Skip to main content

Αλλάζουν τα πρότυπα συμπεριφοράς στον χρηματοπιστωτικό τομέα

Της Σοφίας Εμμανουήλ
[email protected]

Τον Μάρτιο τέθηκε σε ισχύ ο κανονισμός για τις γνωστοποιήσεις περί βιώσιμης χρηματοδότησης (SFDR -Sustainable Finance Disclosure Regulation), φέρνοντας σημαντικές αλλαγές στην αγορά χρηματοπιστωτικών προϊόντων.

Τις βασικές αλλαγές που έχει φέρει ο νέος κανονισμός εξηγεί στη «Ν» ο Γιώργος Ηλιόπουλος, Founder & Managing Director AIPHORIA, πρόεδρος – Ένωση Επιστημόνων Περιβάλλοντος της Ελλάδας. Όπως σημειώνει, ο Κανονισμός 2019/2088 της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τις γνωστοποιήσεις περί βιώσιμης χρηματοδότησης (SFDR) αποτελεί μια πολύ σημαντική τομή της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που είναι και ο παγκόσμιος ηγέτης σε θέματα βιώσιμης ανάπτυξης και κλιματικής αλλαγής, με σκοπό τον περαιτέρω μετασχηματισμό των αγορών και τη συμπερίληψη κριτηρίων βιώσιμης ανάπτυξης σε χρηματοπιστωτικά προϊόντα.

Οι βασικές αλλαγές που εισάγει η πρωτοβουλία αυτή της Ευρωπαϊκής Ένωσης συνοψίζονται στο ότι καθορίζει εναρμονισμένους κανόνες περί γνωστοποιήσεων αειφορίας, για τα πιστωτικά ιδρύματα και τις επιχειρήσεις επενδύσεων (ΑΕΠΕΥ) που παρέχουν υπηρεσίες διαχείρισης χαρτοφυλακίου ή επενδυτικές συμβουλές για μια σειρά από χρηματοπιστωτικά προϊόντα. Συνεπώς αφορά ένα πολύ μεγάλο φάσμα του χρηματοπιστωτικού κλάδου της χώρας.

Ο κ. Ηλιόπουλος σημειώνει ειδικότερα ότι οι επιχειρήσεις που εμπίπτουν στο νέο αυτό Κανονισμό, πρακτικά, καλούνται να δημοσιεύουν και να γνωστοποιούν στο ευρύ κοινό μια σειρά από πληροφορίες όπως οι πολιτικές που εφαρμόζουν για την ενσωμάτωση τωνκινδύνων βιωσιμότητας στη διαδικασία λήψης των επενδυτικών τους αποφάσεων και στις επενδυτικές ή ασφαλιστικές συμβουλές που παρέχουν, καθώς και τις πολιτικές δέουσας επιμέλειάς τους όσον αφορά τις κύριες δυσμενείς επιπτώσεις των επενδυτικών αποφάσεων στους παράγοντες αειφορίας.

Επίσης, οι χρηματοοικονομικοί σύμβουλοι καλούνται να δημοσιεύουν και να διατηρούν στους ιστότοπους τους δείκτες βιωσιμότητας σχετικά με δυσμενείς κλιματικές και περιβαλλοντικές επιπτώσεις των επενδύσεων, καθώς και πληροφορίες σχετικά με το κατά πόσον έχουν ενσωματωθεί κριτήρια κινδύνων βιωσιμότητας στις πολιτικές αμοιβών τους.

Συνοψίζοντας, ο κ. Ηλιόπουλος σημειώνει ότι ο νέος αυτός κανονισμός, μέσω των ανωτέρω απαιτήσεων δημοσιοποίησης, επιχειρεί να αυξήσει τη διαφάνεια αναφορικά με τις δυσμενείς επιπτώσεις και τους κινδύνους μιας επένδυσης για τη βιώσιμη ανάπτυξη, τοκατά πόσον αυτοί οι παράμετροι έχουν ληφθεί υπόψη από την επιχείρηση και με ποιο τρόπο συνδέονται με τις αμοιβές των στελεχών. 

Νέο κριτήριο επένδυσης

Θεωρητικά ο στόχος του νέου πλαισίου είναι να αλλάξουν τα πρότυπα συμπεριφοράς στον χρηματοπιστωτικό τομέα, δηλαδή να ανοίξει ο δρόμος για βιώσιμες επενδύσεις.

