Skip to main content

Προβιοτικά και αντιβιοτικά: Οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος στην αύξηση του βάρους

Του Aγγελάκη Μανόλη*

Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας το 2008 εκτίμησε ότι περίπου 1,5 δισ. ενήλικες ήταν υπέρβαροι και τουλάχιστον 500 εκατ. ήταν παχύσαρκοι (www.who.int). Η παχυσαρκία αυξάνεται επίσης ταχύτατα στα παιδιά. Υπολογίζεται ότι σήμερα υπάρχουν πάνω από 42 εκατ. υπέρβαρα παιδιά παγκοσμίως με τα 35 εκατ. να ζουν σε αναπτυσσόμενες χώρες. Η Ελλάδα κατέχει τη 2η θέση στην παιδική και εφηβική παχυσαρκία στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στον κόσμο με το 44% των αγοριών και το 38% των κοριτσιών σχολικής ηλικίας είναι παχύσαρκα ή υπέρβαρα. Τα παχύσαρκα και υπέρβαρα παιδιά τείνουν να παραμένουν παχύσαρκα και στην ενήλικη ζωή τους και είναι πιο πιθανό να αναπτύξουν σε μικρότερη ηλικία ασθένειες, όπως ο διαβήτης και τα καρδιαγγειακά νοσήματα.

Η παχυσαρκία είναι μια πολυπαραγοντική νόσος η οποία προκύπτει από ένα μίγμα γενετικού υπόβαθρου και περιβαλλοντικών παραγόντων, συμπεριλαμβανομένης της διαθεσιμότητας τροφής, της δίαιτας υψηλών λιπαρών, των κοινωνικών δικτύων και της σωματικής αδράνειας. Το οικογενειακό περιβάλλον φαίνεται να επιδρά σημαντικά στην ανάπτυξη της παιδικής παχυσαρκίας, καθώς παιδιά των οποίων οι γονείς είναι παχύσαρκοι έχουν περισσότερες πιθανότητες να είναι ή να γίνουν παχύσαρκα και τα ίδια. Εξετάζοντας τους γενετικούς και βιολογικούς παράγοντες που μπορεί να ευθύνονται για την παχυσαρκία, μελέτες αναφέρουν ότι σε κάποιες περιπτώσεις παιδιών υπάρχει γενετική προδιάθεση καθώς παρουσιάζουν μεταλλάξεις σε γονίδια που σχετίζονται με την πρόσληψη τροφής (λεπτίνη), τη δράση της ινσουλίνης και τη ρύθμιση του σωματικού βάρους. Η χλωρίδα του εντέρου έχει αποδειχθεί ότι διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στη διάσπαση και απορρόφηση της ενέργειας των θρεπτικών ουσιών της τροφής. Δεδομένα από κλινικές μελέτες, πειραματικά μοντέλα σε ζώα αλλά και από την κτηνοτροφία φανερώνουν ότι η τροποποίηση της εντερικής χλωρίδας του εντέρου οδηγεί σε μεταβολή του σωματικού βάρους και σε μερικές περιπτώσεις σε παχυσαρκία (Εικόνα 1). Τα τελευταία χρόνια η αγορά προβιοτικών αυξάνεται με ταχείς ρυθμούς και πλέον προβιοτικά καταναλώνονται ευρέως από όλες τις ηλικίες. Τα προβιοτικά ορίζονται ως «ζωντανοί μικροοργανισμοί οι οποίοι όταν χορηγούνται (καταναλώνονται) σε επαρκή ποσότητα παρέχουν οφέλη στην υγεία του ξενιστή» και ασκούν τη δράση του μεταβάλλοντας τη χλωρίδα του εντέρου. Δυστυχώς, λόγω του μεγάλου οικονομικού αντίκτυπου της αγοράς των προβιοτικών, υπάρχει υψηλή προκατάληψη στις επιστημονικές μελέτες της δράσης των προβιοτικών καθώς πολλέςαπό αυτές χρηματοδοτούνται από τη βιομηχανία τροφίμων. Σκοπός του εν λόγω άρθρου είναι η παρουσίαση των πιο πρόσφατων επιστημονικών δεδομένων σχετικά με τη δράση των προβιοτικών και των αντιβιοτικών στη μικροβιακή χλωρίδα του εντέρου και πως η τροποποίηση της χλωρίδας μπορεί να οδηγήσει σε μεταβολές του σωματικού βάρους.

