Skip to main content

Το νέο Εθνικό Σύστημα Υγείας αλλάζει κατά τα σύγχρονα νοσολογικά πρότυπα

Το Εθνικό Σύστημα Υγείας (ΕΣΥ) ιδρύθηκε το 1983 από την πρώτη κυβέρνηση Ανδρέα Παπανδρέου στο πλαίσιο μεταρρύθμισης και αναβάθμισης της δημόσιας υγείας και της λειτουργικής ενοποίησης των δημόσιων υποδομών περίθαλψης. Στόχος ήταν η ιατροφαρμακευτική και νοσηλευτική κάλυψη των αναγκών του ελληνικού πληθυσμού με δωρεάν παροχή υπηρεσιών. 37 χρόνια μετά, το σύστημα αυτό θεωρείται πλέον παρωχημένο και σύμφωνα με τους ειδικούς είναι απαραίτητη η ανασυγκρότησή του προκειμένου να παραμείνει «ζωντανό» και να παρέχει ποιοτικές υπηρεσίες υγείας.

Σύμφωνα με την Έκθεση της διαΝΕΟσις με τίτλο «Το Νέο ΕΣΥ: Η Ανασυγκρότηση του Εθνικού Συστήματος Υγείας», το ΕΣΥ χρειάζεται μεγάλες διαθρωτικές αλλαγές για να συμβαδίσει με την εποχή της τεχνολογίας. Έτσι, μία ομάδα 7 επτά ακαδημαϊκών, με συντονιστή τον καθηγητή Κοινωνικής και Προληπτικής Ιατρικής ΕΚΠΑ Γιάννη Τούντα, εκπόνησε μια μεγάλη μελέτη για το πώς πρέπει να οργανωθεί το σύστημα υγείας για να λειτουργεί σωστά και αποδοτικά, μειώνοντας ωστόσο τα κόστη λειτουργίας του.

Η ερευνητική ομάδα απαρτίστηκε από τους: Γιάννη Κυριόπουλο – ομότιμος καθηγητής Οικονομικών της Υγείας ΕΣΔΥ, Χρήστο Λιονή – καθηγητής Γενικής Ιατρικής και ΠΦΥ, Ιατρική Σχολή Παν/ου Κρήτης, Μιλτιάδη Νεκτάριο – καθηγητής Ασφαλιστικής Επιστήμης, Παν/ο Πειραιώς, Κυριάκο Σουλιώτη – καθηγητής Πολιτικής Υγείας, Παν/ο Πελοποννήσου, Γιάννη Υφαντόπουλο – ομότιμος καθηγητής Οικονομικών της Υγείας και Κοινωνικής Πολιτικής, Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης ΕΚΠΑ, Τάσο Φιλαλήθη – ομότιμος καθηγητής Κοινωνικής Ιατρικής – Προγραμματισμού Υγείας, Παν/ο Κρήτης.

Το σημερινό ΕΣΥ περιλαμβάνει 125 νοσοκομεία, 201 Κέντρα Υγείας (ΚΥ) και 1.487 Περιφερειακά Ιατρεία στις αγροτικές περιοχές, περίπου 200 πρώην Πολυϊατρεία του ΙΚΑ στις αστικές περιοχές που έχουν ενταχθεί πρόσφατα στο ΕΣΥ συγκροτώντας μαζί με τα ΚΥ το Πρωτοβάθμιο Εθνικό Δίκτυο Υγείας (ΠΕΔΥ) καθώς και 127 Τοπικές Μονάδες Υγείας (Τo.Μ.Υ.) σε αστικές περιοχές. Η διάρθρωση αυτή θεωρείται επαρκής όσον αφορά τη νοσοκομειακή περίθαλψη, ωστόσο η πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας εξακολουθεί να υπολειτουργεί, ενώ και η πιο πρόσφατη παρέμβαση με την ίδρυση των Τo.Μ.Υ. εφαρμόστηκε μόνο κατά το ήμισυ του αρχικού σχεδιασμού, με αποτέλεσμα να καλύπτεται μόνο το 1/5 του αστικού πληθυσμού.

