Σήμερα, περισσότερο από ποτέ, οι επενδυτές και το κοινωνικό σύνολο απαιτούν από τις επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στον ευρύτερο κλάδο της υγείας ολοένα και μεγαλύτερη υπευθυνότητα, καθώς και διαφάνεια, ως προς τον τρόπο που «επικοινωνούν» την αξία που δημιουργούν. Την ίδια ώρα, όμως, μεγάλη μερίδα πολιτών εκτιμά ότι οι επιχειρήσεις δεν πράττουν πάντα το καλύτερο για τις κοινότητες στις οποίες δραστηριοποιούνται, άποψη που ισχυροποιήθηκε με την επέλαση της πανδημίας του Covid-19, η οποία κατέδειξε με εμφατικό τρόπο τις ανισότητες στην πρόσβαση σε ιατροφαρμακευτική περίθαλψη.
Σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη της ΕΥ, για τον καθορισμό, τη μέτρηση και την επικοινωνία των πρακτικών βιώσιμης ανάπτυξης και της δημιουργίας μακροπρόθεσμης αξίας στον κλάδο των βιοεπιστημών, ένα ποσοστό της τάξης του 90% μεταξύ 2.200 σχετικών μελετών που έχουν διεξαχθεί, δείχνει είτε θετική συσχέτιση είτε απουσία αρνητικής σχέσης μεταξύ της οικονομικής επίδοσης ενός οργανισμού και της υιοθέτησης στόχων βιωσιμότητας που συνδέονται με το περιβάλλον, την κοινωνία και τη διακυβέρνηση (Environmental, Sustainability and Governance – ESG). Ωστόσο, ενώ όλοι σήμερα αναγνωρίζουν την επίδραση των παραγόντων που συνδέονται με τη βιώσιμη ανάπτυξη, στα χρηματοοικονομικά αποτελέσματα και την ανάπτυξη ενός οργανισμού δεν υπάρχει σαφής κατεύθυνση στον κλάδο των βιοεπιστημών, ως προς τους επιμέρους δείκτες μέτρησής της.
Η μελέτη της ΕΥ αποσκοπεί στο να βοηθήσει τις επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στον κλάδο, όπως είναι οι φαρμακευτικές εταιρείες, να καθορίσουν συγκεκριμένα πεδία δράσης, να μετρήσουν τη δημιουργία βιώσιμης αξίας, καθώς και να ορίσουν, αλλά και να «επικοινωνήσουν» αποτελεσματικά το εταιρικό όραμά τους και τους τρόπους με τους οποίους το υλοποιούν. Η μελέτη αυτή εκπονήθηκε στο πλαίσιο της συνεργασίας της ΕΥ με το The Embankment Project for Inclusive Capitalism (EPIC) και το
Διεθνές Επιχειρηματικό Συμβούλιο του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ (IBC-WEF).
Στο πλαίσιο αυτό, η ΕΥ προχώρησε σε μια ανασκόπηση σειράς δεικτών από 12 διαφορετικούς Οργανισμούς, συμπεριλαμβανομένων του Global Reporting Initiative (GRI) και του Sustainability Accounting Standards Board (SASB), και προσδιόρισε μια δέσμη προτεινόμενων δεικτών για τη μέτρηση της δημιουργίας μακροπρόθεσμης αξίας στον κλάδο των βιοεπιστημών. Οι δείκτες αυτοί εξετάζουν τη δημιουργία μακροπρόθεσμης κοινωνικής και περιβαλλοντικής αξίας, σε τέσσερις διαστάσεις: Υπεύθυνη καινοτομία. Οι δείκτες που προτείνονται αποτυπώνουν τη δυνατότητα της εταιρείας να αντιμετωπίσει ιατροφαρμακευτικές ανάγκες που μέχρι σήμερα δεν έχουν αντιμετωπιστεί, τη δέσμευσή της να φροντίζει για τη θεραπεία, όχι μόνο των συμπτωμάτων, αλλά και των αιτίων μιας ασθένειας, καθώς και την αφοσίωσή της στο να θεραπεύσει σοβαρές ασθένειες, ακόμα και αν αυτές περιορίζονται σε λίγους ασθενείς.
Προσβασιμότητα και διαθεσιμότητα προϊόντων και υπηρεσιών. Οι δείκτες που προτείνονται αποτυπώνουν την πρόοδο που έχει επιτελέσει η εταιρεία όσον αφορά τη διευκόλυνση της πρόσβασης των λιγότερο προνομιούχων αγορών και ασθενών σε φαρμακευτική περίθαλψη.
Εμπιστοσύνη και ποιότητα. Οι δείκτες που προτείνονται αποτυπώνουν την έμφαση που προσδίδει η εταιρεία στη συνοχή και τη συνέπεια κατά μήκος της παραγωγής και της εφοδιαστικής αλυσίδας, την πελατοκεντρικότητα στην προώθηση των φαρμάκων και τη δέσμευση για διαφάνεια στην επικοινωνία των πιθανών παρενεργειών των προϊόντων της προς όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη.
Επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στην υγεία. Οι δείκτες που προτείνονται αποτυπώνουν την επίδραση στην υγεία του πληθυσμού, που προκύπτει από τις επιπτώσεις της εταιρείας στην κλιματική αλλαγή.
Οι δείκτες αυτοί αποτελούν σημείο εκκίνησης για τη δημιουργία ενός ολοκληρωμένου μοντέλου μέτρησης, με στόχο τη βελτίωση της εταιρικής επίδοσης σχετικά με τα στοιχεία βιώσιμης ανάπτυξης που επικοινωνούν οι επιχειρήσεις του κλάδου στα ενδιαφερόμενα μέρη.
Με αφορμή τη μελέτη, η κ. Κιάρα Κόντη, director στο Τμήμα Υπηρεσιών Κλιματικής Αλλαγής και Βιώσιμης Ανάπτυξης της ΕΥ Ελλάδος, και ο κ. Γιώργος Μητρόπουλος, επικεφαλής Τομέα Υγείας και Βιοεπιστημών της EY Ελλάδος, εξηγούν ότι η πανδημία, όπως όλα δείχνουν, εντείνει την απαίτηση της κοινωνίας και της επενδυτικής κοινότητας για τη βελτίωση των επιδόσεων των επιχειρήσεων σε ζητήματα βιώσιμης ανάπτυξης, αλλά και την παροχή πληρέστερης ενημέρωσης σχετικά, ενώ, ταυτόχρονα, μια σειρά από έρευνες επιβεβαιώνουν ότι οι επιδόσεις των επιχειρήσεων σε ζητήματα ESG συνδέονται με βελτιωμένα χρηματοοικονομικά αποτελέσματα.
Για τις φαρμακευτικές εταιρείες και τις επιχειρήσεις του κλάδου των βιοεπιστημών γενικότερα η πρόκληση αυτή είναι ιδιαίτερα επίκαιρη.
Σύμφωνα με την κ. Κόντη, υπάρχει σήμερα ένα παράθυρο ευκαιρίας για τις επιχειρήσεις αυτές, για να συνεργαστούν με όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη του οικοσυστήματος της υγείας, με στόχο να καταγράψουν και να επικοινωνήσουν πώς τα προϊόντα και οι υπηρεσίες τους δημιουργούν μακροπρόθεσμη αξία για όλους.
Συμπερασματικά λοιπόν, είναι θετική η συσχέτιση μεταξύ οικονομικής επίδοσης και υιοθέτησης στόχων βιώσιμης ανάπτυξης που συνδέονται με το περιβάλλον, την κοινωνία και τη διακυβέρνηση (ESG), ενώ είναι σημαντική η μέτρηση της δημιουργίας μακροπρόθεσμης αξίας, σε τέσσερις διαστάσεις: υπεύθυνη καινοτομία, προσβασιμότητα και διαθεσιμότητα προϊόντων και υπηρεσιών, εμπιστοσύνη και ποιότητα και επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στην υγεία για τη δημιουργία μιας μακροπρόθεσμης αξίας στον κλάδο των βιοεπιστημών.
Κεφαλαιακά αποθέματα-ρεκόρ
Η έκθεση της ΕΥ διαπιστώνει ότι, παρά την αστάθεια της αγοράς το 2020, οι εταιρείες βιοεπιστημών έκλεισαν τη χρονιά με κεφαλαιακά αποθέματα-ρεκόρ για εξαγορές. Μόνο το 12% των διαθέσιμων κεφαλαιακών αποθεμάτων για εξαγορές αξιοποιήθηκε από τις βιοφαρμακευτικές το 2020, σε σύγκριση με 20% το 2019. Τα αντίστοιχα κεφαλαιακά αποθέματα των εταιρειών ιατρικής τεχνολογίας ενισχύθηκαν κατά 41% το 2020, αγγίζοντας ιστορικά υψηλά επίπεδα, αλλά μόλις το 7% αξιοποιήθηκε, σε σχέση με 10% το 2019.
Οι τάσεις αυτές δείχνουν ότι το 2021 θα είναι μια χρονιά αυξημένης δραστηριότητας για τις συμφωνίες στον κλάδο των βιοεπιστημών, έπειτα από μια αύξηση που παρατηρήθηκε κατά το δεύτερο εξάμηνο του 2020.
Οι βιοφαρμακευτικές είναι πιθανό να επικεντρωθούν σε μικρότερες εξαγορές και σε συνεργασίες που μετριάζουν τον οικονομικό κίνδυνο, ενώ οι εταιρείες ιατρικής τεχνολογίας ενδέχεται να επενδύσουν πιο επιθετικά σε εξαγορές, για να καλύψουν τα αυξανόμενα αναπτυξιακά κενά (τη διαφορά μεταξύ της αύξησης των εσόδων των εταιρειών και της συνολικής επέκτασης των πωλήσεων του κλάδου).