Η εντερική χλωρίδα 

Η εντερική χλωρίδα συμβάλλει στην επεξεργασία και απορρόφηση των θρεπτικών συστατικών, στην ωρίμανση του ανοσολογικού συστήματος και στην αντίσταση στους παθογόνους μικροοργανισμούς. Επηρεάζεται από ποικίλους παράγοντες, όπως (δίαιτα, ηλικία, στρες, γενετικό υπόβαθρο, περιβάλλον, λήψη αντιβιοτικών, προβιοτικών ή πρεβιοτικών, καθώς και τις χειρουργικές επεμβάσεις). Η εντερική χλωρίδα υπολογίζεται ότι αποτελείται από περισσότερο από 500 διαφορετικά είδη βακτηρίων με συνολικό πληθυσμό περίπου 1.014. Ο άνθρωπος γεννιέται χωρίς μικρόβια και ως εκ τούτου οι μικροοργανισμοί που αποικίζουν τη γαστρεντερική οδό προέρχονται από το εξωτερικό περιβάλλον. Σαν παράδειγμα αναφέρεται ότι τα νεογέννητα που γεννιούνται με καισαρική τομή έχουν διαφορετική εντερική χλωρίδα σε σχέση με παιδιά που γεννιούνται με φυσιολογικό τοκετό.

Η χλωρίδα παρουσιάζει ποσοτικές και ποιοτικές διαφορές κατά μήκος του γαστρεντερικού σωλήνα. Στο όξινο περιβάλλον του δωδεκαδακτύλου, λίγα μικρόβια μπορούν να επιβιώσουν με αποτέλεσμα να εποικίζεται από λίγα βακτήρια σε συγκεντρώσεις από 10 έως 104 ανά γραμμάριο ολικών συστατικών (CFU/g). Όσο απομακρυνόμαστε από το στομάχι, το pH γίνεται σταδιακά λιγότερο όξινο και ο αριθμός των μικροβίων αυξάνεται με αποτέλεσμα το παχύ έντερο να περιέχει ένα πολύπλοκο και δυναμικό μικροβιακό σύστημα, με υψηλές συγκεντρώσεις βακτηρίων, οι οποίες ανέρχονται από 1011 έως 1012 CFU/g. Οι διατροφικές συνήθειες θεωρούνται ένας από τους κύριους παράγοντες που διαμορφώνουν τη σύσταση της μικροβιακής χλωρίδας και πολλές έρευνες συγκλίνουν ότι η αυξημένη εντερική βιοποικιλία προστατεύει από παθογόνους παράγοντες, γαστρεντερικές νόσους, καρκίνο του παχέος εντέρου, φλεγμονώδους παθήσεις του εντέρου (Inflammatory bowel disease), σύνδρομο ευερέθιστου εντέρου (Irritable bowel syndrome), διαβήτη, παχυσαρκία, κ.ά. Σημαντικές αλλαγές στη σύνθεση αλλά και στη λειτουργία της εντερικής χλωρίδας παρατηρούνται σε παχύσαρκους ασθενείς. Σχεδόν όλες οι μελέτες δείχνουν ότι τα παχύσαρκα άτομα έχουν σημαντικά μικρότερη βιοποικιλία στην εντερική τους χλωρίδα σε σχέση με άτομα κανονικού βάρους. Επιπλέον, στη χλωρίδα των παχύσαρκων ατόμων υπάρχει σημαντικά μεγαλύτερος αποικισμός από βακτήρια με μειωμένη ικανότητα διάσπασης και απορρόφησης γλυκόζης, με συνέπεια περισσότερη γλυκόζη να απομένει προς απορρόφηση από τον άνθρωπο.

