Skip to main content

Άνοδος κερδοφορίας για τις φαρμακευτικές

Η ανεξέλεγκτη αύξηση του clawback αποδεικνύεται καταστροφική για τη βιωσιμότητα των φαρμακευτικών επιχειρήσεων, την ολοκλήρωση των επενδυτικών σχεδίων και τη διατήρηση εκατοντάδων θέσεων εργασίας.

Το clawback μόνο για τα εξωνοσοκομειακά φάρμακα εκτιμάται ότι για το 2020 θα ξεπεράσει τα 900 εκατ. ευρώ, όταν το 2019 διαμορφώθηκε στα 786,5 εκατ. ευρώ. Την οικονομική κίνηση των φαρμακευτικών εταιρειών καθώς και των φαρμακοβιομηχανιών στην Ελλάδα κατά τα έτη 2018 – 2019, δηλαδή προ της πανδημίας, αποτύπωσε η έρευνα της New Times, τα συμπεράσματα της οποίας είναι άκρως αποκαλυπτικά, καθώς δείχνουν σημαντική μεν κερδοφορία, αλλά και μεγάλη φοροεπιδρομή από το κράτος προς αυτές. Παρ’ όλα αυτά, ο κλάδος φαρμάκου διατηρεί σημαντική συμβολή στην ελληνική οικονομία, εξασφαλίζοντας, όπως λένε οι ειδικοί, σημαντική υπεραξία για τη χώρα, το επιχειρείν και την απασχόληση.

Σύμφωνα με τα στοιχεία της εν εξελίξει έρευνας της New Times, αν αφαιρεθούν τα οικονομικά αποτελέσματα της Novartis, η οποία το 2019 εμφάνισε ζημιές 198 εκατ. ευρώ, και της Bristol, η οποία παρουσίασε κέρδη 137 εκατ. ευρώ, οι υπόλοιπες 41 εισαγωγικές και εμπορικές επιχειρήσεις φαρμάκων διαχειρίστηκαν το 2019 συνολικό τζίρο 1,7 δισ. ευρώ και εμφάνισαν συνολικά κέρδη 93,7 εκατ. ευρώ. Ο συνολικός κύκλος εργασιών 41 μεγάλων εισαγωγικών και εμπορικών επιχειρήσεων αυξήθηκε κατά 1,8%, για να διαμορφωθεί στα επίπεδα του 1,68 δισ. ευρώ, ενώ τα προ φόρων κέρδη τους αυξήθηκαν από 83,2 εκατ. ευρώ το 2018 σε 93,7 εκατ. ευρώ το 2019. Κέρδη τα οποία, όπως καταγράφουν οι ειδικοί της έρευνας, σε σημαντικό βαθμό εξανεμίσθηκαν εξαιτίας της φοροεπιδρομής του κράτους, καθώς η υπέρβαση της δημόσιας φαρμακευτικής δαπάνης αυξάνει ανεξέλεγκτα χρόνο με τον χρόνο.

Τα μέτρα πολιτικής φαρμάκου που έχουν ληφθεί τα τελευταία χρόνια έχουν μετακυλίσει τη δαπάνη στη βιομηχανία και στον καταναλωτή. Δηλαδή, την υπέρβαση της φαρμακευτικής δαπάνης τη χρεώνονται πρωτίστως οι φαρμακευτικές εταιρείες, που καλούνται να πληρώνουν υπέρογκα ποσά σε clawback, και δευτερευόντως οι ασθενείς, που βάζουν το χέρι όλο και πιο βαθιά στην τσέπη για να καλύψουν τις ανάγκες τους. Οι επιστροφές είναι με διαφορά οι υψηλότερες στην Ευρώπη, όπως άλλωστε έχει τονιστεί επανειλημμένα στα Enhanced Surveillance Reports της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.

Το clawback που πλήρωσε η φαρμακευτική βιομηχανία έχει ξεπεράσει το 1,2 δισ. ευρώ το 2019 και η υπέρβαση αυτή αυξήθηκε κατά 28% το Α’ εξάμηνο του 2020 έναντι του αντίστοιχου περσινού.

Σύμφωνα με τη διοίκηση του ΣΦΕΕ, αν η υπέρβαση της δαπάνης συνεχιστεί έτσι, εκτιμάται ότι το clawback μόνο για τα εξωνοσοκομειακά φάρμακα θα ξεπεράσει τα 900 εκατ. ευρώ το 2020, όταν το 2019 διαμορφώθηκε στα 786,5 εκατ. ευρώ.

Αυτή η υπέρβαση καταδεικνύει ότι η δημόσια φαρμακευτική δαπάνη που έχει οριστεί και παραμένει σταθερή τα τελευταία 4 χρόνια (στο 1,945 δισ. ευρώ) δεν επαρκεί για να καλύψει τις πραγματικές ανάγκες του πληθυσμού της χώρας μας.