Οι μονάδες αυτές υπάγονται σε 7 Υγειονομικές Περιφέρειες (ΥΠΕ), οι οποίες ασκούν κυρίως εποπτικό και συντονιστικό και, σε μικρότερο βαθμό, διοικητικό ρόλο. Ουσιαστικά, παρά την αποκεντρωμένη δομή του, η διοίκηση του ΕΣΥ εξακολουθεί να ασκείται κεντρικά από το υπουργείο Υγείας με κυρίαρχο τον ρόλο της εκάστοτε ηγεσίας του υπουργείου. Τα νοσοκομεία διοικούνται από διοικητές και Δ.Σ. που ορίζει το υπουργείο Υγείας και τα ΚΥ, που υπάγονται διοικητικά στις ΥΠΕ, από διευθυντές ΕΣΥ οι οποίοι προέρχονται από το προσωπικό τους με επιλογή της διοίκησης της ΥΠΕ.

Η χρηματοδότηση του ΕΣΥ προέρχεται από τη γενική φορολογία κυρίως για την πληρωμή της μισθοδοσίας και από κοινωνική ασφάλιση για την αγορά των προσφερόμενων υπηρεσιών. Η μόνη δομική μεταβολή η οποία έχει εφαρμοστεί στο πεδίο της χρηματοδότησης αφορά την ενοποίηση των κλάδων υγείας των ασφαλιστικών ταμείων με τη δημιουργία του ΕΟΠΥΥ και, κατ’ επέκταση, την υιοθέτηση ενιαίων κανόνων αποζημίωσης.

Ωστόσο, σύμφωνα με τους ερευνητές, η ανασυγκρότηση του ΕΣΥ αποτελεί αναγκαιότητα, καθώς σήμερα αδυνατεί να αντιμετωπίσει τις αυξημένες ανάγκες και τις σύγχρονες προκλήσεις, λόγω των προβλημάτων υποχρηματοδότησης, υποστελέχωσης και κακοδιοίκησης, καθώς και λόγω της ανορθολογικής κατανομής των υφιστάμενων υλικών και ανθρώπινων πόρων, με αποτέλεσμα τη δημιουργία και διεύρυνση των ανισοτήτων και των ανικανοποίητων υγειονομικών αναγκών.

Επιπλέον, το ΕΣΥ χαρακτηρίζεται από:

  • απουσία οργανωμένης Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας (ΠΦΥ),
  • έλλειψη σύγχρονων μονάδων περίθαλψης (νοσηλεία στο σπίτι, μονάδες ημερήσιας νοσηλείας, κέντρα αποκατάστασης, μονάδες χρονίως πασχόντων),
  • περιορισμένη χρήση νέων τεχνολογιών,
  • απουσία μηχανισμών αξιολόγησης, ελέγχου και ποιότητας,
  • ύπαρξη σημαντικής παραοικονομίας,
  • ηλικιακή γήρανση και εργασιακή κόπωση του υγειονομικού δυναμικού.

Οι δαπάνες υγείας την περίοδο της κρίσης

Κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης, ο τομέας της υγείας αποτέλεσε το κατ’ εξοχήν πεδίο εφαρμογής των περιοριστικών πολιτικών, με δεδηλωμένη πρόθεση τη συγκράτηση της δημόσιας δαπάνης για την υγεία στο 6% του ΑΕΠ, και, ειδικότερα, της δημόσιας δαπάνης φαρμάκου στο 1% του ΑΕΠ. Με βάση τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής, η συνολική δαπάνη υγείας παρουσίασε σημαντική μείωση κατά τα έτη 20122016, φτάνοντας τα 14,72 δισεκατομμύρια ευρώ ή, ποσοστιαία, στο 8,45% του ΑΕΠ από το 9,47% το 2009. Το σύστημα υγείας στη χώρα δεν προσομοιάζει με κανένα από τα υπόλοιπα ευρωπαϊκά συστήματα, λόγω του μίγματος εισροών της δημόσιας δαπάνης υγείας από τη φορολογία και την ασφάλιση, αλλά και από τη μεγάλη συμμετοχή της ιδιωτικής δαπάνης. Ο ΕΟΠΥΥ από «μοναδικός ενιαίος πληρωτής» κατέληξε σε ένα υβρίδιο «ταμειακού κόφτη», χωρίς καθολική κάλυψη και με μεγάλες ανισότητες μεταξύ των διαφόρων ομάδων του πληθυσμού, ενώ οι λανθασμένες εκτιμήσεις και οι άστοχοι χειρισμοί στην περίπτωση του ΠΕΔΥ οδήγησαν στη συρρίκνωση της δημόσιας εκδοχής της πρωτοβάθμιας φροντίδας.

