017) προκύπτει ότι 2 φορές το μήνα είναι η συχνότερη περίοδος επίσκεψης στο φαρμακείο:
- Για το 43,6% των συμμετεχόντων στην έρευνα του 2019 (44,8% το 2017) για εκτέλεση συνταγών, ενώ ένα ποσοστό 3,2% επισκέπτεται μια φορά την εβδομάδα το φαρμακείο και 3,1% περισσότερες από μία φορές. Έτσι συνολικά προκύπτει ότι τουλάχιστον οι μισοί ερωτώμενοι επισκέπτονται πάνω από 2 φορές τον μήνα το φαρμακείο. Την ίδια στιγμή βέβαια υπάρχει ένα ποσοστό της τάξης του 22% που πηγαίνει μόλις 2 φορές το χρόνο και ένα 28% μια φορά το τρίμηνο. Επίσης οι ηλικίες άνω των 50 ετών και ιδιαίτερα άνω των 70 ετών παρουσιάζουν όπως είναι λογικό τη μεγαλύτερη επισκεψιμότητα.
In Article Ad
- Για το 32,8% των συμμετεχόντων στην έρευνα του 2019 (36,2% το 2017) για αγορά άλλων προϊόντων ή λήψη συμβουλών, με τα ποσοστά επισκεψιμότητας να υπερέχουν στις ηλικιακές κατηγορίες 36-50 και 51-70. Κι εδώ επίσης υπάρχει ένα ποσοστό 7,5% που επισκέπτεται μια φορά την εβδομάδα το φαρμακείο και ένα ακόμη ποσοστό 5,2% που επισκέπτεται 2-3 φορές την εβδομάδα.
Τα Μη Συνταγογραφούμενα Φάρμακα (ΜΗΣΥΦΑ) παρουσιάζουν την υψηλότερη συχνότητα αγορών (“Συχνά”, “Πολύ συχνά”), σε επισκέψεις που δεν προορίζονται για εκτέλεση συνταγών, με ποσοστό 28,8%, ακολουθούν τα καλλυντικά (9,9%) και τα συμπληρώματα διατροφής (9,4%). Πάντως διαπιστώνεται ότι γενικά η συγκεκριμένη κατηγορία πολιτών δεν επισκέπτεται κατά βάση το φαρμακείο για άλλα σκευάσματα εκτός των συνταγογραφούμενων.
Περισσότεροι από 6 στους 10 συμμετέχοντες θεωρούν σημαντικά κίνητρα για την επιλογή φαρμακείου το διευρυμένο ωράριο (61,4%), τη διευρυμένη ποικιλία προϊόντων (65,5%) και την ύπαρξη εξειδικευμένου προσωπικού στα παραφάρμακα (60,2%), το 2019.
Όσον αφορά την αγορά παραφαρμακευτικών ειδών από το διαδίκτυο, η συχνότητά της είναι σπάνια τόσο για το 2017 όσο και για το 2019. Εδώ αξίζει αν σημειωθεί ότι το 85,1% των ερωτώμενων το 2019 απαντά ότι σπάνια θα αγοράσει παραφάρμακα από το διαδίκτυο όταν τα αντίστοιχο ποσοστό 2 χρόνια πριν ήταν 80,9%. Φαίνεται δηλαδή μια τάση μείωσης της επιλογής των on line φαρμακείων παρά το γεγονός ότι άλλες έρευνες δείχνουν ότι οι τζίροι “ηλεκτρονικά” αυξάνουν.
Ως προς την πηγή ενημέρωσης για θέματα υγείας και φαρμάκων “κυριαρχούν” οι παραδοσιακές μέθοδοι πληροφόρησης, με το 87,9% του συνόλου των ερωτώμενων να απάντα ότι ενημερώνεται από το γιατρό τους και το 52,5% του συνόλου από το φαρμακοποιό τους. Σημαντική αύξηση σε σχέση με το 2017 καταγράφεται στο ποσοστό όσων ενημερώνονται μέσω διαδικτύου (17,7% έναντι 7,8%).