Μελέτες μετα-ανάλυσης δείχνουν μειωμένο αριθμό του φύλου βακτηρίων Firmicutes στα παχύσαρκα άτομα, σε σύγκριση με τα άτομα κανονικού βάρους σε παιδιά και ενήλικες. Παχύσαρκα άτομα που έχασαν βάρος μετά από δίαιτα, απέκτησαν εντερική μικροβιακή σύσταση παρόμοια με εκείνη ατόμων κανονικού βάρους. Πρόσφατα βρέθηκε ότι η εντερική χλωρίδα των παχύσαρκων ατόμων αποικίζεται από περισσότερα βακτήρια του γένους Bifidobacterium και Lactobacillus σε σχέση με άτομα κανονικού βάρους. Τα βακτήρια αυτά αποτελούν τις δύο βασικές κατηγορίες προβιοτικών μικροοργανισμών που κυκλοφορούν και καταναλώνονται ευρέως από παιδιά και ενήλικες. Συμπερασματικά, η χλωρίδα των παχύσαρκων ατόμων παρουσιάζει σημαντικές μεταβολές σε σχέση με αυτή των φυσιολογικών και αδύνατων ατόμων, ενώ φαίνεται ότι αποικίζεται περισσότερο από βακτήρια, πολλά από τα οποία τα βρίσκουμε και στα προβιοτικά σκευάσματα, που αυξάνουν την ικανότητα του ξενιστή να αντλεί περισσότερες θερμίδες από την τροφή.

Αντιβιοτικά στα ζώα 

Η χρήση αντιβιοτικών στα παραγωγικά ζώα άρχισε στα μέσα της δεκαετίας του ‘40, ενώ η προσθήκη τους στην τροφή που προοριζόταν για βοοειδή, χοίρους, κοτόπουλα ξεκίνησε στις αρχές του 1950. Τα αντιβιοτικά χρησιμοποιούνται για τη θεραπεία των ασθενειών των παραγωγικών ζώων, ως παράγοντες πρόληψης νοσημάτων και αύξησης του σωματικού τους βάρους.

Η χορήγησή τους στα παραγωγικά ζώα ως αυξητικοί παράγοντες είναι συνήθης τακτική. Στις ΗΠΑ, χαμηλές δόσεις αντιβιοτικών χρησιμοποιούνται συστηματικάως συμπληρώματα διατροφής στα ζώα για να αυξήσουν το βάρος ως και 15%. Μια συστηματική ανασκόπηση περισσότερων από 1.000 πειραματικών δεδομένων έδειξε ότι τα αντιβιοτικά βελτιώνουν τον ρυθμό ανάπτυξης των ζώων κατά 16% και την απόδοση των ζωοτροφών κατά 7%. Στα ζώα, τα αντιβιοτικά χορηγούνται μέσω τροφής ή νερού και για το λόγο αυτό πιστεύεται ότι ο κύριος μηχανισμός δράσης τους γίνεται μέσω των αλλαγών της χλωρίδας του εντέρου. Πλέον έχει αποδειχθεί και από εργαστηριακές προσομοιώσεις ότι η αντιβιοτική θεραπεία μεταβάλλει τη σύνθεση της χλωρίδας του εντέρου των ζώων. Συμπερασματικά, η χρήση αντιβιοτικών για περισσότερο από 70 χρόνια στην κτηνοτροφία ως αυξητικοί παράγοντες αποδεικνύει ότι οι ουσίες αυτές επιδρούν σημαντικά στην αύξηση του σωματικού βάρους.

Προβιοτικά στα ζώα 

Η απαγόρευση της χρήσης αντιβιοτικών στην κτηνοτροφία έχει οδηγήσει τα τελευταία χρόνια σε μια σημαντική αύξηση της χρήσης των προβιοτικών ως αυξητικών παραγόντων στα παραγωγικά ζώα, για τη σταθεροποίηση της χλωρίδας του εντέρου, για να μειώσουν τις γαστρεντερικες διαταραχές από παθογόνα του πεπτικού τους συστήματος και για να αυξήσουν το σωματικό τους βάρος. Αρκετές επιστημονικές μελέτες σε παραγωγικά ζώα δείχνουν ότι η χρήση προβιοτικών έχει ισοδύναμα ή πολλές φορές καλύτερα αποτελέσματα από τη χορήγηση αντιβιοτικών στην αύξηση του βάρους τους. Επιπλέον σε μια συστηματική ανασκόπηση συνοδευόμενη βρέθηκε ότι η χορήγηση προβιοτικών με Lactobacillus acidophilus, Lactobacillus fermentum, ή Lactobacillus ingluviei οδήγησε σε αύξησητου βάρους των ζώων, ενώ η λήψη προβιοτικών με Lac tobacillus plantarum ή Lactobacillus gasseri σε μείωση. Η δράση των προβιοτικών στη χλωρίδα του εντέρου και στη μεταβολή του σωματικού βάρους έχει αποδειχθεί και σε πειραματικά μοντέλα σε ποντίκια.