Η προτεινόμενη ανασυγκρότηση του ΕΣΥ αποσκοπεί στον άριστο συνδυασμό των ανθρώπινων πόρων, της τεχνολογίας και των σύγχρονων μορφών διοίκησης, προκειμένου να εξασφαλιστεί η ικανοποίηση των αναγκών υγείας και φροντίδας, καθώς και των προσδοκιών των πολιτών/ ασθενών, με ελευθερία, ισότητα και αποδοτικότητα. Βασικές οργανωτικές αρχές της ανασυγκρότησης του ΕΣΥ είναι η αποκέντρωση, η δημοκρατία, η «αυτοκυβέρνηση» και ο ελεγχόμενος -από το κράτος- ανταγωνισμός σε ένα σύγχρονο πλαίσιο σχέσεων του δημοσίου και του ιδιωτικού τομέα.

Για τον σκοπό αυτό προτείνονται αλλαγές στον ρόλο του υπουργείου Υγείας (ΥΥ), στην οργάνωση και λειτουργία των Υγειονομικών Περιφερειών (ΥΠΕ), στο θεσμικό καθεστώς, στην οργάνωση, διοίκηση και λειτουργία των νοσοκομείων, στην οργάνωση και λειτουργία της Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας και στη σχέση του δημόσιου με τον ιδιωτικό τομέα υγείας. Παράλληλα, πρέπει να κινητοποιηθούν αλλαγές στον τρόπο τιμολόγησης, διαπραγμάτευσης και αποζημίωσης των υπηρεσιών υγείας, με σκοπό την επίτευξη της αποδοτικής κατανομής και χρήσης των πόρων.

Συνεργασίες δημόσιου και ιδιωτικού τομέα

Μέχρι σήμερα, η συνεργασία του δημόσιου με τον ιδιωτικό τομέα είναι περιορισμένη είτε άμεσα για τη φύλαξη, καθαριότητα, σίτιση, κ.ά. των δημόσιων νοσοκομείων, είτε για την αγορά υπηρεσιών από τον συμβεβλημένο ιδιωτικό τομέα (γιατροί, διαγνωστικά κέντρα, κλινικές). Ωστόσο, σημαντικά είναι και τα έσοδα δημόσιων νοσοκομείων για κλινικές μελέτες που επιχορηγούνται από τη φαρμακοβιομηχανία.  

Περίπου το 65% των κλινών είναι στον δημόσιο τομέα και το 35% στον ιδιωτικό τομέα. Η πλειονότητα των ιδιωτικών κλινών είναι μικρές ή μεσαίες γενικές, μαιευτικές ή γυναικολογικές ή ψυχιατρικές κλινικές με λιγότερες από 100 κλίνες, μικρό αριθμό ασθενών και χαμηλά ποσοστά στελέχωσης ανά τύπο προσωπικού. Τα νοσοκομεία συμβάλλονται κυρίως με τον ΕΟΠΥΥ, προσφέροντας υπηρεσίες μέτριας ποιότητας στους ασφαλισμένους.

Το σύστημα υγείας στη χώρα είναι έντονα συγκεντρωμένο γύρω από τα νοσοκομεία που έχουν τη χαμηλότερη μέση διάρκεια παραμονής (5,2 ημέρες) στην Ε.Ε. και η πληρότητα κλινών (74%) είναι παρόμοια με τον μέσο όρο της Ε.Ε. Ωστόσο, τα νοσοκομεία αντιμετωπίζουν πολλά προβλήματα διαχείρισης, μεταξύ των οποίων η έλλειψη κλινικών κατευθυντήριων γραμμών, η υποκειμενική λήψη ιατρικών αποφάσεων από τους γιατρούς και η αυξημένη χρήση υπηρεσιών επείγουσας φροντίδας, κάτι που οδηγεί μερικές φορές σε υπερκατανάλωση υπηρεσιών, αυξημένο κόστος και αναποτελεσματικότητα.