Ο κ. Ηλιόπουλος συμφωνεί ότι αυτό ακριβώς είναι η πρόθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η αλλαγή του τρόπου λειτουργίας του χρηματοπιστωτικού τομέα στην Ευρώπη, προκειμένου να λαμβάνονται υπ’ όψιν τόσο από τις επιχειρήσεις όσο και από τους επενδυτές οι κίνδυνοι μιας επένδυσης για τη βιώσιμη ανάπτυξη.

Πρακτικά το μέσο για την επίτευξη αυτού του στόχου είναι η διαφάνεια. Μέχρι σήμερα οι πιθανοί επενδυτές δεν είχαν διαθέσιμη αυτήν την πληροφόρηση σε επίπεδο προϊόντος. Με το νέο αυτό κανονισμό υποχρεούνται οι χρηματοπιστωτικοί σύμβουλοι να κοινοποιούν αυτές τις πληροφορίες στους ενδιαφερόμενους επενδυτές, οι οποίοι πλέον με τη σειρά τους θα έχουν τη δυνατότητα να παίρνουν επενδυτικές αποφάσεις, λαμβάνοντας υπόψη και παραμέτρους βιώσιμης ανάπτυξης. Με απλά λόγια δηλαδή, ένας επενδυτής, είτε είναι θεσμικός είτε απλός πολίτης, θα έχει τη δυνατότητα να συνεκτιμήσει τον βαθμό στον οποίο μια επενδυτική επιλογή που του παρουσιάζεται ενέχει σημαντικούς κινδύνους και αρνητικές επιπτώσεις στη βιώσιμη ανάπτυξη. Αυτό θα αποτελέσει τον μοχλόγια την προώθηση των επενδύσεων που είναι πιο «πράσινες» και γενικότερα θα συνεισφέρουν σε μια πιο βιώσιμη ανάπτυξη. 

Τα κενά του πλαισίου για greenwashing και bluewashing

Την ίδια ώρα βέβαια που γίνεται μια συστημική αλλαγή στην αγορά με στόχευση στις βιώσιμες και «πράσινες» επενδύσεις, αναδύονται και προκλήσεις όπως η αποθάρρυνση του λεγόμενου «πράσινου ξεπλύματος» (greenwashing). Στο ερώτημα εάν είναι επαρκές το θεσμικό πλαίσιο σήμερα για να λειτουργήσει αποτρεπτικά, ο κ. Ηλιόπουλος τονίζει ότι πρόκειται για πολύ σημαντικό θέμα, καθώς οι ψευδείς ισχυρισμοί για «πράσινα» χαρακτηριστικά προϊόντων ή επιχειρήσεων είναι αρκετά συχνοί. Σε γενικές γραμμές δεν υπάρχει ακόμα ολοκληρωμένο θεσμικό πλαίσιο που να οριοθετεί τέτοιους ψευδείς ή παραπλανητικούς ισχυρισμούς, με σκοπό τον περιορισμό του greenwashing και του bluewashing, παρά μόνο κατά κύριο λόγο εθελοντικοί κώδικες συμπεριφοράς.

«Μην ξεχνάμε ότι πέραν των ψευδών ή παραπλανητικών πληροφοριών για περιβαλλοντικά χαρακτηριστικά ενός προϊόντος ή επιχείρησης, αυτό που αποκαλούμε greenwashing, υπάρχει πλέον και το bluewashing, που αφορά αντίστοιχα σε ψευδείς ή παραπλανητικούς ισχυρισμούς αναφορικά με κοινωνικά θέματα. Ωστόσο θα πρέπει να πούμε ότι ο νέος αυτός κανονισμός για τις γνωστοποιήσεις περί βιώσιμης χρηματοδότησης (SFDR) αποτελεί ένα σημαντικό βήμα για την οριοθέτηση τέτοιων ψευδών ισχυρισμών αναφορικά με το περιβάλλον και τη βιώσιμη ανάπτυξη ευρύτερα, καθώς θέτει συγκεκριμένες απαιτήσεις δημοσιοποίησης για τις επιχειρήσεις και τα επενδυτικά προϊόντα, βάσει μάλιστα συγκεκριμένων κριτηρίων και δεικτών απόδοσης. Συνεπώς αποτελεί ένα βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση για τον περιορισμό του greenwashing, την αύξηση της διαφάνειας και τον περιορισμό της παραπληροφόρησης» σημειώνει σχετικά ο κ. Ηλιόπουλος. 

