Της Σοφίας Εμμανουήλ
[email protected]
Κλιματική ουδετερότητα μέχρι το 2050 υπόσχεται το Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ), που προωθεί απολιγνιτοποίηση, με αύξηση του μεριδίου Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (ΑΠΕ) μέχρι το 2030 – έτος για το οποίο τίθενται “ενδιάμεσοι” στόχοι για μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου.
Με επενδύσεις 43,8 δισ. ευρώ αυτό το σχέδιο αποτελεί για την ελληνική κυβέρνηση εργαλείο για την ανάπτυξη στρατηγικής για την Ενέργεια και το Κλίμα με ορίζοντα την επόμενη δεκαετία.
Αποτελεί τον πυρήνα της εθνικής στρατηγικής για τη Βιώσιμη Ανάπτυξη και την υιοθέτηση των 17 Παγκόσμιων Στόχων της Ατζέντας του ΟΗΕ (SDGs), καθώς θέτει ποσοτικούς και ποιοτικούς στόχους όπως αναφέρουν στη “N” κορυφαία στελέχη της κυβέρνησης. Μάλιστα, ορισμένοι στόχοι είναι πιο φιλόδοξοι από τους στόχους που έχουν τεθεί σε ευρωπαϊκό επίπεδο καλλιεργώντας προσδοκίες για τον ηγετικό ρόλο που μπορεί να διαδραματίσει η Ελλάδα στα επόμενα χρόνια σε θέματα κεφαλαιώδους σημασίας για όλο τον πλανήτη και για την Ευρώπη ειδικότερα, όπως η Κλιματική Αλλαγή και η Ενεργειακή Ασφάλεια.
Η Ελλάδα δείχνει να συντονίζεται με την Πράσινη Συμφωνία που στοχεύει να καταστήσει την Ευρώπη την πρώτη ήπειρο στον πλανήτη που θα πετύχει μέχρι το 2050 κλιματική ουδετερότητα με μηδενικές εκπομπές άνθρακα. Για την προσαρμογή σ’ αυτή τη νέα συμφωνία προωθούνται νομοθετικές παρεμβάσεις και επενδύσεις 3 τρισ. ευρώ τα επόμενα 10 χρόνια.
Το ΕΣΕΚ φιλοδοξεί να καταστήσει ελκυστικό το επενδυτικό περιβάλλον στη χώρα και σε συνδυασμό με τις ευκαιρίες που προβάλλονται εν όψει της νέας προγραμματικής περιόδου, 2021-2027, να διανοίξει προοπτικές για τόνωση της επιχειρηματικότητας, δημιουργία χιλιάδων θέσεων εργασίας και αύξηση της προστιθέμενης αξίας για την οικονομία. Οι επενδύσεις σε ΑΠΕ, η προώθηση της ηλεκτροκίνησης, η ανάπτυξη υποδομών και η έμφαση στην έρευνα είναι ορισμένα μόνο από τα πεδία στα οποία προβλέπεται να αναπτυχθούν πρωτοβουλίες στο επόμενο διάστημα. Για τον συντονισμό τους απαιτούνται εργαλεία και για την παρακολούθηση της προόδου τους, με γνώμονα τους εθνικούς στόχους, απαιτούνται μετρήσεις, λογοδοσία και διαφάνεια.
Δηλαδή το ίδιο πλαίσιο στο οποίο λειτουργεί η επιχειρηματική κοινότητα. Μάλιστα προς την κατεύθυνση της ενίσχυσης της διαφάνειας αναπτύσσονται νέες πρωτοβουλίες και εργαλεία όπως το λανσάρισμα οδηγού δημοσίευσης μη χρηματοοικονομικών στοιχείων από το Χρηματιστήριο και η είσοδος στην ελληνική αγορά εργαλείων όπως τα green bonds και τα TCFDs (Task Force on ClimateRelated Financial Disclosures), που θέσπισε το Συμβούλιο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (FSB), για δημοσιοποίηση στοιχείων για χρηματοοικονομικούς κινδύνους και ευκαιρίες που σχετίζονται με το κλίμα.
Εν κατακλείδι, η αποφασιστικότητα της κυβέρνησης να προωθήσει την αλλαγή του οικονομικού μοντέλου προϋποθέτει ευρύτατες συνεργασίες με τον επιχειρηματικό κόσμο σε ένα ευρύ φάσμα τομέων, από τη Βιομηχανία Πλαστικών και Τροφίμων μέχρι το Λιανεμπόριο, τη Μεταποίηση και τις Εξορυκτικές Βιομηχανίες. Και ταυτόχρονα απαιτεί ένα υγιές χρηματοπιστωτικό σύστημα μέσω του οποίου θα προωθήσει τις παραπάνω βιώσιμες επενδύσεις.
Το εγχείρημα είναι φιλόδοξο και η επιτυχία του δυνητικά θα κάνει ορατή την Ελλάδα στον παγκόσμιο χάρτη για τους σωστούς -αυτή τη φοράλόγους, σε μια συγκυρία που οι φωνές των παιδιών για έναν «καθαρό πλανήτη» ακούγονται οργισμένες εμπρός στην αδυναμία των ισχυρών του πλανήτη να συμφωνήσουν σε κοινούς κανόνες, με ενδεικτική τη σύνοδο του ΟΗΕ για το Κλίμα (COP25) που οδήγησε μεν σε συμφωνία, άφησε δε ανοιχτά μεγάλα θέματα όπως οι κανόνες για τις διεθνείς αγορές άνθρακα.