Οι εναλλακτικές μορφές περίθαλψης: κλινικές και χειρουργεία ημέρας, ξενώνες φροντίδας ασθενών τελικού σταδίου, κλινικά κέντρα αναφοράς για χρόνιες παθήσεις και συγχωνεύσεις δομών με σταδιακή μείωση ή υποκατάσταση κλινών είναι μια διεθνής τάση στον τομέα υγείας. Τα δημόσια νοσοκομεία παρουσιάζουν σημαντικά προβλήματα ανισοκατα
νομής κλινών, κλινικών, εργαστηρίων και προσωπικού, σημαντικές ελλείψεις προσωπικού, και αναχρονιστικές και αναποτελεσματικές μορφές διοίκησης. Για τη βελτίωση του δημόσιου νοσοκομειακού τομέα προτείνονται θεσμικές αλλαγές στη νομική τους υπόσταση, ενίσχυση της αυτοδιοίκησής τους, αναβάθμιση της περιφερειακής τους διασύνδεσης και αναδιάρθρωση της κατανομής των υλικών και ανθρώπινων πόρων με βάση τις ανάγκες νοσοκομειακής περίθαλψης του πληθυσμού κάθε διοικητικής περιφέρειας.

Η έρευνα προτείνει να αναπτυχθούν και να εγκαθιδρυθούν συνεργασίες με τον ιδιωτικό τομέα όπως συμβάσεις: με ιδιωτικές κλινικές, παροχής υπηρεσιών, υπεργολαβίας, διαχείρισης ή μίσθωσης εξοπλισμού, παραχωρήσεις, εκχώρησης κ.λπ. Πρέπει να οικοδομηθούν και να διατηρηθούν συνεργασίες με όλους τους παρόχους υπηρεσιών υγείας, συμπεριλαμβανομένων αυτών του ιδιωτικού τομέα, με στόχο την επέκταση των υπηρεσιών για την προώθηση
της καθολικής κάλυψης των αναγκών υγείας, την ανάπτυξη υγιούς ανταγωνισμού και την πρόβλεψη για την εφαρμογή του κατάλληλου ελεγκτικού και ρυθμιστικού πλαισίου. Οι συνέργειες θα επικυρώνονται από ένα πλαίσιο το οποίο θα ρυθμίζει λεπτομερώς τη φύση της σχέσης των νοσοκομείων με τους μη κρατικούς/ιδιωτικούς παρόχους, την τακτική επανεξέταση των πολιτικών και κατευθυντήριων γραμμών χρηματοδότησης, τους στόχους απόδοσης του συστήματος και τα πρότυπα ποιότητας τα οποία θα πρέπει να πληρούν οι μη κρατικοί φορείς.

Η Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας (ΠΦΥ) και Δημόσια Υγεία

Οι δομές ΠΦΥ στη χώρα είναι κατακερματισμένες με τη μορφή των Κέντρων Υγείας (ΚΥ) στις αγροτικές περιοχές, των ΠΕΔΥ και Τοπικών Μονάδων Υγείας (Το.Μ.Υ.) στις αστικές περιοχές, στις οποίες λειτουργούν αρκετά ιδιωτικά ιατρεία, ενώ έχουν αναπτυχθεί και αρκετές υπηρεσίες ενσωματωμένες σε δήμους ή άλλους οργανισμούς. Στη χώρα μας δεν υφίσταται μέχρι σήμερα κάποιο συγκεκριμένο πρότυπο στο οποίο θα συνυπάρξουν και θα συλλειτουργήσουν όλες οι πρωτοβάθμιες υπηρεσίες και οι πάροχοι.