Επενδυτικές αποφάσεις με γνώμονα τη βιώσιμη ανάπτυξη

Η νέα νομοθεσία υποχρεώνει κατά κάποιον τρόπο τις τράπεζες να προτρέψουν τις επιχειρήσεις να συμμορφωθούν αλλά και να εκπαιδεύσουν το ευρύ επενδυτικό κοινό στους κινδύνους αλλά και στις ευκαιρίες που αναδεικνύονται στο περιβάλλον της βιώσιμης οικονομίας.

Αυτό συμβαίνει στην πράξη μέσω της δημοσιοποίησης των στοιχείων που ζητάει ο κανονισμός, αναφορικά με τις επιπτώσεις των επενδύσεων στη βιώσιμη ανάπτυξη. Όπως εξηγεί ο κ. Ηλιόπουλος, μέχρι σήμερα υπήρχε ένα σημαντικό διπλό έλλειμμα, αφενός τόσο στην κατανόηση του τρόπου με τον οποίο μια επένδυση επιδρά σε αυτό που λέμε βιώσιμη ανάπτυξη και αφετέρου στη διαθεσιμότητα αυτής της πληροφόρησης στους ενδιαφερόμενους επενδυτές και το ευρύ κοινό. Ο νέος κανονισμός θεραπεύει αυτό το διπλό κενό και δίνει πλέον τη δυνατότητα στους επενδυτές να λαμβάνουν επενδυτικές αποφάσεις έχοντας και τη βιώσιμη ανάπτυξη κατά νου.

Αυτό είναι πολύ σημαντικό, τονίζει ο κ. Ηλιόπουλος, εξηγώντας ότι αν θέλουμε να προχωρήσουμε σε αλλαγή του τρόπου με τον οποίο λειτουργεί η οικονομία μας και να στραφούμε γρήγορα και έγκαιρα σε ένα πιο βιώσιμο μοντέλο ανάπτυξης, θα πρέπει οι νέες επενδύσεις να συνεισφέρουν σε αυτόν τον στόχο παρά να αποτελούν μέρος του προβλήματος. «Θα μου επιτρέψετε να σημειώσω σε αυτό το σημείο πως πολύ συχνά ενώ υπήρχε η πρόθεση από πλευράς ενός επενδυτή για επιλογή επενδύσεων με πιο θετικό πρόσημο για τη βιώσιμη ανάπτυξη, δεν υπήρχε το μέσο για να ληφθεί αυτή η απόφαση, δηλαδή η διαθέσιμη πληροφόρηση. Αυτό πλέον θα αλλάξει στην Ευρώπη, καθώς θα αυξηθεί τόσο το επίπεδο διαφάνειας και πληροφόρησης όσο και η κατανόηση για το πώς επιδρά κάθε επένδυση στη βιώσιμη ανάπτυξη, τόσο από την πλευρά των επιχειρήσεων και των επενδυτικών συμβούλων όσο και από πλευράς ενδιαφερόμενων επενδυτών και ευρύ κοινού».

Ο κλιματικός νόμος

Η άλλη πρόκληση έχει να κάνει με τον κλιματικό νόμο, με την Ελλάδα να θέτει το θέμα σε προτεραιότητα μπαίνοντας μπροστά από άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Στο ερώτημα πώς συνδέεται αυτή η μεταρρύθμιση με το Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα, οκ. Ηλιόπουλος σημειώνει ότι ο επερχόμενος κλιματικός νόμος είναι ένα πολύ σημαντικό και απαραίτητο βήμα της χώρας προκειμένου να καθοριστεί περαιτέρω το πλαίσιο για τη μείωση των εκπομπών σε εθνικό επίπεδο, σε εναρμόνιση και με τις αντίστοιχες δεσμεύσεις σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ο κλιματικός νόμος ουσιαστικά θα μετατρέψει την πολιτική δέσμευση σε νομική υποχρέωση και θα αποτελέσει τον οδικό χάρτη για τη μετάβαση σε μια οικονομία χαμηλών εκπομπών άνθρακα. Ο κ. Ηλιόπουλος τονίζει ότι στόχος μας είναι η χώρα να συμβάλει στην αποτροπή της κλιματικής κρίσης και να θωρακιστεί απέναντι στις αναπόφευκτες επιπτώσεις της.

