Skip to main content

Ρεαλιστές και συνειδητοποιημένοι απέναντι στην πανδημία οι Έλληνες

Επειτα από μια καραντίνα, το πιο περίεργο καλοκαίρι της σύγχρονης ιστορίας και εν μέσω ενός επικίνδυνου δεύτερου κύματος, η διαΝΕΟσις κατέγραψε απόψεις, αντιλήψεις και στάσεις για τη μεγαλύτερη κρίση της εποχής μας με μία σημαντική πανελλαδική έρευνα που διεξήχθη σε συνεργασία με την εταιρεία Metron Analysis το διάστημα 15-22 Σεπτεμβρίου 2020, σε δείγμα 1.257 ατόμων ηλικίας 17 ετών και άνω.

Μετά τόσους μήνες που η ανθρωπότητα βιώνει αυτό τον κίνδυνο που λέγεται πανδημία οι Έλληνες εμφανίζονται πολύ πιο συνειδητοποιημένοι και ρεαλιστές και, αναπόφευκτα, πολύ λιγότερο αισιόδοξοι από ό,τι στην 1η έρευνα που είχε διεξαχθεί τον Απρίλιο.

Μπορεί οι ζωές όλων να έχουν αλλάξει με συγκεκριμένους τρόπους (στην καθημερινότητα, στην εργασία, στην ψυχολογία, στις ανθρώπινες σχέσεις) και σχεδόν αποκλειστικά προς το χειρότερο, όμως οι απαντήσεις δεν αντανακλούν συνθήκες απελπισίας ή κατάρρευσης. Οι πολίτες δηλώνουν ότι τηρούν τα μέτρα προστασίας σε υψηλά ποσοστά. Παρ’ όλο που υπάρχει φόβος και τα ποσοστά της εμπιστοσύνης έχουν μειωθεί, δεν έχει χαθεί ολοσχερώς η ελπίδα. Σε κάποια από τα κρίσιμα θέματα μάλιστα διαφαίνεται η ελπίδα ότι στο μέλλον θα βγούμε κερδισμένοι.

Ο φόβος για το γνωστό και το άγνωστο

Οι Έλληνες σήμερα φοβούνται λίγο περισσότερο από ό,τι τον Απρίλιο. Το 67,4% των ερωτηθέντων πιστεύουν ότι κοντινοί τους άνθρωποι (φίλοι ή συγγενείς) κινδυνεύουν από τον κορονοϊό – ποσοστό ελαφρώς αυξημένο από το 62% του Απριλίου. Σήμερα, τρεις στους τέσσερις Έλληνες ηλικίας από 17 μέχρι 54 πιστεύουν ότι κοντινοί τους άνθρωποι κινδυνεύουν, ενώ 1 στους 3 (31,9%) θεωρεί ότι κινδυνεύει ο ίδιος προσωπικά. Το αντίστοιχο ποσοστό πέντε μήνες πριν ήταν 23,7%. Οι ηλικιωμένοι 65+ σε ποσοστό 42% θεωρούν ότι κινδυνεύουν (από 33% τον Απρίλιο).

Κατά 23% οι ερωτηθέντες δηλώνουν ότι γνωρίζουν κάποιον ή κάποια που έχει προσβληθεί από τον κορονοϊό. Αυτό είναι αποτέλεσμα που χρήζει ερμηνείας, δεδομένου ότι σύμφωνα με πρόσφατες έρευνες σε τυχαία δείγματα λιγότερο από 1% του πληθυσμού έχει όντως προσβληθεί από τον ιό. Επίσης, κατά 23,3% θεωρούν ότι κάποια στιγμή ίσως να είχαν προσβληθεί οι ίδιοι από τον ιό. Πάντως, μόνο το 25,7% των ερωτηθέντων θεωρούν ότι ανήκουν στις ευάλωτες ομάδες του πληθυσμού (ηλικιωμένοι, άτομα σε ανοσοκαταστολή, άτομα με αναπνευστικά προβλήματα κ.ά.), ένα ποσοστό πολύ χαμηλότερο από το πραγματικό ποσοστό στις περισσότερες χώρες του κόσμου. Είναι ενδιαφέρον ότι μόνο το 58,5% των ερωτηθέντων ηλικίας 65+ θεωρούν εαυτούς ευάλωτους.