Συμπερασματικά, η χρήση προβιοτικών φαίνεται ότι είναι η πιο υποσχόμενη εναλλακτική λύση αντί της χρήσης αντιβιοτικών για την αύξηση του βάρους των ζώων στην κτηνοτροφία.

Προβιοτικά και μεταβολές σωματικού βάρους στον άνθρωπο 

Τα τελευταία χρόνια υπάρχει η τάση για όλο και περισσότερη χορήγηση προβιοτικων στα παιδιά. Χρησιμοποιούνται στην πρώιμη βρεφική ηλικία για τη μείωση των γαστρεντερικών λοιμώξεων. Μελέτες δείχνουν ότι υγιή βρέφη που έλαβαν προβιοτικά τους 6 πρώτους μήνες ζωής παρουσίασαν σημαντική αύξηση βάρους και ύψους. Επιπλέον, η χορήγηση προβιοτικών σε πρόωρα βρέφη συσχετίστηκε με αύξηση βάρους και με ταχύτερη ανάπτυξη. Επίσης, συσχετίστηκαν με αύξηση βάρους σε υγιή βρέφη στη Γαλλία. Προβιοτικά σκευάσματα χρησιμοποιούνται συστηματικά για τη θεραπεία του υποσιτισμού, που πλήττει σχεδόν το 30% του παγκόσμιου πληθυσμού και κυρίως τις αναπτυσσόμενες χώρες. Η χορήγηση φαγητού εμπλουτισμένο με προβιοτικά σε υποσιτισμένα παιδιά (kwashiorkor children) στην Αφρική μείωσε τον επιπολασμό του υποσιτισμού και οδήγησε σε αύξηση του βάρους τους σε συνδυασμό με μεταβολές της μικροβιακής τους χλωρίδας. Η λήψη ορισμένων προβιοτικών βακτηρίων έχει σχετιστεί και με απώλεια βάρους. Μελέτες σε ενήλικες που έλαβαν προβιοτικά εμπλουτισμένα με L. gasseri ή L. plantarum παρατήρησαν σημαντική μείωση του βάρους τους. Επιπλέον, σημαντική μείωση βάρους βρέθηκε και σε παχύσαρκα άτομα στα οποία χορηγήθηκαν προβιοτικά με L. gasseri, Lactobacillus amylovorus ή L. fermentum. Είναι πολύ πιθανό, λοιπόν, οι μεταβολές της μικροβιακής χλωρίδας που προκύπτουν από τη λήψη προβιοτικών να οδηγούν σε μεταβολές του σωματικού βάρους οι οποίες είναι πιο σημαντικές στα παιδιά. 

Αντιβιοτικά και μεταβολές σωματικού βάρους στον άνθρωπο 

Αποτελούν ένα ισχυρό όπλο ενάντια στις βακτηριακές λοιμώξεις. Τα νεογνά και ειδικά τα πρόωρα είναι μια εξαιρετικά ευάλωτη ομάδα πληθυσμού με αυξημένο κίνδυνο για λοιμώξεις με αποτέλεσμα πολλά να λαμβάνουν αντιβιοτικά για την πρόληψη ή τη θεραπείαβακτηριακών λοιμώξεων. Η αυξημένη χορήγησή τους δεν περιορίζεται μόνο στα πρόωρα. Επιδημιολογικές μελέτες δείχνουν ότι το 50% των συνταγογραφήσεων σε παιδιά ηλικίας μεταξύ 0 – 18 μηνών είναι αντιβιοτικά. Μόνο στις ΗΠΑ περίπου 50 εκατομμύρια συνταγές αντιβιοτικών ετησίως είναι για παιδιά. Η χορήγηση αντιβιοτικών σχετίζεται με σημαντικές μεταβολές της ευαίσθητης μικροβιακής χλωρίδας του εντέρου των παιδιών και έχει αποδειχθεί ότι η χορήγησή τους κατά τα πρώτα 2 έτη της ζωής μειώνει τη βιοποικιλία της χλωρίδα τους. Επιπλέον, η χρήση αντιβιοτικών στην πρώιμη ζωή έχει συνδεθεί με αυξημένο κίνδυνο παχυσαρκίας στη μετέπειτα ζωή. Παιδιά που έλαβαν αντιβιοτική αγωγή στους πρώτους 6 μήνες ζωής παρουσίασαν σημαντική αύξηση της σωματικής μάζας, σε αντίθεση με παιδιά που έλαβαν αντιβιοτική αγωγή μετά τους πρώτους 6 μήνες. Σε άλλη μελέτη, εκτεταμένη λήψη αντιβιοτικών κατά το πρώτο έτος της ζωής συνδέθηκε με υπερβολικό βάρος στην ηλικία των 12 ετών. Ενώ μια μακροχρόνια μελέτη στις ΗΠΑ  έδειξε ότι η συχνότητα λήψης αντιβιοτικών στα πρώτα έτη του παιδιού αποτελεί σημαντικό παράγοντα για εμφάνιση παχυσαρκίας στο μέλλον. Δηλαδή, φαίνεται ότι οι αλλαγές της μικροβιακής χλωρίδας μετά από λήψη αντιβιοτικών είναι πιθανό να οδηγήσουνσε αύξηση σωματικού βάρους και ενδεχομένως σε παχυσαρκία.