Στον αντίποδα, το Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα αποτελεί στην ουσία τον τρόπο εφαρμογής των δεσμεύσεων αυτών, προκειμένου να υλοποιηθεί η ενεργειακή μετάβαση της χώρας προς ένα μοντέλο χαμηλότερων εκπομπών άνθρακα.

Βασικός παράγοντας στην υλοποίηση του σχεδίου είναι ο ΑΔΜΗΕ, ο οποίος μέσω της διασύνδεσης των νησιών με την ηπειρωτική Ελλάδα θα συμβάλει στην άρση της ενεργειακής τους απομόνωσης, μειώνοντας την εξάρτηση από το πετρέλαιο και παράλληλα παρέχει τη δυνατότητα να συνδεθούν περισσότερες μονάδες ΑΠΕ στο σύστημα. Αυτό με τη σειρά του θα έχει ως αποτέλεσμα την παραγωγή ενέργειας με καθαρότερο τρόπο και λιγότερες εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου σε εθνικό και τοπικό επίπεδο.

Ο κ. Ηλιόπουλος καταλήγει σημειώνοντας ότι «η Ελλάδα ως μεσογειακή και ιδιαίτερα νησιωτική χώρα βρίσκεται δυστυχώς στο επίκεντρο των επιπτώσεων της κλιματικής κρίσης και φαινόμενα όπως η αύξηση της συχνότητας και της έντασης ακραίων καιρικών φαινομένων, πλημμύρες και παρατεταμένοι καύσωνες είναι σήμερα μόνο η αρχή του τι θα ακολουθήσει αν δεν αναλάβουμε έγκαιρα δράση. Ωστόσο, κατά τη γνώμη μας θα πρέπει ο σχεδιασμός να γίνει ολοκληρωμένα και μακροπρόθεσμα, αποφεύγοντας την ανάπτυξη μεγάλων αιολικών πάρκων σε περιοχές όπου δημιουργούνται ζητήματα προστασίας του τοπίου και της φύσης».

Τα κενά και η ευκαιρία για την Ελλάδα

Είναι σαφές ότι η Ελλάδα έχει την ευκαιρία εάν πετύχει τους φιλόδοξους στόχους που έχει θέσει στην ενεργειακή μετάβαση, να αποκομίσει πολλά και άμεσα οφέλη. Η μεταστροφή του μοντέλου παραγωγής ενέργειας σε καθαρότερες πηγές ενέργειας, σε συνδυασμό με την αύξηση της ενεργειακής αποδοτικότητας και τη μείωση των αναγκών σε ενέργεια -συνολικά- μέσω των νέων τεχνολογιών και της ηλεκτροκίνησης, θα έχουν τεράστια οφέλη για τη χώρα, τόσο οικονομικά, άρα και κοινωνικά, όσο και περιβαλλοντικά. Ο κ. Ηλιόπουλος τονίζει ότι η τιμή του άνθρακα αυξάνεται διαρκώς και θα συνεχίσει να αυξάνεται τα επόμενα χρόνια, συνεπώς η παραγωγή ενέργειας από ΑΠΕ θα έχει σημαντικά οικονομικά οφέλη για τη χώρα, ενώ παράλληλα θα δημιουργηθούν και νέες ποιοτικές θέσεις εργασίας. Αυτονόητο είναι ότι θα προκύψουν και σημαντικά περιβαλλοντικά οφέλη, όπως λιγότερες εκπομπές, μικρότερη επιβάρυνση του περιβάλλοντος και της ανθρώπινης υγείας, σταθερότερο και ασφαλέστερο δίκτυο παροχής ενέργειας και σταδιακά απεξάρτηση από το πετρέλαιο. «Σαφώς δεν πρέπει να ξεχνάμε και τα θετικά οφέλη που θα έχει η μεταστροφή αυτή και στο branding της χώρας, τη φήμη της σε ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο», προσθέτει, αναδεικνύοντας επίσης τον ρόλο του Ταμείου Ανάκαμψης, ως σημαντικού μέσου υλοποίησης της σχεδιαζόμενης ενεργειακής μετάβασης. Μέσω αυτού θα κεφαλαιοποιήσει η χώρα σημαντικά οφέλη και θα μπορέσει να υλοποιήσει τον σχεδιασμό της.