Όπως είναι αναμενόμενο, οι Έλληνες ηλικίας 65+ είναι αυτοί που φοβούνται πιο πολύ απ’ όλους – αλλά ταυτόχρονα είναι και οι πιο αισιόδοξοι από όλους. Αυτοί που δηλώνουν έσοδα πάνω από 3.000 ευρώ τον μήνα δηλώνουν και το μεγαλύτερο ποσοστό αβεβαιότητας (29,1%). Αυτοί που δηλώνουν εισόδημα κάτω από 500 ευρώ μηνιαίως, το μικρότερο (15,7%).

Παράλληλα, το 50,2% των ερωτηθέντων δηλώνουν «νιώθω περισσότερο φόβο απέναντι στους συνανθρώπους μου», ενώ το 55,4% δηλώνουν «η ψυχολογική μου διάθεση είναι χειρότερη από ό,τι πριν από την πανδημία». Πιο ευάλωτες και εδώ, οι μεγαλύτερες ηλικίες και όσοι βρίσκονται σε κακή οικονομική κατάσταση.

Πώς ζουν οι Έλληνες στην πανδημία 

  • Το 73,9% παραδέχεται ότι η ζωή του έχει αλλάξει «πάρα πολύ» ή «αρκετά». Δεν υπάρχει πληθυσμιακή ομάδα, ηλικιακό γκρουπ, κοινωνική τάξη ή ιδεολογικό γκρουπ που να δηλώνει κατά πλειοψηφία ότι δεν έχει αλλάξει η ζωή του.
  • Το 76,3% δηλώνουν ότι πηγαίνουν σε λιγότερες κοινωνικές εκδηλώσεις (γάμους, βαφτίσια) από ό,τι πριν από την πανδημία.
  • Το 62,9% ότι τρώνε λιγότερο συχνά σε εστιατόρια και ταβέρνες.
  • Το 60,5% ότι βγαίνουν σπανιότερα σε μπαρ.
  • Το 59,5% ότι ταξιδεύουν σπανιότερα με αεροπλάνο.
  • Το 56% ότι συναντούν λιγότερο τους φίλους τους.
  • Το 54,3% ότι ψωνίζουν σπανιότερα σε εμπορικά καταστήματα.
  • Το 53,8% ότι ταξιδεύουν σπανιότερα με πλοίο.
  • Το 51,3% ότι χρησιμοποιούν λιγότερο τα ΜΜΜ.
  • Το 53,1% ότι φέτος το καλοκαίρι πήγαν λιγότερες διακοπές από τις προηγούμενες χρονιές.
  • Το 36,3% ότι στις φετινές διακοπές πέρασε χειρότερα, εξαιτίας της πανδημίας.
  • Το 60,6% ότι στην καθημερινότητά τους συναντιούνται και συνομιλούν με λιγότερους ανθρώπους από ό,τι παλιά.
  • Το 50,5% ότι ο τρόπος δουλειάς τους έχει αλλάξει.
  • Το 45,5% ότι οι σχέσεις τους με τους φίλους και τους γνωστούς τους έχουν αλλάξει.

Οι οικονομικές συνέπειες της πανδημίας

Την περίοδο που έγινε η έρευνα η οικονομική δραστηριότητα είχε επιστρέψει σε ρυθμούς που δεν ήταν κοντά στους κανονικούς, αλλά δεν είχαν και καμία σχέση με όσα ίσχυαν επί καραντίνας. Το 72,7% των εργαζομένων την περίοδο του Σεπτεμβρίου που «έτρεξε» η έρευνα δήλωναν πως εργάζονται κανονικά στον χώρο εργασίας τους και μόνο 12,2% με τηλεργασία (τα αντίστοιχα ποσοστά τον Απρίλιο, επί lockdown, ήταν 25,4% και 26,2%). Το ποσοστό των εργαζόμενων που βρίσκονται σε αναστολή εργασίας εργάζεται με μειωμένο ωράριο ή εκ περιτροπής ή είναι σε άδεια (κανονική ή ειδικού σκοπού) φτάνει το 13% του συνόλου, από 46,8% επί lockdown.

Ωστόσο, το 40,9% των πολιτών δηλώνουν ότι η οικονομική τους κατάσταση έχει χειροτερεύσει από τότε που άρχισαν τα μέτρα αντιμετώπισης της πανδημίας. Ένας στους πέντε (20,7%) δηλώνει ότι αισθάνονται λιγότερο παραγωγικοί στη δουλειά τους από ό,τι ήταν πριν. Και το ποσοστό των ανέργων που δηλώνουν ότι έχασαν τη δουλειά τους μετά από την 1η Μαρτίου 2020 φτάνει το 18,4% (από 11,4% τον Απρίλιο).

