Τον σημαντικό ρόλο των επιχειρήσεων του τομέα της υγείας και των επενδύσεων που αυτές κάνουν καθώς και τα πολλαπλασιαστικά οφέλη τους για την οικονομία και την εργασία αναδεικνύει η νέα μελέτη του ΙΟΒΕ «Η Φαρμακευτική Βιομηχανία στην Ελλάδα. Όροι και προϋποθέσεις για μια νέα αναπτυξιακή δυναμική» που έγινε εν μέσω πανδημίας για την Πανελλήνια Ένωση Φαρμακοβιομηχανίας.
Η φαρμακευτική βιομηχανία στην Ελλάδα αποτελεί τη νέα αναπτυξιακή δυναμική της χώρας μας παρ’ όλες τις πιέσεις που δέχεται και τις προκλήσεις στις οποίες πρέπει να ανταποκριθεί. Σύμφωνα με την έκθεση, οι σοβαρότερες προκλήσεις αφορούν την αύξηση προσδόκιμου επιβίωσης και τη γήρανση του πληθυσμού που αυξάνουν τη ζήτηση για υπηρεσίες υγείας και φάρμακα, ενώ η αλλαγή διατροφικών συνηθειών αυξάνει τα προβλήματα υγείας των πολιτών. Επιπροσθέτως αυξάνεται ραγδαία ο αριθμός των ασθενών με σοβαρές και χρόνιες παθήσεις λόγω και του σύγχρονου τρόπου ζωής (μειωμένη φυσική άσκηση, κάπνισμα, κατανάλωση οινοπνευματωδών ποτών). Αλλά ταυτόχρονα αυξάνεται και η ανάγκη για εξορθολογισμό και μείωση των δαπανών υγείας και φαρμάκου με νέες θεραπείες βασιζόμενες στην αποτελεσματικότητα και στη σχέση κόστος-όφελος.
Την ίδια στιγμή οι εξελίξεις στην ιατρική τεχνολογία και στη βιοτεχνολογία με τις νέες ακριβότερες θεραπείες επιβαρύνουν τα συστήματα υγείας. Ενώ η ενίσχυση πρόληψης και έγκυρης διάγνωσης μέσω ΠΦΥ κρίνεται αναγκαία για τη μείωση ζήτησης υπηρεσιών για δευτεροβάθμια ή και τριτοβάθμια περίθαλψη, ενώ η ένταξη της ευφυούς υγείας, δηλαδή των υπηρεσιών υγείας εξ αποστάσεως μέσω των: Big data, Real world evidence data, εφαρμογές Τεχνητής Νοημοσύνης, προσωποποιημένη φαρμακευτική και ιατρική περίθαλψη, εξατομικευμένη διαγνωστική είναι ιδιαιτέρως σημαντικό να γίνει άμεσα.
Η κρίση της πανδημίας επέφερε επιπρόσθετες προκλήσεις στον τομέα τις υγείας, όμως η δημόσια εικόνα της φαρμακοβιομηχανίας έχει βελτιωθεί σημαντικά, αν και η «φήμη» ή οι επιχειρηματικές προθέσεις αξιολογούνται με μεγαλύτερη ευαισθησία / ευερεθιστότητα.
Τα κέρδη από τα νέα φάρμακα αξιολογούνται λεπτομερώς από το Δημόσιο, την κοινή γνώμη και πιθανόν και από τον ανταγωνισμό, ενώ υπάρχει και πίεση από την κοινή γνώμη για απλοποίηση και επιτάχυνση του ρυθμιστικού περιβάλλοντος ως προς κάποιες διαδικασίες ανάπτυξης νέων φαρμάκων (κλινικών ερευνών) που δημιουργεί νέες ευκαιρίες για περισσότερες επενδύσεις Ε&Α.
Σημαντική η συμβολή στο ΑΕΠ
Η νέα μελέτη ανέδειξε επίσης την ανάγκη στήριξης της εγχώριας φαρμακοβιομηχανίας με ενεργές πολιτικές, χρηματοδότηση μέσω κινήτρων για Ε&Α και φοροελαφρύνσεις, καθώς ο κλάδος είναι σημαντικά ανταποδοτικός στο ΑΕΠ της χώρας.
Συγκεκριμένα, για κάθε 1 εκατ. ευρώ που επενδύει ο κλάδος η ανταποδοτικότητα στο ΑΕΠ φτάνει το 86%, ενώ δημιουργούνται 20 νέες θέσεις εργασίας. Η συνολική αύξηση των εσόδων του Δημοσίου φτάνει στο 22,5% της επενδυτικής δαπάνης. Πολλαπλασιαστικές όμως είναι και οι επιδράσεις από τη λειτουργία νέων παραγωγικών μονάδων όπου η συνολική επίδραση στο ετήσιο ΑΕΠ αντιστοιχεί στο 129% της επενδυτικής δαπάνης, ενώ δημιουργούνται και 29 θέσεις εργασίας/1 εκατ. ευρώ επένδυσης.
