Skip to main content

Τι επιδιώκει η Τουρκία σε Αιγαίο και Κύπρο;

Του Θάνου Π. Ντόκου
Ο κ. Θάνος Π. Ντόκος είναι διδάκτωρ Διεθνών Σχέσεων και Στρατηγικών Σπουδών Πανεπιστημίου Cambridge, γενικός διευθυντής στο Ελληνικό Ίδρυμα Ευρωπαϊκής & Εξωτερικής Πολιτικής (ΕΛΙΑΜΕΠ).

Η σκλήρυνση της τουρκικής στάσης σε Κύπρο και Αιγαίο δεν (θα έπρεπε να) αποτελεί κεραυνό εν αιθρία. Είναι εξαιρετικά σημαντικό -και ομολογουμένως καθόλου εύκολο- να προσπαθεί κανείς να κατανοεί τους στρατηγικούς στόχους, σχεδιασμούς και ανησυχίες ασφαλείας της άλλης πλευράς και ει δυνατόν να προβλέπει τις επόμενες κινήσεις της. Η σχετικά περιορισμένη κατανόηση της εσωτερικής πολιτικής κατάστασης και της τουρκικής στρατηγικής σκέψης δυστυχώς δεν μας επιτρέπει να επιδιδόμαστε σε τέτοιους είδους διανοητικές ασκήσεις με υψηλά ποσοστά επιτυχίας.

Η Τουρκία έχει μια μακροπρόθεσμη στρατηγική αύξησης του τμήματος του Αιγαίου που ελέγχει, άμεσα ή έμμεσα. Για να επιτύχει το στόχο της χρησιμοποιεί διάφορα «εργαλεία»: παραβάσεις-παραβιάσεις για τον εναέριο χώρο, νομικά επιχειρήματα περί αποστρατιωτικοποίησης νήσων, αμφισβήτηση δικαιοδοσίας έρευνας και διάσωσης, απειλές casus belli για τα χωρικά ύδατα και την ιδιαίτερα επικίνδυνη θεωρία περί «γκρίζων ζωνών» και αδιευκρίνιστης κυριαρχίας αριθμού νησίδων και βραχονησίδων (συμπεριλαμβανομένων και κατοικημένων). Το επίπεδο έντασης καθορίζεται από την εκάστοτε τουρκική κυβέρνηση με βάση τα εσωτερικά και εξωτερικά δεδομένα της εποχής.