Ο ασθενής δεν αποτελεί το επίκεντρο της συζήτησης στην ΠΦΥ. Οι υπηρεσίες σχεδιάζονται χωρίς αναφορά στις προσδοκίες, τις επιθυμίες, τις αξίες και τις ανάγκες του. Οι λέξεις πρόληψη και προαγωγή της υγείας εξακολουθούν να χρησιμοποιούνται ρητορικά, αφού ούτε η προπτυχιακή εκπαίδευση ούτε και η εκπαίδευση στην ειδικότητα εμπλουτίζει τον μελλοντικό οικογενειακό ιατρό με διαπροσωπικές δεξιότητες και δεξιότητες αλλαγής της συμπεριφοράς υγείας, με συνέπεια η πρώτη επαφή συχνά να εξαντλείται σε διοικητικού τύπου διεκπεραιώσεις, που εξασθενούν βαθμιαία και τον κοινωνικό ρόλο του γιατρού. Η οικογένεια ως έννοια απουσιάζει από την προσέγγιση, ακόμα και από τη συλλογή της πληροφορίας. Τέλος, η επίσκεψη στο σπίτι και η φροντίδα ευάλωτων ομάδων του πληθυσμού, που συχνά είναι περιορισμένα στο σπίτι, δεν αποτελεί συνήθη πρακτική και πολλές φορές άτομα με προχωρημένα χρόνια νοσήματα, πολλαπλή νοσηρότητα, ευπάθεια και αναπηρίες, εξαρτημένα πλήρως από το οικογενειακό και συγγενικό περιβάλλον, μένουν χωρίς συστηματική παρακολούθηση και υποστήριξη.

Η απουσία οργανωμένης ΠΦΥ συμβάλλει στη σταδιακή υποβάθμιση του ρόλου και των αρμοδιοτήτων των Υπηρεσιών Δημόσιας Υγείας, και κατ’ επέκταση στην αδυναμία ανταπόκρισης στα προβλήματα που αναδεικνύονται τα τελευταία χρόνια, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τη μη εφαρμογή μέχρι πρόσφατα της αντικαπνιστικής νομοθεσίας, την αύξηση της παχυσαρκίας και την καθυστέρηση κάθε φορά στην ανταπόκριση στα κρούσματα του ιού του Δυτικού Νείλου. Επιπλέον, τα προβλήματα υγείας που συνοδεύουν ή αναδεικνύονται από την μετανάστευση αντιμετωπίζονται από τις εθελοντικές οργανώσεις των αλληλέγγυων αντί να προλαμβάνονται από τις οργανωμένες υπηρεσίες Δημόσιας Υγείας της Πολιτείας.

Το Ανθρώπινο Δυναμικό

Όσον άφορα τη σύνθεση του υγειονομικού δυναμικού, παρατηρείται σημαντική ιδιομορφία της Ελλάδας σε σχέση με τις άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η χώρα μας έχει τον μεγαλύτερο αριθμό γιατρών και τον μικρότερο αριθμό νοσηλευτών ανά 1.000 κατοίκους. Η Ελλάδα την περίοδο 2000-2016 παρουσίασε υπερδιπλάσια αύξηση του ιατρικού της δυναμικού, η οποία ανήλθε στο 51% παρά την ιατρική μετανάστευση.

Η Ελλάδα παρουσιάζει τις μεγαλύτερες γεωγραφικές ανισότητες σε σχέση με τις υπόλοιπες χώρες του ΟΟΣΑ. Από όλες τις υπάρχουσες μελέτες αναδεικνύεται η ανισοκατανομή του ανθρώπινου δυναμικού, με μεγαλύτερα μεγέθη στην Αττική και στη Θεσσαλονίκη, έπονται οι Περιφέρειες όπου λειτουργούν Τμήματα Ιατρικής στα αντίστοιχα Πανεπιστημιακά Νοσοκομεία, ενώ οι υπόλοιπες Περιφέρειες έχουν τον μικρότερο αριθμό σε σχέση με τον πληθυσμό. Οι συνθήκες εργασίας των εργαζομένων στις υπηρεσίες υγείας, ειδικά στον δημόσιο τομέα, δεν είναι οι πλέον κατάλληλες. Η ανεπαρκής στελέχωση πολλών υπηρεσιών υγείας, λόγω μειωμένων προσλήψεων και πρόωρης συντα
ξιοδότησης, αλλά και η «γήρανση» όσων συνεχίζουν να υπηρετούν, καθιστούν δυσχερή τη λειτουργία τους. Το μεγαλύτερο πρόβλημα που αντιμετωπίζουν τα νοσοκομεία του ΕΣΥ είναι οι μεγάλες ελλείψεις σε μη ιατρικό προσωπικό, και κυρίως σε νοσηλευτές. Πολλά τμήματα λειτουργούν με νοσηλευτικό προσωπικό κάτω από τα όρια ασφαλείας, ενώ άλλα, μεταξύ των οποίων και ορισμένα ιδιαίτερα σημαντικά όπως Μονάδες Εντατικής Θεραπείας, δεν λειτουργούν καθόλου λόγω έλλειψης προσωπικού.