Το 87,1% (από 84,3% στο πρώτο κύμα) των ερωτώμενων θεωρεί ότι οι μακροχρόνιες επιπτώσεις στην οικονομία θα είναι αρνητικές και επιπλέον το 53,4% (από 57,9%) ότι αρνητικές θα είναι οι επιπτώσεις στην προσωπική οικονομική κατάσταση. Βέβαια, το κλίμα των αρνητικών προσδοκιών είναι παγκόσμιο.

Αρνητικές εκτιμάται ότι θα είναι οι επιπτώσεις και στον τρόπο εργασίας (άρα και στις εργασιακές σχέσεις) από το 57% (45,8% στο πρώτο κύμα), ενώ και η εμπιστοσύνη στην ιδιωτική πρωτοβουλία φαίνεται να κάμπτεται, αφού μόλις το 32% (από 44,2%) θεωρεί ότι θα είναι θετικές οι επιπτώσεις.

Τέλος, το 57,2% εκτιμούν ότι η ελληνική οικονομία σε έναν χρόνο από σήμερα θα βρίσκεται σε χειρότερη κατάσταση από ό,τι τώρα – πράγμα που ταιριάζει με το κλίμα μειωμένης αισιοδοξίας και ρεαλιστικότερης προσέγγισης που βλέπουμε και από τις υπόλοιπες ερωτήσεις.

Εμπιστοσύνη και απειλές για το μέλλον

Στην παραδοσιακή ερώτηση περί εμπιστοσύνης σε θεσμούς και φορείς, πέραν των αξιοσημείωτων επιδόσεων των θεσμών του κράτους, στην έρευνα του Απριλίου είχαν εντοπιστεί τρία αξιοσημείωτα ευρήματα. Μέσα στην καραντίνα, η εμπιστοσύνη των Ελλήνων στο «κράτος πρόνοιας» (το οποίο πιθανότατα ταύτισαν με τις υπηρεσίες υγείας) εκτοξεύτηκε από το 40,9% στο 56,7% τον Απρίλιο του 2020. Τώρα, όμως, πέφτει πάλι στο 42%.

Επιπλέον, εντυπωσιακή ήταν η αλλαγή στην εμπιστοσύνη που δηλώνουν οι Έλληνες στην Ε.Ε. Τον Νοέμβριο του 2019 το ποσοστό των Ελλήνων που δήλωναν ότι εμπιστεύονται την Ε.Ε. «πολύ» ή «αρκετά» ήταν 42,1%, αλλά τον Απρίλιο του 2020 έπεφτε μόλις στο 27,3%. Βεβαίως, τότε δεν είχε ανακοινωθεί ούτε η πρωτοβουλία NextEU και το πολυσυζητημένο, πια, Ταμείο Ανάκαμψης. Μετά από όλα αυτά, πράγματι, η εμπιστοσύνη επανήλθε κοντά στα προηγούμενα επίπεδα (37,9%).

Ενδιαφέρουσα όμως είναι και μια μεταβολή στην εμπιστοσύνη που δείχνουν οι Έλληνες στους «ειδικούς». Τον Απρίλιο στο αν εμπιστεύονται τους «επιστήμονες/τεχνοκράτες» κατά 85% δήλωσαν πως τους εμπιστεύονται «πολύ» ή «αρκετά». Πέντε μήνες μετά, καθώς εμβόλιο ακόμα δεν υπάρχει, και έχει γίνει περισσότερο σαφές το πόσο λίγα γνωρίζουμε ακόμα για την αόρατη απειλή του κορονοϊού, το ποσοστό έχει υποχωρήσει σημαντικά, στο 65,6%.

Επιστροφή στην κανονικότητα

Τον Απρίλιο, εν μέσω καραντίνας, το 67,9% των Ελλήνων πίστευαν ότι θα επανέλθουμε «σε μια φυσιολογική καθημερινότητα» μέχρι τον Σεπτέμβριο. Τον Οκτώβριο που είχαμε τα αποτελέσματα της 2ης αυτής έρευνας καμία κανονικότητα δεν είχε και δεν έχει επανέλθει και οι  Έλληνες μοιάζουν να το έχουν καταλάβει. Σήμερα, μόλις το 5% του πληθυσμού πιστεύει ότι θα επανέλθουμε σε κάποια κανονικότητα «μέχρι το τέλος του χρόνου». Το 87,4% θεωρεί ότι θα επανέλθουμε από το 2021 και μετά. Ένας στους τρεις (32,4%) θεωρεί ότι θα επανέλθουμε μετά το 2021.

