Skip to main content

Οι μεγάλες οικονομίες του πλανήτη οφείλουν να ακολουθήσουν το παράδειγμα της Ε.E.

Του Κωνσταντίνου Κωνσταντίνου*

Ο βασικός στόχος της Ευρωπαϊκής Ένωσης για επίτευξη ανθρακικής ουδετερότητας το 2050 αποτελεί πλέον το μεγάλο διακύβευμα, το οποίο υποστηρίζεται από την Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία που τοποθετεί στο επίκεντρό της την πράσινη ανάπτυξη και την ψηφιακή επανάσταση.

Επιβεβαιώνοντας τη δέσμευσή της στη Συμφωνία του Παρισιού, η Ε.Ε. ξεκίνησε από τον Μάρτιο του 2020 τη δημόσια διαβούλευση για τον επανασχεδιασμό πολιτικών που απαιτούνται για την ακόμη μεγαλύτερη μείωση εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου (ΑτΘ) έως το 2030 κατά 55% σε σύγκριση με το 1990, έναντι του ισχύοντος στόχου μείωσης κατά 40%.

Το εγχείρημα είναι ταυτόχρονα ιδιαίτερα φιλόδοξο αλλά και σύνθετο. Ήδη από την πρόσφατη μελέτη επιπτώσεων, η επίτευξη της μείωσης εκπομπής ΑτΘ κατά 55% συνεπάγεται την ανάγκη επανεξέτασης και αναθεώρησης σημαντικού μέρους του θεσμικού πλαισίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την ενέργεια και το κλίμα. Μεταξύ άλλων, περιλαμβάνονται η Οδηγία για το Σύστημα Εμπορίας Δικαιωμάτων Εκπομπών, ο Κανονισμός για τον Επιμερισμό των Προσπαθειών, η Οδηγία για τις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας και η Οδηγία γιατην Ενεργειακή Απόδοση. Για ακόμα μια φορά η Ευρώπη μετατρέπει σε πράξη την επιλογή της να συνεχίσει να πρωτοπορεί στην αντιμετώπιση της απειλής της κλιματικής αλλαγής σε παγκόσμιο επίπεδο, παρά το γεγονός ότι περισσότερο από το 90% των ΕΑΘ προκύπτουν από χώρες εκτός Ε.Ε. Και το πράττει σε συνθήκες διευρυμένης αβεβαιότητας και οικονομικής ύφεσης, όπου δικαίως η αντιμετώπιση της υγειονομικής κρίσης από την πανδημία καθίσταται πρώτη προτεραιότητα.

Στην πραγματικότητα όμως η αντιμετώπιση κρίσεων, όπως αυτές της κλιματικής αλλαγής και των απωλειών βιοποικιλότητας δεν μπορούν να αναβληθούν, αναμένοντας την ύφεση της πανδημίας και την οικονομική ανάκαμψη. Το ερώτημα πλέον βρίσκεται στο πώς θα υλοποιηθεί ο σχεδιασμός, εντός Ευρωπαϊκής Ένωσης, ώστε η λύση να συνδυάζεται με τη διατήρηση της ανταγωνιστικότητας και την ομαλή λειτουργία των εφοδιαστικών αλυσίδων.

Τα σύγχρονα ερωτήματα αφορούν πλέον τη βέλτιστη υλοποίηση των απαραίτητων επενδύσεων, την ανάπτυξη νέων τεχνολογιών, την ομαλή ενεργειακή μετάβαση, την υιοθέτηση μοντέλων κυκλικής οικονομίας και την προετοιμασία αντιμετώπισης των συνεπειών της κλιματικής αλλαγής και της απώλειας βιοποικιλότητας.

Για τη χώρα μας τα παραπάνω συνθέτουν ένα πλαίσιο μεγάλων προκλήσεων, αλλά και ευκαιριών. Η υστέρηση που καταγράφεται σε τομείς όπως η διαχείριση αποβλήτων, η διείσδυση των ΑΠΕ στο ενεργειακό μίγμα, η ενεργειακή αποδοτικότητα των κτηρίων, ακόμα και η ηλεκτροκίνηση, αποτελούν πεδία ανάληψης δράσης προστιθέμενης αξίας στην βιώσιμη ανάπτυξη. Ήδη οι εγκεκριμένοι Εθνικοί Σχεδιασμοί της χώρας για την Ενέργεια και το Κλίμα και για τη Διαχείριση Αποβλήτων θέτουν φιλόδοξους στόχους και καταγράφουν επενδυτικές ανάγκες της τάξης των 50 δισ. ευρώ.