Για να κατανοήσει κανείς τη σημερινή συμπεριφορά της Τουρκίας θα πρέπει να λάβει υπόψη του πέντε στοιχεία: 
(α) Τη βαθιά και με απρόβλεπτη εξέλιξη στρατιωτική εμπλοκή της Τουρκίας στη Συρία, στο πλαίσιο της γενικότερης πολιτικής της στο Κουρδικό, που αποτελεί πρόκληση υπαρξιακής φύσης για την Άγκυρα.
(β) Την αναδιάταξη των εξωτερικών συμμαχιών της Τουρκίας που τη έχουν φέρει κοντύτερα στη Ρωσία και οι συνακόλουθες δυσκολίες στις σχέσεις με ΗΠΑ, ΝΑΤΟ, Γερμανία, ΕΕ και Ισραήλ (με ερωτηματικά όσον αφορά στις προσπάθειες βελτίωσης των σχέσεων της με όλους τους προαναφερόμενους, αλλά και με περιορισμένες προσδοκίες από ελληνικής πλευράς όσον αφορά στην προσφορά ουσιαστικής υποστήριξης σε στιγμή σοβαρής κρίσης).
(γ) Την κριτική που υφίσταται στο εσωτερικό της Τουρκίας ο κ. Ερντογάν από (πιο) εθνικιστικούς κύκλους σχετικά με την πλημμελή υπεράσπιση των τουρκικών εθνικών συμφερόντων και ο αγώνας για πολιτική -και όχι μόνο- επιβίωση του με το βλέμμα στραμμένο στις επερχόμενες προεδρικές εκλογές, που τον έχει υποχρεώσει να υιοθετεί ολοένα και σκληρότερες θέσεις σε ζητήματα εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής.
(δ) Στην Ανατολική Μεσόγειο η Τουρκία θεωρεί ότι αν δεν αντιδράσει στις σχεδιαζόμενες και υλοποιούμενες διερευνητικές γεωτρήσεις κινδυνεύει με σημαντική αποδυνάμωση των διεκδικήσεών της, ιδιαίτερα σε περίπτωση που τα αποτελέσματα των γεωτρήσεων είναι θετικά. Λίαν πιθανό θα πρέπει να θεωρηθεί το ενδεχόμενο πραγματοποίησης διερευνητικών γεωτρήσεων από το ειδικό πλοίο που η Τουρκία έχει αποκτήσει (Deep Sea Metro II), σε σημείο της κυπριακής ΑΟΖ και χρονική στιγμή που θα επιλέξει η Άγκυρα. 
(ε) Όσον αφορά το Αιγαίο, τον τελευταίο καιρό η ανησυχία έχει αυξηθεί λόγω της εσωτερικής πολιτικής αντιπαράθεσης στην Τουρκία και του «πατριωτικού ανταγωνισμού» κυβέρνησης και αντιπολίτευσης. Η κατάσταση έχει περιπλακεί περαιτέρω λόγω της διμερούς έντασης που προκάλεσε η ατυχής ιστορία των οκτώ Τούρκων αξιωματικών, των εντολών της τουρκικής ηγεσίας για αυξημένη παρουσία και πιο επιθετική συμπεριφορά στο Αιγαίο, σε συνδυασμό με την σχετική έλλειψη εμπειρίας στις τάξεις της Τουρκικής Πολεμικής Αεροπορίας και Πολεμικού Ναυτικού εξαιτίας των εκτεταμένων εκκαθαρίσεων στελεχών μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα του Ιουλίου 2016, καθώς και της περιορισμένης επιρροής επί της Άγκυρας των συνηθισμένων «πυροσβεστών» (ΗΠΑ, ΝΑΤΟ, μεγάλες ευρωπαϊκές δυνάμεις). Όλοι αυτοί οι παράγοντες συμβάλλουν στην αύξηση της ανησυχίας όχι τόσο για ηθελημένο θερμό επεισόδιο, αλλά για μη επιτυχημένη διαχείριση ενός ατυχήματος.

Θεωρώντας ότι η αποδοχή της φινλανδοποίησης δεν είναι αποδεκτή και ότι μια στρατηγική κλιμάκωσης της έντασης αποτελεί επιλογή εξαιρετικά υψηλού ρίσκου η οποία θα οδηγήσει σε θερμό επεισόδιο και σε διαπραγμάτευση υπό μάλλον δυσμενείς όρους, τότε αποτελεί μονόδρομο για την Ελλάδα να διαχειριστεί αποτελεσματικά τις εντάσεις που περιοδικά (θα) προκαλεί η Τουρκία. Μεσο-μακροπρόθεσμα οι ελληνοτουρκικές σχέσεις μπορούν να ομαλοποιηθούν πλήρως μόνο μέσω της διπλωματικής οδού. Μια πολεμική σύγκρουση θα μας εμπλέξει σε φαύλους κύκλους εντάσεων για τα επόμενα 30 χρόνια και ενώ δεν μπορεί να αποκλειστεί ως ενδεχόμενο, δεν θα πρέπει να θεωρείται και ως αναπόφευκτη. Επειδή όμως ατυχήματα συμβαίνουν, οι κακές εκτιμήσεις δεν είναι σπάνιες και εσωτερικές πολιτικές κρίσεις μπορεί να οδηγήσουν σε εξωτερικές περιπέτειες για λόγους αντιπερισπασμού, ο στόχος θα πρέπει να είναι να κρατήσουμε τους όποιους γείτονες μακριά από επικίνδυνες σκέψεις και ενέργειες. Η επιδίωξη μας πρέπει να είναι η διατήρηση αρνητικής σχέσης κόστους οφέλους σε οποιοδήποτε σενάριο κλιμάκωσης και σύγκρουσης. 