Τα προβιοτικά και τα αντιβιοτικά έχουν την ίδια καταγωγή 

Οι προβιοτικοί μικροοργανισμοί έχουν την ικανότητα να ανταγωνίζονται και να αντικαθιστούν τη μικροβιακή χλωρίδα κυρίως με την παραγωγή αντιμικροβιακών ή μεταβολικών παραγόντων που αναστέλλουν την ανάπτυξη άλλων βακτηρίων στο έντερο (Εικόνα 2). Η παραγωγή βακτηριοσινών, πρωτεΐνικής φύσεως μεταβολίτες με αντιμικροβιακές ιδιότητες εναντίον άλλων βακτηρίων, θεωρείται ο βασικός τρόπος με τον οποίο τα προβιοτικά ανταγωνίζονται τα υπόλοιπα μικρόβια της χλωρίδας και αναστέλλουν τα παθογόνα βακτήρια. Επιπλέον, στις αντιμικροβιακές ουσίες που παράγονται από τους προβιοτικούς μικροοργανισμούς ανήκουν τα οργανικά οξέα όπως το γαλακτικό, το οξικό και το υπεροξείδιο του υδρογόνου. Η αντιβακτηριακή δραστηριότητα των προβιοτικών στελεχών έχει αποδειχθεί σε ζωικά μοντέλα (η χορήγησή τους σε ζώα είχε προληπτικά ή θεραπευτικά αποτελέσματα εναντίον μολύνσεων από εντερικά παθογόνα βακτήρια). Οι πρώτες αντιβιοτικές ενώσεις που χρησιμοποιήθηκαν στη σύγχρονη ιατρική παρήχθησαν και απομονώθηκαναπό ζωντανούς οργανισμούς. Μέχρι σήμερα, τουλάχιστον 4.000 αντιβιοτικά έχουν απομονωθεί από καλλιέργειες μικροβίων και θεωρείται ότι η μελέτη των Στρεπτομυκήτων οδήγησε στην ανακάλυψη πλήθους αντιβιοτικών ουσιών. Οι Στρεπτομύκητες (Streptomyces aureofaciens) ευθύνονται για σχεδόν τα 2/3 των αντιβιοτικών που κυκλοφορούν σήμερα (Εικόνα 3), ενώ ήταν τα πρώτα προβιοτικά που χρησιμοποιήθηκαν ως αυξητικοί παράγοντες στην κτηνοτροφία από τη δεκαετία του ‘40. 