Στα παραπάνω πρέπει να προστεθούν οι επενδύσεις που απαιτούνται για την αντιμετώπιση των συνεπειών της κλιματικής αλλαγής, που είναι ήδη εμφανείς, επιστημονικά αδιαμφισβήτητες και αναπόφευκτες για την επόμενη δεκαετία ακόμα και αν άμεσα σταματούσαν οι εκπομπές ΑτΘ παγκοσμίως. Η Ευρώπη θερμαίνεται περισσότερο από το μέσο όρο του πλανήτη ενώ ο Νότος επηρεάζεται δυσανάλογα περισσότερο σε σχέση με τον Ευρωπαϊκό Βορρά. Στην πρόσφατη έκθεση του Joint Research Center που παρουσιάστηκε μαζί με τη νέα ευρωπαϊκή στρατηγική για την προσαρμογή, ήδη καταγράφονται αυξημένα επίπεδα κινδύνου και αναμενόμενων επιπτώσεων για τις περιοχές της Μεσογείου, με σημαντική επιβάρυνση σε πολλά επιμέρους ζητήματα, όπως η αυξημένη συχνότητα καύσωνα και η μείωση διαθεσιμότητας υδάτινων αποθεμάτων. Στην ίδια μελέτη, οι απώλειες του επίπεδου ζωής, εκφρασμένες ως ποσοστό του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (ΑΕΠ), για τη Νότια Ευρώπη, εκτιμώνται ως οι σημαντικότερες έναντι κάθε άλλης γεωγραφικής περιοχήςτης Ε.Ε.

Για όλα τα παραπάνω χρειάζεται ένα ισχυρό σχέδιο ανάκαμψης, Μέσα στην πανδημία, και ακριβώς για τον σκοπό αυτό η Ευρωπαϊκή Ένωση αποφάσισε τη δημιουργία του Resilience and Recovery Facility (RRF). Πλέον, οι διαθέσιμοι πόροι μέσω του Ταμείου Ανάκαμψης (RRF) στην χώρα είναι ύψους 32 δισ. ευρώ, εκ των οποίων περίπου 12 δισ. ευρώ θα διατεθούν στην πράσινη ανάπτυξη. Σε συνδυασμό και με τα υπόλοιπα χρηματοδοτικά προγράμματα δημιουργούνται προϋποθέσεις, ώστε να υλοποιηθούν οι απαραίτητες επενδύσεις για την επίτευξη των Εθνικών Στόχων που περιλαμβάνονται στα Εθνικά Σχέδια. Θα απαιτηθεί ταχύτητα και αποτελεσματικότητα στην απορρόφηση των πόρων αυτών, γεγονός που προϋποθέτει την άρση γραφειοκρατικών αγκυλώσεων και τον εκσυγχρονισμό του νομοθετικού πλαισίου, όπου απαιτείται.

Η πορεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης προς την ανθρακική ουδετερότητα είναι δεδομένη και με ευρεία αποδοχή των πολιτών της, σύμφωνα και με σχετικές έρευνες από το Ευροβαρόμετρο. Δεν μπορεί όμως να είναι μοναχική, κυρίως γιατί θα είναι μάταιη. Η ανάγκη ανάληψης ανάλογων δεσμεύσεων από άλλες μεγάλες οικονομίες είναι επιβεβλημένη και ήδη καταγράφονται θετικά μηνύματα από την Ιαπωνία, την Κίνα και την Κορέα, ενώ με ενδιαφέρον αναμένεται και η εξαγγελθείσα επιστροφή των ΗΠΑ στην Συμφωνία του Παρισιού.

Στο μεταξύ, θα πρέπει να ενταθούν οι προσπάθειες διασφάλισης της ανταγωνιστικότητας των κλάδων που αναλαμβάνουν το συνεχώς αυξανόμενο κόστος μείωσης των εκπομπών ΑτΘ. Ο κίνδυνος διαρροής άνθρακα αφενός είναι υπαρκτός και αφετέρου θα εντείνεται όσο η Ευρωπαϊκή Ένωση θα αυξάνει την διαφορά της κλιματικής φιλοδοξίας της έναντι των ανταγωνιστικών της οικονομιών.

Μηχανισμοί αντιστάθμισης όπως ο Μηχανισμός Συνοριακής Προσαρμογής Άνθρακα (Carbon Border Adjustment Mechanism), που προβλέπεται στην Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία θα πρέπει συνδυαστικά με το Σύστημα Εμπορίας Δικαιωμάτων Εκπομπών (ΣΕΔΕ) να αποτελέσουν ικανή ομπρέλα προστασίας. Σε αντίθετη περίπτωση η πορεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης εκτός από μάταιη θα καταστεί και επικίνδυνη για την δική της ευημερία.