Η αναμόρφωση πρέπει να γίνει σταδιακά

Για να καταστεί όμως εφικτή η ανασυγκρότηση, είναι απαραίτητη η διαμόρφωση ενός ρεαλιστικού αλλά ταυτόχρονα δεσμευτικού χρονοδιαγράμματος υλοποίησης, με συγκεκριμένους στόχους και διαδικασίες, προκειμένου να εφαρμοσθούν, με σύγχρονα εργαλεία διοίκησης οι διαρθρωτικές αλλαγές που θα υιοθετήσει τελικά η πολιτική ηγεσία. Κατά την εκτίμηση δε των συγγραφέων της παρούσας Έκθεσης, η διαδικασία της προτεινόμενης ανασυγκρότησης του Εθνικού Συστήματος Υγείας μπορεί να ολοκληρωθεί σε χρονικό διάστημα τριών ετών, προκειμένου να συνταχθούν αναλυτικά σχέδια αλλαγών, καθώς και για να υπάρξει ουσιαστική ενημέρωση και διάλογος για την επίτευξη των μεγαλύτερων δυνατών συναινέσεων.

Τα σύγχρονα συστήματα υγείας αποτελούν πολύπλοκα προσαρμοστικά οικοσυστήματα με αλληλοεξαρτώμενα μέρη που αλληλεπιδρούν με μη γραμμικό τρόπο. Σημαντικά χαρακτηριστικά του συστήματος είναι η ποικιλομορφία, η συσχέτιση, η ανάδραση και η αυτοοργάνωση, που προσδίδουν στα συστήματα αυτά την ικανότητα να αναδεικνύουν νέα πρότυπα. Ο σκοπός ενός συστήματος υγείας είναι η αντιμετώπιση των αναγκών υγείας και φροντίδας του πληθυσμού σε όλο το φάσμα της φροντίδας (προστασία – πρόληψη – προαγωγή της υγείας, θεραπεία και αποκατάσταση), αλλά και ιατροκοινωνικής μέριμνας. Οι κοινωνίες, όμως, αλλάζουν και μαζί τους αλλάζουν και οι ανάγκες υγείας, οι αξίες και οι προσδοκίες για περίθαλψη και φροντίδα.

Για την αντιμετώπιση του σύγχρονου νοσολογικού προτύπου, έτσι όπως διαμορφώνεται εξαιτίας της γήρανσης του πληθυσμού, της επικράτησης των χρόνιων και εκφυλιστικών νοσημάτων και της έξαρσης των ψυχικών διαταραχών, της ταχύτητας αλλαγής στη γνώση και στην αποτελεσματικότητα των νέων παρεμβάσεων, αλλά και της αύξησης των κοινωνικών ανισοτήτων, απαιτούνται διαφορετικές πολιτικές υγείας, νέα ιεράρχηση των προτεραιοτήτων, και δημιουργία νέων δομών και
υπηρεσιών. Οι πρόοδοι στην ιατρική επιστήμη και στη βιοϊατρική τεχνολογία αλλάζουν. Εισάγουν νέες διαγνωστικές και θεραπευτικές μεθόδους, με ενδεικτικά παραδείγματα τις γονιδιωματικές παρεμβάσεις, την πρόοδο στις νευροεπιστήμες, κ.λπ. Από την άλλη, η ολιστική θεώρηση του ανθρώπου σε σχέση με το περιβάλλον, δίνει μια άλλη προοπτική στην ιατρική και στην υγεία. Το ΕΣΥ θα πρέπει να είναι έτοιμο να αντεπεξέλθει στις σύγχρονες αυτές προκλήσεις. Οι δημογραφικές, κοινωνικές, οικονομικές και τεχνολογικές αλλαγές που έχουν συντελεστεί τις τελευταίες δεκαετίες έχουν οδηγήσει σε αύξηση της ζήτησης και συνεπώς του κόστους περίθαλψης σε ένα περιβάλλον όμως με περιορισμένους πόρους, γεγονός που πλήττει τους τρεις θεμελιώδεις στόχους των συστημάτων υγείας: την ιατρική αποτελεσματικότητα, την οικονομική αποδοτικότητα και την κοινωνική ισότητα.