Πλέον, το 73% των Ελλήνων πιστεύει ότι «έρχονται δυσκολότερες ημέρες» και μόλις το 18,8% θεωρεί ότι «τα χειρότερα έχουν περάσει». Ποιες ομάδες του πληθυσμού είναι οι πιο αισιόδοξες; Αυτοί που δηλώνουν ότι κατά τη διάρκεια της πανδημίας έχει βελτιωθεί η οικονομική τους κατάσταση (44,2%) και οι νέοι ηλικίας 17-24 (35,4%). Σε καμία πληθυσμιακή ομάδα, πάντως, η πεποίθηση ότι «τα χειρότερα έχουν περάσει» δεν είναι πλειοψηφική. 

Η μεγάλη πλειοψηφία των ερωτώμενων (87%) εκτιμά πλέον ότι «θα επανέλθουμε σε μία φυσιολογική καθημερινότητα από το 2021 και μετά». Μάλιστα, ένας στους τρεις θεωρεί ότι η επαναφορά θα γίνει «μετά το τέλος του 2021» (32,4%). 

Οι μόνες δραστηριότητες στις οποίες η πλειοψηφία των ερωτηθέντων δηλώνει ότι το κάνουν «το ίδιο» με ό,τι πριν από την πανδημία είναι η χρήση ταξί (53,1%) και το να «βλέπουν μέλη της οικογένειάς τους» (64,4%). 

Η αίσθηση της ευρύτερης χρονικής επίπτωσης σε συνδυασμό με την επιθετικότητα της πανδημίας κάμπτει την εμπιστοσύνη ακόμη και στο σύστημα υγείας, το οποίο θεωρούσαμε ότι θα είναι ο μεγάλος κερδισμένος της επόμενης μέρας καθώς τώρα από τους 3 στους 4 (75,3%) που θεωρούσαν ότι μία από τις μακροχρόνιες επιπτώσεις της πανδημίας είναι ότι θα επηρεάσει θετικά τις απόψεις των πολιτών γι’ αυτό, το ποσοστό μειώθηκε στο 43,2%, δηλαδή 30% κάτω.

Έχουν οι Έλληνες εμπιστοσύνη στο εμβόλιο;

Ένα από σοβαρότερα ίσως ερωτήματα που τίθενται αυτή την εποχή είναι αν θα εμβολιαστεί ο κόσμος όταν και εάν θα έχουμε στα χέρια μας ένα ασφαλές και αποτελεσματικό εμβόλιο κατά της νόσου Covid-19.

Η υποχώρηση της εμπιστοσύνης στους επιστήμονες/τεχνοκράτες από τον Απρίλιο μέχρι σήμερα, γεγονός που οφείλεται στη γενική τάση υποχώρησης της αισιοδοξίας, είχε ως αποτέλεσμα το 42% των ερωτηθέντων να δηλώνει πως δεν θα εμβολιαζόταν αν υπήρχε ένα εμβόλιο δωρεάν και εγκεκριμένο από το κράτος.

Μία στατιστικά σημαντική παράμετρος που διαφοροποιεί τις απαντήσεις ως προς την πρόθεση εμβολιασμού είναι, βέβαια, η προσωπική φυσική κατάσταση. Διαπιστώνεται ότι όσοι ανήκουν (ή θεωρούν ότι ανήκουν) σε ευάλωτη ομάδα είναι πιο θετικά διακείμενοι για εμβολιασμό (64%) έναντι των υπολοίπων (45%).