Τα βασικά ευρήματα
Τα βασικά ευρήματα που επισημαίνονται στην έκθεση της EY είναι:
Περισσότερες συμφωνίες, αλλά μικρότερες σε αξία: Μόνο ένα megadeal σημειώθηκε το 2020, στον χώρο των βιοφαρμακευτικών εταιρειών. Οι υψηλές αποτιμήσεις και οι ισχυρές δημόσιες αγορές πιθανότατα οδήγησαν τους αγοραστές να επικεντρωθούν σε συμφωνίες μικρότερου μεγέθους.
Οι συμμαχίες παρέμειναν ένας τρόπος αντιστάθμισης του κινδύνου και πρόσβασης σε απαραίτητες τεχνολογίες ή προϊόντα, και ειδικότερα σε ψηφιακές τεχνολογίες. Όσον αφορά τόσο τον αριθμό όσο και την αξία των συμφωνιών, οι συμμαχίες μεταξύ βιοφαρμακευτικών εταιρειών το 2020 αυξήθηκαν σημαντικά: έως τις 30 Νοεμβρίου οι αγοραστές υπέγραψαν 261 συμφωνίες για συνεργασίες, αξίας σχεδόν 140 δισ. δολ. σε προκαταβολές και ενδιάμεσες πληρωμές.
Βελτίωση της εικόνας υστέρησης ανάπτυξης στον χώρο των βιοφαρμακευτικών:Οι ισχυρές αλυσίδες εφοδιασμού και η αλλαγή στρατηγικής με την έμφαση σε προϊόντα που συνδέονται με τον Covid-19 -ειδικά τα εμβόλια- βοήθησαν τις μεγάλες βιοφαρμακευτικές εταιρείες να περιορίσουν τις βραχυπρόθεσμες επιπτώσεις της πανδημίας στις πωλήσεις. Ως αποτέλεσμα, η υστέρηση στην ανάπτυξη στον χώρο των βιοφαρμακευτικών μειώθηκε το 2020, από 60 δισ. δολ. σε λιγότερο από 35 δισ. δολ.
Αναξιοποίητα κεφαλαιακά αποθέματα για εξαγορές στον χώρο των εταιρειών ιατρικής τεχνολογίας: Οι μεγάλες εταιρείες ιατρικής τεχνολογίας έχουν σημαντικά αποθέματα κεφαλαίου διαθέσιμα για εξαγορές. Σε συνδυασμό με το γεγονός ότι ανάμεσα στις κορυφαίες 35 εταιρείες ιατρικής τεχνολογίας το αναπτυξιακό κενό το 2020 αυξήθηκε από 9 δισ. δολ. σε 29 δισ. δολ., καθώς οι επεμβάσεις καθυστέρησαν ή ακυρώθηκαν, το 2021 θα μπορούσε να είναι η χρονιά που οι εταιρείες ιατρικής τεχνολογίας θα απελευθερώσουν τη δυναμική τους για εξαγορές. Δύο από τις μεγαλύτερες συμφωνίες στον κλάδο των βιοεπιστημών κατά το 2020 επιβεβαιώνουν αυτήν τη δυναμική, με ευκαιρίες να αναδύονται στη διάγνωση και τη φροντίδα εξ αποστάσεως (virtual care).
Στα 159 δισ. δολ. η αξία των συγχωνεύσεων και εξαγορών στον κλάδο των βιοεπιστημών το 2020
Η δραστηριότητα συγχωνεύσεων και εξαγορών (Σ&Ε) στον κλάδο των βιοεπιστημών ανήλθε σε 159 δισ. δολ. το 2020, από 306 δισ. δολ. το 2019, πέφτοντας σε ένα από τα χαμηλότερα επίπεδα από το 2014, σύμφωνα με την έκθεση της EY, M&A Firepower 2021. Ένα μόνο megadeal (δηλαδή μια συμφωνία αξίας άνω του ενός δισεκατομμυρίου δολαρίων) -η εξαγορά της Alexion Pharmaceuticals από την AstraZeneca τον Δεκέμβριο- αντιπροσωπεύει το ένα τέταρτο των δαπανών για Σ&Ε στον κλάδο των βιοεπιστημών το 2020. Πέρα από τις δυσκολίες στη διενέργεια ειδικών ελέγχων (due diligence) και στην ολοκλήρωση συμφωνιών με τη χρήση ψηφιακών μέσων, εξαιτίας της πανδημίας του Covid-19, οι συστηματικά υψηλές αποτιμήσεις των βιοφαρμακευτικών εταιρειών και εταιρειών ιατρικής τεχνολογίας αποθάρρυναν πολλούς υποψήφιους αγοραστές, σε μια χρονιά που ήδη αναμενόταν ότι θα ήταν δύσκολη. Σε αυτό το δυσμενές περιβάλλον, οι αγοραστές στον χώρο των βιοφαρμακευτικών εταιρειών εστίασαν την προσοχή τους σε συμμαχίες και συμπληρωματικές συμφωνίες (bolt-on deals) σε υψηλής προτεραιότητας τομείς θεραπειών. Οι εταιρείες ιατρικής τεχνολογίας παρουσίασαν επιβράδυνση εσόδων, εξαιτίας της ακύρωσης ή της αναβολής επεμβάσεων το 2020.