Συγκρότηση των Συμπλεγμάτων και των Δικτύων Νοσοκομείων

Σε κάθε ΥΠΕ (ως ΝΠΔΔ) προτείνεται να γίνει συγκρότηση ενός -ή περισσότερων- «Συμπλέγματος» (hospital trust) και «Δικτύων Νοσοκομείων» (hospital network) τα οποία θα παρέχουν υπηρεσίες δευτεροβάθμιας και τριτοβάθμιας φροντίδας υγείας σε ένα συγκεκριμένο πληθυσμό. Η αναδιοργάνωση της δομής των υπηρεσιών όσον αφορά την προτεινόμενη διαρθρωτική δομή που στον πυρήνα της έχει την αποκέντρωση και τη διοικητική συγχώνευση των νοσοκομείων αναμένεται να συμβάλλει σημαντικά:

  • στη βελτίωση της ποιότητας των παρεχόμενων κλινικών υπηρεσιών μέσω συνεργιών,
  • στη βέλτιστη αξιοποίηση της νοσοκομειακής υποδομής και της τεχνολογίας αιχμής και την απόκτηση ή τη χρήση μέσω ΣΔΙΤ νέου σύγχρονου εξοπλισμού και υποδομής που δεν θα ήταν δυνατόν να αποκτηθεί από καθένα νοσοκομείο μεμονωμένα,
  • στη συγκράτηση των νοσοκομειακών δαπανών με την αύξηση της αποδοτικής χρήσης των περιορισμένων πόρων,
  • στη μείωση των λειτουργικών δαπανών και την αύξηση των εσόδων,
  • στην αποτελεσματικότερη διαχείριση των περιστατικών εντός του νοσοκομείου και τη μείωση άσκοπων εισαγωγών που μπορούν να αντιμετωπιστούν στην ΠΦΥ
  • στην ανάπτυξη εναλλακτικών δομών νοσηλείας όπως για παράδειγμα οι μετα-νοσοκομειακές υπηρεσίες και η κατ’ οίκον νοσηλεία.

Επίσης, επέκταση του έργου Ολοκληρωμένου Πληροφοριακού Συστήματος Μονάδων Υγείας (ΕΠΣΜΥ) που έχει υλοποιήσει η Ηλεκτρονική Διακυβέρνηση Κοινωνικής Ασφάλισης ΑΕ (ΗΔΙΚΑ) για όλα τα δημόσια και στρατιωτικά νοσοκομεία του ΕΣΥ.

Προτείνεται η ανάπτυξη ή βελτίωση των υφιστάμενων υπηρεσιών επιχειρηματικής ευφυΐας (BI) του υπουργείου Υγείας στην κατεύθυνση της επεξεργασίας και αξιοποίησης των δεδομένων Ηλεκτρονικής Υγείας, Ηλεκτρονικής Συνταγογράφησης και Ατομικού Ηλεκτρονικού Φακέλου Υγείας (ΑΗΦΥ) και ανάπτυξης πλαισίου διαλειτουργικότητας.

Να γίνει επιπλέον: Ιχνηλασιμότητα, Έλεγχος Αντενδείξεων και Κωδικοποίηση Φαρμάκων και Αναλωσίμων στα Νοσοκομεία του ΕΣΥ, Παρατηρητήριο-Αποθετήριο Τιμών Ιατρικών Πράξεων και Υπηρεσιών, Συστήματα Διαχείρισης Απεικονιστικών Εξετάσεων (RIS/PACS) στα Νοσοκομεία του ΕΣΥ και διασύνδεση με τον Ατομικό Ηλεκτρονικό Φάκελο Υγείας (ΑΗΦΥ), Διασύνδεση Ηλεκτρονικής Συνταγογράφησης με ΑΗΦΥ, Διασύνδεση Ασθενοφόρων ΕΚΑΒ με τα Τμήματα Επειγόντων Περιστατικών (ΤΕΠ) των Νοσοκομείων.