Προκαταλήψεις στην έρευνα των προβιοτικών 

Η αγορά των προβιοτικών τα τελευταία χρόνια βρίσκεται σε άνθηση τροφοδοτούμενη από τη βιομηχανία τροφίμων περί της ευεργετικής δράσης των προβιοτικών στην υγεία του ανθρώπου. Υπολογίζεται πως η αξία της Παγκόσμιας Αγοράς των προβιοτικών το 2022 θα ανέρχεται σε πάνω από 57 δισ. δολ. ετησίως. Τα προβιοτικά είναι προϊόντα που μοιράζονται παρόμοιες απαιτήσεις με άλλα αγαθά στην αγορά και για να είναι επιτυχές το αγαθό στην αγορά, τα προβιοτικά πρέπει να επιφέρουν κέρδος. Προκειμένου να αυξήσει την αγοραστική αξία των προϊόντων της, η βιομηχανία τροφίμων επενδύει σημαντικά κεφάλαια για την έρευνα των προβιοτικών στην προσπάθεια να πείσει τους καταναλωτές ότι τα προϊόντα αυτά έχουν επιστημονικά αποδεδειγμένη ευεργετική δράση στην υγεία μας. Υπολογίζεται ότι το 70% των δημοσιευμένων επιστημονικών ερευνών που αφορούσαν τις επιπτώσεις των προβιοτικών στη διατροφή και την παχυσαρκία ήταν χορηγούμενες από τη βιομηχανία τροφίμων. Δυστυχώς, τα αποτελέσματα της έρευνας για τα προβιοτικά διατρέχουν μεγάλο κίνδυνο μεροληψίας και έχει αποδειχθεί ότι υπάρχει στατιστικά μεγαλύτερη πιθανότητα μια δημοσιευμένη έρευνα που χρηματοδοτήθηκε από τη βιομηχανία τροφίμων
να αναφέρει ευεργετικά αποτελέσματα για την υγεία σε σχέση με μια έρευνα που δεν έχει χρηματοδοτηθεί από τη βιομηχανία. Συμπερασματικά, υπάρχει μεγάλος κίνδυνος οι επιστήμονες που διερευνούν τα αποτελέσματα της δράσης των προβιοτικών να αποκρύψουν δεδομένα ή να σχεδιάσουν ανάλογα την έρευνά τους προκειμένου να δημοσιεύσουν μόνο τα ευεργετικά αποτελέσματα της χρήσης των προβιοτικών και να διασφαλίσουν τις χρηματοδοτήσεις τους από τη βιομηχανία.

Συμπεράσματα

Σε αυτήν την ανασκόπηση παρουσιάζεται ένας νέος τομέας έρευνας που έχει ανοίξει τα τελευταία χρόνια και αφορά τη μεταβολή της εντερικής χλωρίδας μετά τη χρήση αντιβιοτικών ή προβιοτικών και κατά πόσο αυτή η μεταβολή ευθύνεται για αύξηση της απορρόφησης θρεπτικών ουσιών και κατ’ επέκταση για αύξηση του σωματικού βάρους (Εικόνα 4). Προς το παρόν υπάρχουν σχετικά λίγα δεδομένα σχετικά με τις μακροχρόνιες δράσεις της χρήσης των προβιοτικών στον άνθρωπο. Το σίγουρο είναι ότι υπάρχουν αρκετές έγκυρες μελέτες που αποδεικνύουν ότι ορισμένα αντιβιοτικά και προβιοτικά συνδέονται με αύξηση σωματικού βάρους σε υποσιτισμένα παιδιά, νεογνά και ενήλικες. Επιπλέον, για πολλές δεκαετίες τα αντιβιοτικά χρησιμοποιούνται ως αυξητικοί παράγοντες σε παραγωγικά ζώα, ενώ τα τελευταία χρόνια λόγω της απαγόρευσής τους τείνουν να αντικατασταθούν από τα προβιοτικά. 

Τέλος, πολλά βακτήρια που χρησιμοποιούνται ως προβιοτικά είναι τα ίδια που επικρατούν στη χλωρίδα του εντέρου σε παχύσαρκα άτομα, ενώ όταν χορηγούνται σε πειραματικά μοντέλα οδηγούν σε αυξημένο βάρους τόσο στον άνθρωπο όσο και στα ζώα. Η γενική πεποίθηση που προωθείται μέσω της βιομηχανίας τροφίμων ότι υπάρχουν πολλά οφέλη για την υγεία που συνδέονται με τη λήψη προβιοτικών όπως και ο τρόπος δράσης των προβιοτικών είναι ακόμη υποθετικά και υπό εξερεύνηση. Τα ήδη υπάρχοντα προβιοτικά έχουν εγκριθεί ως θεωρητικά ασφαλή προϊόντα (θέση GRAS). Σε σχέση με τα άλλα νέα φάρμακα ή φαρμακευτικά είδη τα οποία έχουν εκτεταμένα εξεταστεί για ασφάλεια, υπάρχουν ελλείψεις στις αυστηρές εκθέσεις ασφάλειας των προβιοτικών. Προκαταλήψεις, μικρός αριθμός συμμετεχόντων στις μελέτες και ακατάλληλες μέθοδοι έρευνας έχουν οδηγήσει στην αδικαιολόγητη χρήση προβιοτικών για υποτιθέμεναοφέλη για την υγεία. Επιπλέον, κυρίως λόγω προκαταλήψεων στην έρευνα υπάρχει υποδήλωση των ανεπιθύμητων δράσεων μετά από λήψη προβιοτικών. Προς το παρόν τα προβιοτικά έχουν συσχετισθεί με περιστατικά βακτηριαιμίας μετά από υπερβολική λήψη τους, ενώ έχει αποδειχθεί ότι ευθύνονται για αυξημένη θνητότητα όταν χορηγούνται σε ασθενείς με οξεία παγκρεατίτιδα. Μετα-αναλύσεις δείχνουν ότι η χρήση L rhamnosus GG για τη θεραπεία της νόσου του Crohn αυξάνει τα ποσοστά υποτροπής των ασθενών. Επιπλέον, αν και τα προβιοτικά προτείνονται για τη θεραπεία του εκζέματος μετα-αναλύσεις δείχνουν ότι μάλλον η χορήγησή τους είναι αναποτελεσματική ή περιορισμένη, ενώ πιθανόν να ευθύνονται για περιπτώσεις βακτηριαιμίας στους ασθενείς αυτούς. 