Αξίζει ωστόσο να αναφέρουμε μερικές μελέτες που έγιναν σε Ευρώπη και ΗΠΑ και δείχνουν τη διαφορετική άποψη των πολιτών έναντι του εμβολιασμού. Συγκεκριμένα, από την έρευνα της Gallup η οποία έγινε το χρονικό διάστημα από 20 Ιουλίου έως 2 Αυγούστου στις ΗΠΑ, το 65% δήλωσε ότι θα συμφωνούσε να εμβολιαστεί, ενώ η έρευνα της ORB International στη Βρετανία σε δείγμα 2.114 ατόμων (12-14/09) δείχνει ότι το 71% συμφωνεί απόλυτα ή συμφωνεί να εμβολιστεί. Επίσης, μια έρευνα της Pew Research στις ΗΠΑ σε δείγμα 10.093 ατόμων (8-13/09) δείχνει ότι το 51% θα έκανε σίγουρα ή μάλλον το εμβόλιο.

Τηρούν οι Έλληνες τα μέτρα;

Ένα από τα πιο επιτακτικά ερωτήματα της εποχής έχει να κάνει με το κατά πόσο οι πολίτες τηρούν τα μέτρα προστασίας. Κάποια από αυτά τα θέματα, όπως η χρήση μάσκας σε δημόσιους χώρους, έχουν οδηγήσει ακόμα και σε δυναμικές αντιδράσεις σε άλλες χώρες, ενώ σε κάποιες έχουν πολιτικοποιηθεί, με δραματικά για τη δημόσια υγεία αποτελέσματα. Από ό,τι φαίνεται, στη δική μας χώρα τα πράγματα είναι πολύ διαφορετικά. Το 93,9% των Ελλήνων δηλώνουν ότι την τελευταία εβδομάδα, όταν βρέθηκαν σε χώρους όπου η μάσκα είναι υποχρεωτική, φορούσαν «πάντα» ή «σχεδόν πάντα» μάσκα. Στη γενικότερη διατύπωση, το 95,5% δηλώνουν ότι πλένουν τα χέρια τους συχνά ή πολύ συχνά, το 85,1% ότι φορούν μάσκα και το 79,7% ότι τηρούν τις αποστάσεις. 

Αξίζει εδώ να θυμίσουμε πως σε αυτές τις έρευνες πολλές φορές οι ερωτηθέντες δεν λένε την αλήθεια. Γι’ αυτό μια τέτοια έρευνα δεν είναι καλό εργαλείο για να διαπιστώσουμε αν οι Έλληνες όντως φορούν ή όχι μάσκα στους δημόσιους χώρους, κι αν τηρούν τα μέτρα ασφαλείας. Ωστόσο, τα αποτελέσματα έχουν μια άλλη, εξίσου σημαντική χρησιμότητα. Δείχνουν ότι στη συντριπτική πλειοψηφία τους οι Έλληνες πιστεύουν ότι η τήρηση των προστατευτικών μέτρων είναι η «σωστή» απάντηση και επιθυμούν να δηλώσουν για τον εαυτό τους ότι τα τηρούν, ακόμα κι αν αυτό δεν είναι πάντα η πλήρης αλήθεια. Το ποσοστό των ανθρώπων που διαφωνούν με τη χρησιμότητα αυτών των μέτρων είναι, όπως αποδεικνύεται και από άλλες παρόμοιες έρευνες, πολύ μικρό.

Και, εξάλλου, υπάρχουν και άλλα, έμμεσα συμπεράσματα που μπορούν να βγουν από μια τέτοια ερώτηση, όπως για παράδειγμα το ποσοστό του πληθυσμού που παίρνει τα μέτρα προστασίας και άρα το φαινόμενο της πανδημίας πραγματικά πολύ στα σοβαρά. Το ποσοστό που δηλώνουν ότι τηρούν «πάντα» και τα τρία είναι 37,2%.

Σύμφωνα με τον πρόεδρο και διευθύνοντα σύμβουλο της Metron Analysis Στράτο Φαναρά, η οικονομική ύφεση η οποία από ένα σημείο και μετά μπορεί να καταστεί μη διαχειρίσιμη, οι εξελίξεις στις ελληνοτουρκικές σχέσεις και το μεταναστευτικό πολλαπλασιάζουν τις ανησυχίες για το παρόν αλλά και το ορατό μέλλον. Σήμερα, μάλιστα, η απειλή για την οικονομία θεωρείται η σημαντικότερη και ακολουθείται από το μεταναστευτικό/προσφυγικό και την ενδεχόμενη επιδείνωση των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Πάνω από όλα όμως αυτό που επιβαρύνει το κλίμα είναι ένας συνδυασμός διάψευσης προσδοκιών και καθημερινότητας που γίνεται όλο και πιο δύσκολη και έχει βέβαια τις ρίζες του στην πανδημία.