Είναι δε απαραίτητη η προώθηση προγραμμάτων πρόληψης και προαγωγής υγείας και ευεξίας στον πληθυσμό μέσα από ειδικές πλατφόρμες εξ αποστάσεως αξιολόγησης υγείας, η παροχή συμβουλευτικών υπηρεσιών καθώς και η διαχείριση Παγίου Εξοπλισμού (Asset Management) με καταγραφή, διαχείριση κτηρίων-εγκαταστάσεων του υπουργείου Υγείας (ιατροτεχνολογικά μηχανήματα, μεταφορικά μέσα, έπιπλα, εξοπλισμός κ.α.), ώστε να γνωρίζουν υπουργείο, ΥΠΕ και ΜΥ τι έχουν και σε τι κατάσταση είναι. Για παράδειγμα μεγάλο ποσοστό διαγνωστικών μηχανημάτων είναι εκτός λειτουργίας με αποτέλεσμα να ευημερούν γειτνιάζοντα ιδιωτικά διαγνωστικά. Το πρόγραμμα δύναται να χρηματοδοτηθεί από συγχρηματοδοτούμενα κονδύλια, περίπου της τάξεως του 1,5 δισ. ευρώ.

Φυσικά χρειάζεται αποθετήριο Απεικονιστικών Εξετάσεων (Vendor Neutral Archive VNA) με ενσωμάτωση των απεικονιστικών δεδομένων των συμβεβλημένων διαγνωστικών κέντρων στα δεδομένα Ηλεκτρονικής Συνταγογράφησης και η ανάπτυξη λειτουργικότητας και παροχής Ηλεκτρονικών Υπηρεσιών προκειμένου να επιτυγχάνεται:

  • Παροχή online αποτελεσμάτων στους πολίτες χωρίς να απαιτείται να επισκεφθούν δεύτερη φορά το συμβεβλημένο διαγνωστικό κέντρο.
  • Παροχή Υπηρεσίας διάθεσης της εξέτασης για λήψη δεύτερης γνώμης στους πολίτες.
  • Διάθεση Απεικονιστικών Εξετάσεων στο Ιατρικό Προσωπικό κατά τη συνταγογράφηση.
  • Έλεγχο εκτέλεσης των συνταγογραφούμενων εξετάσεων.
  • Δραστική Μείωση Δαπανών ΕΟΠΠΥ λόγω αποφυγής άσκοπων επαναλήψεων εξετάσεων.

Δύναται να χρηματοδοτηθεί από συγχρηματοδοτούμενα κονδύλια, περίπου της τάξεως των 600 εκατ. ευρώ.

Επίσης, είναι σημαντική η αυτοματοποίηση εργασιών με χρήση μεθόδων εντάσεως τεχνολογίας (π.χ. καταχώρηση τιμολογίων, παραστατικών νοσηλείας) με τη χρήση καινοτόμων τεχνολογιών αιχμής (π.χ. Robotic Process Automation).

Σημαντικά είναι επίσης τα εικονικά ΚΕΠ Υγείας (Virtual ΚΕΠ) για την εξυπηρέτηση των πολιτών τις μη εργάσιμες ημέρες και ώρες. Η λειτουργία τους θα στηρίζεται στην υποδοχή και διεκπεραίωση των αιτημάτων των πολιτών για:

  • Τηλεφωνικό κλείσιμο ραντεβού (χωρίς κόστος).
  • Παροχή απλών – εξειδικευμένων πληροφοριών όπως για παράδειγμα ποιος είναι ο κατάλληλος γιατρός για κάποια συγκεκριμένη επέμβαση.

Τέλος, πρέπει να αναπτυχθούν τα Κέντρα Τηλεϊατρικής σε όλα τα Γενικά Νοσοκομεία Μονάδων Τηλεϊατρικής για την παροχή προνοσοκομειακής και μετανοσοκομειακής περίθαλψης, καθώς και επείγουσας Ιατρικής εξ αποστάσεως στις συνδεδεμένες περιφερειακές μονάδες (κυρίως μικρά νοσοκομεία και Κέντρα Υγείας απομονωμένων περιοχών).