Μέχρι σήμερα, τα προβιοτικά έχει αποδειχτεί ότι είναι ευεργετικά στην πρόληψη και αντιμετώπιση της διάρροιας. Συστηματικές μελέτες δείχνουν ότι τα προβιοτικά είναι πράγματι αποτελεσματικά στην πρόληψη των Clostridium difficile και Helicobacter pylori, τηςδιάρροιας που σχετίζεται με αντιβιοτικά σε ενήλικες και τα παιδιά, της διάρροιας των ταξιδιωτών και το σύνδρομο ευερέθιστου εντέρου (Irritable bowel syndrome). Οι περισσότερες έρευνες συνηγορούν στη σπουδαιότητα της αυξημένης εντερικής βακτηριακής βιοποικιλίας στη μακροχρόνια καλή υγεία του οργανισμού. Μελέτες στη Γαλλία έχουν δείξει ότι τα περισσότερα προβιοτικά περιέχουν πολύ υψηλές συγκεντρώσεις ζωντανών μικροβίων που μπορεί να φτάνουν ως και 1.010 ζωντανά μικρόβια ανά σκεύασμα (Εικόνα 5). Ο αριθμός αυτός των ζωντανών μικροβίων είναι υπερ-πολλαπλάσιος από τον αριθμό των μικροβίων που φυσιολογικά αποικίζουν τη χλωρίδα του λεπτού εντέρου (10 έως 104 CFU/g). Τα προβιοτικά έχουν αντιμικροβιακές ιδιότητες και ο εκθετικός βομβαρδισμός της χλωρίδας με μονοκλωνικά προβιοτικά στελέχη φαίνεται ότι μειώνει τη βακτηριακή βιοποικιλία του εντέρου. Συνεπώς, το ερώτημα που εύλογα τίθεται είναι αν αυτή η μείωση της βιοποικιλίας έχει δυνητικές επιπτώσεις στην υγεία του ατόμου. Για το λόγο αυτό, υπάρχει επιτακτική ανάγκη για καθιέρωση πρότυπων τυποποιημένων λειτουργικών διαδικασιών για την αξιολόγηση της ασφάλειας των προβιοτικών. Όλο και περισσότεροι επιστήμονες θεωρούν ότι η χρήση των προβιοτικών απαιτεί ένα επίπεδο έρευνας ίσο με αυτό της ανάπτυξης ενός νέου φαρμάκου. Προσεκτικά σχεδιασμένες και εκτενείς κλινικές δοκιμές που να μελετούν τις ωφέλιμες και τις αρνητικές επιπτώσεις των προβιοτικών τόσο βραχυπρόθεσμα όσο και μακροπρόθεσμα είναι απαραίτητες καθώς η μεταβολή της εντερικής χλωρίδας μέσω της λήψης προβιοτικών μπορεί να οδηγήσει σε άγνωστα αποτελέσματα.

*Ο Aγγελάκης Μανόλης είναι Ιατρός Βιοπαθολόγος, Κλινικός Μικροβιολόγος, Αναπληρωτής Καθηγητής Κλινικής Μικροβιολογίας Ιατρικής Σχολής Πανεπιστημίου Αix-Marseille, Κύριος Ερευνητής στο Διαγνωστικό Τμήμα του Ελληνικού Ινστιτούτου Παστέρ