Εν τέλει η κλιματική αλλαγή μπορεί μεν να αποτελεί κίνδυνο, αλλά παράλληλα αποτελεί και μια σημαντική ευκαιρία για την οικονομία που θα πρέπει να αξιοποιηθεί κατάλληλα και έγκαιρα.

Για να γίνει αυτό θα πρέπει να αντιμετωπιστούν έγκαιρα οι προκλήσεις και να γίνουν οι αναγκαίες προσαρμογές, όπως π.χ. η εκπαίδευση των στελεχών που καλούνται να διαχειριστούν την εφαρμογή των νέων κανόνων βιώσιμης χρηματοδότησης, τα νέα πρότυπα αναφοράς, τη βέλτιστη αξιοποίηση του Ταμείου Ανάκαμψης κ.ο.κ.

Ο κ. Ηλιόπουλος συμφωνεί ότι η ταχύτητα των εξελίξεων και της αλλαγής του πλαισίου σε παγκόσμιο, ευρωπαϊκό και εθνικό επίπεδο είναι μεγάλη και προϋποθέτει ανάλογες προσαρμογές και στο επίπεδο γνώσεων και κατανόησης από την πλευρά των στελεχών τόσο της κυβέρνησης όσο και της αγοράς.

«Η πρόσφατη και μετ’ επαίνων έγκριση από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή του σχεδίου της χώρας για τη χρήση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης αποτελεί ένα πολύ καλό αποτέλεσμα και ορόσημο. Ωστόσο, η υλοποίηση και εφαρμογή του σχεδίου απαιτεί ειδική γνώση και κριτική σκέψη πάνω σε μια σειρά από ζητήματα, προκειμένου να επιτευχθεί ο στόχος της βιώσιμης ανάπτυξης. Πόσο μάλλον στη χώρα μας που είναι ζητούμενο η ανάπτυξη από μόνη της και κατ’ αρχήν» προσθέτει.

Σημειώνει ότι η έννοια του κλιματικού κινδύνου, έτσι όπως εισάγεται από το TCFD (Task Force on Climate Related Financial Disclosures) και το FSB (Financial Stability Board), ο τρόπος με τον οποίο ενδέχεται να επηρεάσει τις επιχειρήσεις, η κατάρτιση ολοκληρωμένων σεναρίων (scenario analysis) για τις επόμενες δεκαετίες αναφορικά με την πιθανή εξέλιξη της οικονομίας, της αγοράς, του ρυθμιστικού πλαισίου και βεβαίως της ίδιας της κλιματικής αλλαγής, δεν έχουν ακόμα εμπεδωθεί στον βαθμό που χρειάζεται και εδώ προκύπτει η ανάγκη για ποιοτική και στοχευμένη εκπαίδευση στα θέματα αυτά. Εξάλλου στην Ελλάδα είναι ελάχιστες οι επιχειρήσεις που έχουν προχωρήσει σε τέτοια ανάλυση σεναρίου, ενώ αντίθετα οι μεγάλες εταιρείες στη Βόρεια Ευρώπη και Αμερική που ηγούνται της δράσης κατά της κλιματικής αλλαγής, έχουν ήδη πραγματοποιήσει τέτοιες ασκήσεις, προκειμένου να είναι προετοιμασμένες με τον καλύτερο δυνατό τρόπο.

Εν κατακλείδι, ο κ. Ηλιόπουλος σημειώνει ότι πλέον η ευρωπαϊκή και εθνική απόκριση στην κλιματική αλλαγή και η μετάβαση σε μια πιο βιώσιμη οικονομία αρχίζει να λαμβάνει σάρκα και οστά μέσω της αλλαγής του πλαισίου αλλά και του τρόπου λειτουργίας των αγορών και συνεπώς αποτελεί πρόκληση το επίπεδο ετοιμότητας προκειμένου η απόκριση να είναι αυτή που απαιτείται.