Η Ελλάδα καλείται λοιπόν να διαμορφώσει μια αποτελεσματικότερη στρατηγική διαχείρισης. Κεντρικά στοιχεία της στρατηγικής αυτής θα πρέπει να αποτελέσουν σε βραχυ-μεσοπρόθεσμο επίπεδο:

  • Η δημιουργία αρραγούς εσωτερικού μετώπου σε εθνικά θέματα.
  • Ο καλύτερος συντονισμός των υπουργείων Εξωτερικών και Άμυνας, οι εξαιρετικά προσεκτικές δηλώσεις (αλλά και η αποφυγή υπερβολών από τα ημέτερα ΜΜΕ).
  • Η ενεργοποίηση πολλαπλών διαύλων επικοινωνίας με την άλλη πλευρά του Αιγαίου, η ενίσχυση του στοιχείου της προσωπικής διπλωματίας στο ανώτατο επίπεδο και η προσπάθεια μεταφοράς του ανταγωνισμού από το στρατιωτικό στο διπλωματικό πεδίο.
  • Η κάλυψη του θεσμικού κενού στους τομείς του στρατηγικού σχεδιασμού και χειρισμού κρίσεων σε εθνικό επίπεδο.
  • Η διατήρηση της ισορροπίας στρατιωτικών δυνάμεων (μέσω ρηξικέλευθων επιλογών).
  • Η ενίσχυση του περιορισμένης δυναμικότητας μηχανισμού για την παρακολούθηση και κατανόηση εξελίξεων στη γειτονική χώρα.
  • Το κλείσιμο άλλων εξωτερικών μετώπων με λύσεις ανεκτού κόστους.
  • Η συνέχιση προσπάθειας εξασφάλισης ανταλλαγμάτων και ωφελημάτων από κάθε πιθανή κατεύθυνση και ενίσχυση και εμβάθυνση των υφιστάμενων συμμαχικών δεσμών. Ωστόσο, υπάρχουν όρια στο πόσο ακριβά μπορούμε να εξαργυρώσουμε τη χρήση της Σούδας, ενώ ουδείς σύμμαχος προσφέρει τεχνολογίες αιχμής δωρεάν. 

Όσον αφορά στη μεσο-μακροπρόθεσμη αντιμετώπιση της απειλής, μια αποτελεσματική στρατηγική διαχείρισης των προκλήσεων θα περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα στοιχεία (για εκτενέστερη ανάλυση δείτε και «Λευκή Βίβλος για την Ελληνική Εξωτερική Πολιτική, Άμυνα και Ασφάλεια», ΕΛΙΑΜΕΠ, Εκδόσεις Σιδέρη, 2016):  

  • Άμεση έναρξη μιας διαδικασίας αμυντικής αναθεώρησης που θα εξετάσει μια σειρά ζητημάτων (εξελισσόμενο διεθνές περιβάλλον, εκτίμηση απειλής, ρόλος-αποστολές ΕΔ, δομή, εκπαίδευση, στελέχωση [διάρκεια και περιεχόμενο στρατιωτικής θητείας], εξοπλισμοί, αμυντική βιομηχανία, κ.α.) και να παρουσιάσει συγκεκριμένες προτάσεις. Αλλιώς κινδυνεύουμε να «πολεμήσουμε ξανά τον προηγούμενο πόλεμο». 
  • Ενίσχυση ΕΕΔ στο πλαίσιο των σημερινών οικονομικών δυνατοτήτων και ταχύτατη υλοποίηση των απαιτούμενων αλλαγών στη δομή δυνάμεων. Ωστόσο, απαιτείται τεράστια προσπάθεια για να καμφθούν χρόνιες αντιστάσεις, συντεχνιακές αντιλήψεις και αγκυλώσεις ετών. 
  • Υλοποίηση εκτεταμένων διαρθρωτικών αλλαγών στα υπουργεία Εξωτερικών και Προστασίας του Πολίτη. 
  • Βέλτιστη εκμετάλλευση πλεονεκτημάτων συμμετοχής σε Ε.Ε. (π.χ. επιδίωξη αυξημένης παρουσίας Συνοριοφυλακής/Ακτοφυλακής στο Αιγαίο) και ΝΑΤΟ και αξιοποίηση προσπαθειών ενίσχυσης της ευρωπαϊκής αμυντικής ικανότητας. Επίσης, συνδιαμόρφωση σχέσεων Ε.Ε. και Τουρκίας. 

Αυτή η στρατηγική θα πρέπει να έχει ως άμεσο στόχο την αποτροπή εχθρικών ενεργειών, την προστασία της εθνικής ασφάλειας και των εθνικών συμφερόντων και ως μακροπρόθεσμο στόχο τη συγκέντρωση διπλωματικού κεφαλαίου και τη βέλτιστη προετοιμασία για μια διπλωματική διευθέτηση -μέσω προσφυγής σε διεθνές δικαιοδοτικό όργανο- με τρόπο που θα κατοχυρώνει τα ζωτικά εθνικά συμφέροντα.