Σύμφωνα με τα στοιχεία, ο κλάδος είναι πρωτοπόρος στη βελτίωση της βιομηχανικής παραγωγής με αύξηση +60% το 2019 σε σχέση με το 2015. Η αύξηση κύκλου εργασιών από το 2010 – 2019 ήταν +4,7% ετησίως, ενώ καταλαμβάνει την 3η θέση στην ετήσια μεταβολή του δείκτη του κύκλου εργασιών κατά 0,5% για το 2010-2019 με εντονότερη ενίσχυση του δείκτη κατά 6,6% το τελευταίο διάστημα. Επίσης, σχεδόν διπλάσια είναι η παραγωγή φαρμάκου στην Ελλάδα σε αξία (ex-factory) την περίοδο 2006-2018. Το 2019 η αξία της παραγωγής άγγιξε το 1,4 δισ. ευρώ.
Ανοδική είναι η τάση συμβολής του κλάδου φαρμακευτικών προϊόντων και στο σύνολο της μεταποίησης. Το 2017 η προστιθέμενη αξία των φαρμακευτικών προϊόντων έφτασε στα 560 εκατ. ευρώ ή στο 3,4% της μεταποίησης. Το 2018 σημειώνει την 5η υψηλότερη επίδοση μεταξύ των κλάδων της εγχώριας μεταποίησης στις επενδύσεις/απασχολούμενο με 10,3 χιλ. ευρώ/εργαζόμενο.
4ος εξαγωγικός κλάδος για το 2019
Το 2019, είναι ο 4ος εξαγωγικός κλάδος ξεπερνώντας το 1,7 δισ. ευρώ και το 8,5% των συνολικών εξαγωγών μεταποιητικών προϊόντων (πλην πετρελαίου).
Για Ε&Α η δαπάνη της φαρμακευτικής βιομηχανίας το 2017 έφτασε στα 51 εκατ. ευρώ και αντιστοιχεί στο 5% της συνολικής δαπάνης για Ε&Α στην Ελλάδα. Επιπλέον, διαθέτει το υψηλότερο μερίδιο πατεντών φαρμάκου στην Ελλάδα σε σχέση με τις 28 χώρες της Ε.Ε. Η καινοτομία σε σχέση με άλλους κλάδους είναι υψηλή. Το 31,4% των επιχειρήσεων του τομέα διαθέτει τμήμα Ε&Α και δαπανούν το 7,5% του τζίρου τους σε αυτό.
Σημαντική όμως είναι και η παρουσία του κλάδου στην απασχόληση με μ.ό. 16.000 απασχολούμενων κατά το διάστημα 2014-2019. Είναι ο 2ος κλάδος ως προς την αύξηση της απασχόλησης (+9,8% ετησίως). Ενώ η υψηλή εκπαιδευτική κατάρτιση των εργαζομένων στον κλάδο παραγωγής φαρμακευτικών προϊόντων (60,6% είναι πανεπιστημιακής εκπαίδευσης) είναι σημαντικός ανασχετικός παράγοντας του brain drain.
Η μελέτη του ΙΟΒΕ έδειξε ότι ο τομέας πάσχει από ρευστότητα, ενώ απειλείται η βιωσιμότητα των επιχειρήσεων από τις επιβαρύνσεις των rebate & clawback τα οποία από το 2012 μέχρι το 2020 όλο και αυξάνονται. Το 2012 ήταν στα 298 εκατ. ευρώ και έφτασε το 2020 να είναι πάνω από 2 δισ. ευρώ. Ο υπολογισμός του, σύμφωνα με τις εταιρείες, γίνεται σε επίπεδο λιανικής τιμής και όχι ex-factory, ενώ εμπεριέχει και καταχρηστικές επιβαρύνσεις όπως τη δαπάνη των εμβολίων που αφορά πρόληψη δημόσιας υγείας και την κάλυψη των ανασφάλιστων και ευπαθών ομάδων. Και φυσικά επιβάλλεται και στα παλιά φάρμακα και στα γενόσημα, τα οποία παράγουν εξοικονόμηση όταν χρησιμοποιούνται περισσότερο.
Ακόμη, ανέδειξε την ανάγκη συνεκτίμησης της διασύνδεσης της εγχώριας πορείας του κλάδου με το ευρωπαϊκό και παγκόσμιο περιβάλλον με διαμόρφωση φαρμακευτικής πολιτικής που να εξαρτάται και από άλλες πολιτικές στο περιβάλλον της (κλαδικές, καινοτομίας, φορολογικά) που μπορεί να λειτουργούν συμπληρωματικά ή ανταγωνιστικά. Την ανάγκη ενίσχυσης των επενδύσεων, των εξαγωγών και σύνδεση με το αναπτυξιακό αφήγημα της οικονομίας. Νομοθετικό πλαίσιο που να ενθαρρύνει και προωθεί την ανάπτυξη τις επενδύσεις σε Ε&Α και τις κλινικές μελέτες και διαμόρφωση σταθερού περιβάλλοντος με στόχο την προσέλκυση επενδύσεων.
Τέλος, στη μελέτη διαπιστώθηκε ότι η Ασία ως μοναδικός παραγωγός ίσως να μην είναι το ιδανικότερο και κρίνεται αναγκαία η αναπροσαρμογή και μάλλον η επέκταση των δικτύων διανομής και παραγωγής ώστε η εφοδιαστική αλυσίδα να έχει μεγαλύτερη ευελιξία.