Αξίζει ωστόσο να σημειωθεί ότι ο κλάδος φαρμάκου διατηρεί σημαντική συμβολή στην ελληνική οικονομία, εξασφαλίζοντας σημαντική υπεραξία για τη χώρα, το επιχειρείν και την απασχόληση. Θέτει παράλληλα τις βάσεις για μια νέα οικονομία της γνώσης που πρέπει να χαρακτηρίζει τη χώρα μας την επόμενη δεκαετία προκειμένου να παραμείνει στον χάρτη των ανεπτυγμένων χωρών.

Σύμφωνα με τα συμπεράσματα της έρευνας της New Times, από τις 43 εταιρείες του δείγματος οι 34 επιχειρήσεις παρουσίασαν κερδοφόρο δραστηριότητα, ενώ οι 10 κινήθηκαν σε ζημιογόνο φάσμα. Μεταξύ των επιχειρήσεων που παρουσίασαν τα υψηλότερα κέρδη -πάνω από 1 εκατ. ευρώ εκάστη- είναι και οι: Bristol Myers Squibb, Pfizer, Genesis Pharma, ΙΦΕΤ, Bayer Hellas, Astra Zeneca, Φαρμασέρβ Lilly, GlaxoSmithKline, Abbott, Menarini, Abbvie, ITF Hellas, CSL, Φαρμασύν, Baxter Hellas, UCB, Servier Hellas και ΒΙΑΝ Α.Ε.

Επενδύσεις

Αυξημένα κατά 34,7% εμφανίζονται τα συνολικά καθαρά κέρδη των 21 μεγαλύτερων βιομηχανικών και παραγωγικών επιχειρήσεων φαρμάκων το 2019 σε σχέση με το 2018. Στην έρευνα της New Times συμπεριελήφθησαν οι εταιρείες που είχαν δημοσιεύσει ισολογισμό έως το τέλος Σεπτεμβρίου. Συγκεκριμένα, τα συνολικά προφόρων κέρδη τους αυξήθηκαν από 82,7 εκατ. ευρώ το 2018 σε 111,4 εκατ. ευρώ το 2019. Τα κέρδη όμως αυτά σε σημαντικό βαθμό εξανεμίστηκαν εξαιτίας της φοροεπιδρομής του κράτους.

Οι εν λόγω εταιρείες διαχειρίστηκαν το 2019 συνολικό τζίρο 1,77 δισ. ευρώ έναντι 1,44 δισ. ευρώ το 2018. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι συγκεκριμένες επιχειρήσεις  εκτός από δύο- είναι ελληνικών συμφερόντων, πάντα με εγχώρια παραγωγή. Ενδιαφέρον είναι το γεγονός ότι την περίοδο της πανδημίας, σε αντίθεση με άλλες χώρες που εμφανίζουν μεγάλη εξάρτηση από τις εισαγωγές, στη χώρα μας δεν παρατηρήθηκαν ελλείψεις σε αναγκαία φάρμακα. Και αυτό γιατί η Ελλάδα έχει ισχυρή εγχώρια παραγωγική φαρμακοβιομηχανία, η οποία διαθέτει 28 υπερσύγχρονα εργοστάσια και στην οποία εργάζονται 11.000 επιστήμονες υψηλής ειδίκευσης.

Έχουμε ως χώρα το μοναδικό πλεονέκτημα να παράγουμε εδώ τα φάρμακά μας και να εξασφαλίζουμε την απρόσκοπτη πρόσβαση των ασθενών σε αυτά. Πάνω από 3 εκατ. ασφαλισμένοι και ασθενείς καλύπτουν σήμερα τις ανάγκες τους με φάρμακα που παράγονται εγχωρίως από ελληνικά εργοστάσια.

Η ελληνική φαρμακοβιομηχανία μπορεί να επενδύσει 650 εκατ. ευρώ την επόμενη τριετία αφού έχουν κατατεθεί 36 επενδυτικά σχέδια ύψους 80 εκατ. ευρώ από ελληνικές και ξένες εταιρείες, ως αποτέλεσμα της ορθής απόφασης για συμψηφισμό του clawback με αντισταθμιστικές επενδύσεις του κλάδου. Οι επενδύσεις αυτές έχουν μοναδική πολλαπλασιαστική αξία για την απασχόληση, τα δημόσια έσοδα και το ΑΕΠ της χώρας: εκτιμάται ότι για κάθε 1 εκατ. ευρώ που επενδύεται, η πολλαπλασιαστική επίδραση της επένδυσης στο ΑΕΠ κυμαίνεται από 86% έως 129%.

Οι ειδικοί θεωρούν ότι πρέπει να αρθούν άμεσα τα αντικίνητρα και να εκλείψει η τροχοπέδη της υπερφορολόγησης, μέσω των υποχρεωτικών επιστροφών και εκπτώσεων που φθάνουν το 70% του κύκλου εργασιών των εταιρειών του κλάδου διότι «φρενάρουν» την ανάπτυξη της ελληνικής φαρμακοβιομηχανίας.