Της Σοφίας Εμμανουήλ
[email protected]
Η Ελλάδα μπορεί να αναδυθεί ισχυρότερη από την πανδημία. Αυτό αποτελεί κοινή πεποίθηση οικονομολόγων, ακαδημαϊκών, επιχειρηματιών, στελεχών της κυβέρνησης, αλλά και της αντιπολίτευσης. Ζητούμενο είναι η συνεργασία όλων στην προσπάθεια για την πράσινη ανάκαμψη.
Αυτή η αξία της συνεργασίας, του Στόχου 17 των Η.Ε. για τη βιώσιμη ανάπτυξη, που προϋποθέτει συνεργασίες μεταξύ κυβερνήσεων, ιδιωτικού τομέα και κοινωνίας των πολιτών, αναδείχθηκε περίτρανα με το μεγάλο project των εμβολίων κατά της νόσου Covid-19. Πρόκειται για ένα καλό παράδειγμα του τι μπορεί να επιτευχθεί όταν οι κυβερνήσεις αναλαμβάνουν επιτελικό ρόλο στις επενδύσεις, ευρισκόμενες ταυτόχρονα σε στενή συνεργασία με την ακαδημαϊκή-ερευνητική κοινότητα και τις επιχειρήσεις.
Η πράσινη ανάκαμψη βέβαια προβλέπει επενδύσεις καλά σχεδιασμένες, με μετρήσιμο αντίκτυπο για την οικονομία, την κοινωνία και το περιβάλλον. Με τις μεταρρυθμίσεις που προωθούνται στο πλαίσιο του «Σχεδίου Πισσαρίδη» και με τα κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης και του νέου ΕΣΠΑ το μέγεθος του νέου κύκλου χρηματοδότησης της οικονομίας αποτελεί μοναδική ευκαιρία για ανάκαμψη που θα θέσει τα θεμέλια για μια ανταγωνιστική, βιώσιμη και κλιματικά εύρωστη οικονομία. Πρόκειται για χρηματοδότηση σχεδόν60 δισ. ευρώ, χωρίς να υπολογίζεται το εύρος των κεφαλαίων που μπορούν αυτά να μοχλεύσουν στην αγορά.
Πέρα από το σχέδιο «Ελλάδα 2.0», προσδοκίες καλλιεργεί επίσης η επικείμενη αναθεώρηση των στόχων του Εθνικού Σχεδίου για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ), που γίνεται πιο φιλόδοξο, ενάμιση χρόνο περίπου από τη Σύνοδο Κορυφής του ΟΗΕ για το Κλίμα, τον Σεπτέμβριο του 2019, όταν ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης μίλησε για πρώτη φορά επίσημα σε διεθνές κοινό υψηλού επιπέδου για τους ενεργειακούς και κλιματικούς στόχους της χώρας. Πρόκληση αποτελεί και ο κλιματικός νόμος, θέμα που η χώρα θέτει σε προτεραιότητα, σε συνέχεια της στρατηγικής της απόφασης για απολιγνιτοποίηση. Με προσήλωση στο όραμα της Ευρώπης να καταστεί η πρώτη κλιματικά ουδέτερη ήπειρος έως το 2050, η Ελλάδα προχωρά σε απεξάρτηση από τον λιγνίτη έως το 2025, ταχύτερα από τον αρχικό στόχο, που ήταν το 2028. Στο πλαίσιο αυτό κινητοποιείται ένα μπαράζ επενδύσεων σε ΑΠΕ, τεχνολογίες αποθήκευσης ενέργειας, υπεράκτια πλωτά αιολικά πάρκα, υδρογόνο, σε συνδυασμό με επιτάχυνση της ενεργειακής αναβάθμισης δημόσιων και ιδιωτικών κτηρίων και προώθηση της ηλεκτροκίνησης. Η ενεργειακή μετάβαση και η πράσινη ατζέντα συνδέονται με το Ταμείο Ανάκαμψης, αλλά οι νέες επενδύσεις, οι χρηματοδοτήσεις, οι επιχειρηματικές συμφωνίες περνούν πλέον από το φίλτρο κριτηρίων που έχουν να κάνουν με το περιβάλλον, την κοινωνία και την εταιρική διακυβέρνηση (ESG Environmental, Social andGovernance).
Στο περιβάλλον αυτό, σε ευρωπαϊκό επίπεδο, προτεραιότητα δίνεται στη δημιουργία μιας κοινής γλώσσας για να ορισθεί η επιχειρηματική βιωσιμότητα, ενώ από τον Μάρτιο τέθηκε σε ισχύ ο κανονισμός για τις γνωστοποιήσεις περί βιώσιμης χρηματοδότησης (SFDR) φέρνοντας σημαντικές αλλαγές στην αγορά χρηματοπιστωτικών προϊόντων. Πρόκειται για τον Κανονισμό 2019/2088 της Ε.Ε. που έχει στόχο να αλλάξει τα υφιστάμενα πρότυπα συμπεριφοράς στον χρηματοπιστωτικό τομέα, δηλαδή να ανοίξει τον δρόμο στις βιώσιμες επενδύσεις. Μένει, βέβαια, στο πλαίσιο αυτής της συστημικής αλλαγής, να αντιμετωπιστούν αναδυόμενες προκλήσεις, όπως η αποθάρρυνση του «πράσινου ξεπλύματος» (greenwashing).
Επομένως, οι πιο σημαντικές προκλήσεις είναι μπροστά μας. Εξάλλου, καθώς αίρονται τα μέτρα στήριξης νοικοκυριών και επιχειρήσεων, πληττόμενων από την πανδημία, τίθενται ερωτήματα σχετικά με το πώς θα υλοποιηθεί το πρόγραμμα της πράσινης ανάκαμψης, ικανοποιώντας τη βασική προϋπόθεση για να θεωρείται επιτυχημένο: «να μη μείνει κανείς πίσω».
«Σκανάροντας» τη συμπεριφορά των επιχειρήσεων στη χώρα μας σε αυτή την κρίση, που ξεκίνησε από υγειονομική αλλά εξελίχθηκε και σε οικονομική, παράλληλα με την κλιματική, διαπιστώνουμε ότι επέδειξαν αντανακλαστικά και εναρμονίστηκαν γρήγορα με τα πρωτόκολλα και τους κανόνες για προστασία των εργαζομένων σε εργοστάσια, υπηρεσίες και καταστήματα. Ανέλαβαν δράσεις για την ενίσχυση του Εθνικού Συστήματος Υγείας και των τοπικών κοινωνιών. Αλλά τώρα καλούνται να δράσουν ώστε να μετριαστεί ο ασύμμετρος αντίκτυπος της πανδημίας, σε οικονομικές δραστηριότητες, κλάδους, επαγγέλματα και θέσεις εργασίας. Μεγάλες βιομηχανίες αλλά και μικρότερες επιχειρήσεις ηγούνται των αλλαγών, ενώ οι τράπεζες αποκτούν ρόλο στη διαχείριση των εισροών του Ταμείου Ανάκαμψης μέσω των προωθούμενων επενδύσεων συνεισφέροντας στην ανάδειξη ευκαιριών και στην ανάπτυξη νέων θέσεων εργασίας.
Τα παραπάνω αναλύουν στην τρέχουσα έκδοση της «Ν» στελέχη της αγοράς, της ακαδημαϊκής κοινότητας και της επίσημης πολιτείας, παρουσιάζοντας προτάσεις για τις προκλήσεις και υποδεικνύοντας τις ευκαιρίες της πράσινης ανάκαμψης.